Απόψεις

Ο Ντέιβιντ Μπάουι και το φύλο του

Θυμάμαι τη γιαγιά μου να κρατάει στα χέρια της το εξώφυλλο του δίσκου του Ντέιβιντ Μπάουι. «Καλά, αυτός τι είναι παιδάκι μου; Αντρας ή γυναίκα;»
Ρέα Βιτάλη

Hταν μια εποχή… Aντε τώρα να σου δώσω να την καταλάβεις! Hταν μια εποχή που οι νέοι διαχωρίζονταν σε ροκάδες και καρεκλάδες. Οι καρεκλάδες είναι το εύκολο κομμάτι της ιστορίας. Μια ντισκοτέκ, μια διάθεση κεφιού, ένας χορός σε πίστα-πιστένια, ένας Μπάρι Γουάιτ, μια Ντόνα Σάμερ, μια βότκα με πορτοκάλι ή ένα μπακάρντι κόκα για τα κορίτσια ή κανένα κοκτέιλ Αλεξάντερ. Ρούχα φιρμάτα οπωσδήποτε. Και δειλά δειλά η εμφάνιση της παντοδυναμίας της «πόρτας». Θα μπεις-δεν θα μπεις; Ηταν ένα μεγάλο θέμα το, θα μπεις-δεν θα μπεις. Τους καρεκλάδες χρωμάτισέ τους πολύχρωμους, κεφάτους και αρωμάτισέ τους. Από την άλλη οι ροκάδες. Το μαύρο στα ρούχα τους. Τα αχτένιστα μαλλιά τους. Το γενικώς απεριποίητό τους. Η κοινωνία ως μαλακία. Το βαριεστημένο τους. Τα drugs ως Ok. Η μεγάλη τους κάβλα να διακωμωδούν τους καρεκλάδες «κοίτα τον ρε!». Οι Doors, ο Μόρισον! Με την κωλοφαρδία, σιγουράκι δόξας, να πεθάνεις νέος και ωραίος! Οι Rolling Stones! Οι ροκάδες ήταν οι δήθεν πιο ψαγμένοι της ιστορίας. Που έστηναν αφτί και στα ρεμπέτικα καπνίζοντας αρειμανίως. Γενικώς μιλάμε για δύο στρατόπεδα με απολύτως άλλη συμπεριφορά και ακούσματα. Περιέργως όμως, τώρα που τα σκέφτομαι, ο Ντέιβιντ Μπάουι είχε ελευθέρας και στους δυο αντίπαλους. Ο Ντέιβιντ, o Ιγκι Ποπ. O Λου Ριντ, για ακόμα πιο-πιο! Τέρατα. Σεβασμός στα τέρατα.

Δίσκους αγοράζαμε τότε. Ενας στην παρέα ανακάλυπτε – ο Γιώργος στη δική μας – και μεταδιδόταν το «καινούργιο» σε όλους μας. Εφερνε τον πρώτο δίσκο. Ηταν μια μαγική διαδικασία η αγορά δίσκου. Λυπάμαι που δεν σου έτυχε ηλικιακά να τη γνωρίσεις. Η προσμονή να μαζέψεις τα χρήματα. Να πας στο δισκοπωλείο. Να ρωτήσεις «ήρθε;». Να φύγεις απογοητευμένος. Να πας, να ξαναπάς. Ηρθε; Ηρθε; Κάποτε να λάμψεις! Ηρθε! Να μελετήσεις το εξώφυλλο σαν να ήταν έργο τέχνης. Να τάξεις στον εαυτό σου μια αφίσα. Η αφίσα! Τρόπαιο κανονικό στον τοίχο του δωματίου σου. Και μετά… Να καθαρίσεις τον δίσκο με πανάκι, να ακουμπήσεις στο πικ απ με κινήσεις μεταφοράς αβγού. Να καθίσεις να ακούσεις. Να μελετήσεις τους στίχους. Στα «ξένα». Πόσοι δα, είχαν εξοικείωση με την αγγλική γλώσσα; Οι στίχοι κι αν είχαν μελέτη, ιδίως στα τροπάρια, των δικών μας «αγίων». Του Ντέιβιντ, του Λου. Να τρομάζεις μην και γρατσουνιστεί ο δίσκος τους. Να τον αγγίζεις κάθε φορά σαν το σώμα του έρωτά σου. Ολα ήταν μια διαδικασία.

Τόσα που γράφτηκαν για τον Μπάουι, τι νόημα έχει να σου πω και εγώ κάτι ακόμα. Αλλά να! Μια σκηνή θέλω μόνο να σου περιγράψω. Από τα εφηβικά μου χρόνια. Μάλλον θα φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας τη γιαγιά μου. Γιατί τη θυμάμαι να κρατάει στα χέρια της το εξώφυλλο του δίσκου του Ντέιβιντ Μπάουι. Θυμάμαι το στόμα της, όχι τα μάτια της. Τόσο που μελετούσα τα σουφρωμένα, τσαλακωμένα χείλη της που δεν ήξεραν σε ποιο μορφασμό να κατασταλάξουν. Και μετά θυμάμαι την ερώτησή της. «Καλά, αυτός τι είναι παιδάκι μου; Αντρας ή γυναίκα;». Και μη με ρωτάς πώς και γιατί… Είναι αυτές οι στιγμές οι μοιραίες. Ακαριαία ερωτεύτηκα, για μια ζωή ολόκληρη, το επιπλέον φύλο. Αυτό που επιζητώ να συναναστραφώ.  Ενα φύλο πέρα από φύλο. Το φύλο «γοητευτικά πλάσματα»! Αυτό.

Ξέρω, εσύ έχεις φτάσει να χαρείς για το σύμφωνο συμβίωσης. Εσύ έχεις ξεπεράσει κόμπλεξ και κολλήματα και αγκυλώσεις και διαχωρισμούς. Εσύ έχεις χαρεί το αεράκι ελευθερίας στις ψυχές των ανθρώπων. Αλλά τότε… Ο Μπάουι, μια κατηγορία από μόνος του. Αυτά τα πλάσματα! Τα πέρα από φύλο.