H Αυστραλία έχει την Εθνική της γιορτή στις 26 Ιανουαρίου. Μην πάει ο νους σας σε παρελάσεις και σοβαροφανή ταραταζούμ. Υπάρχουν και οι απαραίτητες επισημότητες, βεβαίως, αλλά βασικά, η χώρα όλη στήνει ένα ολοήμερο πάρτι. Είναι και τυχεροί, γιατί τους πέφτει πάνω στο κατακαλόκαιρο η επέτειος. Ξαμολιέται το σύμπαν, σε πάρκα, πλατείες, παραλίες, ακρογιαλιές, δειλινά, και πάσης φύσεως εξοχές, κάτι σαν την Καθαρά Δευτέρα, ή την Πρωτομαγιά τη δική μας, ας πούμε, χωρίς τον αετό. Οικογένειες, παρέες, ταπεράκια, μπάλες, πλάκες, αραλίκι. Γενικώς, παίζει ευτυχία και χαλαρότης.
Το απόγευμα της γιορτής μας βρήκε στις όχθες του ποταμού Σουάν (κύκνος), που ορίζει την πόλη του Περθ. Τα πικ-νικ, οι παρέες, τα γλέντια είχαν στηθεί από νωρίς από το πρωί, αλλά κανείς δεν έδειχνε την παραμικρή διάθεση να τα μαζεύει. Περίμεναν όλοι, όπως κάθε χρόνο το κερασάκι στην τούρτα: η όμορφη μέρα, όμορφα καίγεται. Στην πόλη του Περθ η «Μέρα της Αυστραλίας» επισφραγίζεται από ένα σώου πυροτεχνημάτων που πάντα μας έλεγαν οι φίλοι ότι «αξίζει να το δεις, έστω μια φορά στη ζωή σου».
Πολύς ο κόσμος στην ακροποταμιά. Βαρκούλες, καραβάκια και γιότ όργωναν το ποτάμι, τα παιδάκια έκαναν βουτιές από τις ξύλινες προβλήτες και τσαλαβουτούσαν στα νερά, μαζεύοντας ακίνδυνες τσούχτρες στα κουβαδάκια τους. Απέναντί μας, στην πέρα όχθη του ποταμού, υψωνόταν το «μίνι Μανχάταν»: η εντυπωσιακή κορυφογραμμή από ουρανοξύστες που έχουν ξεφυτρώσει στο κέντρο αυτής της ραγδαία αναπτυσσόμενης πόλης. Στην ακροποταμιά, χιλιάδες κόσμος. Ο ένας πάνω στον άλλον, αλλά χωρίς να ενοχλεί. Ούτε να ενοχλείται. Καλή καρδιά. Παρεούλες αραχτές στο γκαζόν, μουσικές από ραδιόφωνα (όλα συντονισμένοι σε ένα μόνο σταθμό). Κάθε τόσο έπεφτε κι ένα «σύρμα οι μπάτσοι» γιατί απαγορεύεται να πιείς αλκοόλ, αν δεν είσαι σε ειδική ζώνη. Οπότε, κάθε τρεις και λίγο περνούσαν κάτι καλοκάγαθοι τύποι που έκαναν ότι δεν έβλεπαν τις νταμιτζάνες με τις μπύρες και τις κρασούμπες στα φορητά ψυγεία, όλα καλά. Τσιγάρο; Αυτό δεν απαγορεύεται, αλλά πρέπει να είσαι πολύ μοσχαροκέφαλος για να ανάψεις, αφού δεν καπνίζει κανείς, πουθενά, σε χιλιάδες ανθρώπους κι άλλωστε, που θα ξεφυσήξεις τον καπνό; Στα μούτρα του νεογέννητου που βυζαίνει στην αγκαλιά της διπλανής μάνας; Είπαμε, πολύς κόσμος.
Ξένη; Όχι, δεν νιώθω ακριβώς ξένη. Η εθνική γιορτή της χώρας ιδρύθηκε για να θυμίζει την επέτειο της άφιξης των πρώτων Άγγλων αποίκων στο λιμάνι του Σύδνεϋ. Ολόκληρη η ήπειρος αποτελείται από «ξένους, που ήρθαν από πολύ, πολύ μακριά, κι από πολλά διαφορετικά μέρη. Οι Αυστραλοί ιθαγενείς πληθυσμοί, –αυτούς μάλιστα, τους λες «ντόπιους»- γενικώς, δεν ξετρελλαίνονται κι από χαρά με την ιδέα της «Ημέρας της Αυστραλίας». Μάλιστα κάποτε πρότειναν να μετονομασθεί επισήμως και σε «Μέρα της Εισβολής», αλλά δεν πέρασε η πρότασή τους, γιατί άραγε.
Όχι, δεν αισθάνομαι ξένη. Ούτε μόνη. Ούτε λυπημένη μέσα στη χαρά του κόσμου που γιορτάζει. Σκουπίζω και ντύνω γελώντας το μικρό που-εννοείται- έχει πετάξει επί τόπου ρούχα, παπούτσια, σώβρακο (αυτό τα κράτησε με το ζόρι, δεν καταλάβαινε ότι δεν είμαστε στη Μύκονο) κι έχει μουλιάσει στο ποτάμι. Τα τζάμια των θεόρατων κτιρίων από γυαλί και ατσάλι, από τη απέναντι όχθη αντανακλούν σαν υπερφυσικοί φακοί τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που δύει. Είναι το σύνθημα. Όλα τα ραδιόφωνα παίζουν τον εθνικό ύμνο της χώρας. Σημαιάκια ανεμίζουν. Νυχτώνει. Η προσμονή κόβεται με το μαχαίρι. Πέντε αεροπλανάκια πετάνε σε σχηματισμό της σημαίας της Αυστραλίας και μ΄ένα δυνατό «μπαμ» αρχίζουν τα βεγγαλικά.
Ναι, αξίζει να ζήσεις να το δεις! Τρισδιάστατα ουράνια σώματα, έρχονται προς τα πάνω μας και σκάνε μεγαλειωδώς καταμεσής του ποταμού. Βροχή από χρυσάφι πέφτει στα κεφάλια μας, σε δισεκατομμύρια σταγόνες που βγαίνουν μέσα από διαμαντένια σύννεφα. Επουράνιοι πυρσοί ανοίγουν σε πολύχρωμες βεντάλιες, δυο τεράστιοι, κατάμαυροι κύκνοι πλέουν αργά-αργά στο ποτάμι, το αρχαίο τους σπίτι, σνομπάροντας επιδεικτικά τη φασαρία. Ευτυχώς απαγορεύεται το αλκοοόλ, τι να μεθύσεις, εδώ τριπάρεις κανονικά.
Ανάμεσα σε κάθε «ομοβροντία» πυροτεχνημάτων γίνεται μια παύση δευτερολέπτων, για να εντυπωσιαστεί το πλήθος από την επόμενη. Εκείνη την ώρα, η νύχτα μένει γυμνή από τα φωτεινά της στολίδια. Κοιτάζω ψηλά. Όλος ο ουρανός είναι λάθος. Όλα τ’ αστέρια είναι άλλα. Τι να ένιωθαν εκείνοι οι πρώτοι «ξένοι» κάτω από έναν τόσο απίστευτα ανοίκειο ουρανό; Πώς να τους φαινόταν η νύχτα τόσο μακριά απ΄ότι ήξεραν, τόσο καταδικασμένοι να μην ξαναδούν όποιον αγαπούσαν, τόσο, μα τόσο μακριά από το σπίτι;
Προσεκτικά, να μην πατήσω κανένα κεφτέ, ή καμιά γιαγιά, οπισθοχωρώ λίγα μέτρα, προς το σκοτεινό πάρκο. Ο ουρανός ακόμα φλέγεται. Το πλήθος κοντανασαίνει εκστατικά σε κάθε έκρηξη. Γλιστράω με την πλάτη στη ρίζα ενός τεράστιου δέντρου. Νιώθω τη γη αρχαία και άγνωστη, αλλά ανεξήγητα συμπονετική. Το σκοτάδι με προστατεύει από τα βλέμματα του πλήθους, που είναι προσηλωμένο στο υπερθέαμα. Κι ενώ ολόγυρά μου η γιορτή τελειώνει μέσα μια οργασμική αποθέωση, παρασύρομαι κι επιτρέπω στον εαυτό μου τρεις δια ροπάλου απαγορευμένες απολαύσεις. Ανάβω τσιγάρο, κατεβάζω ένα ποτήρι κρασί, και ρίχνω, (επιτέλους, μετά από τόσες εβδομάδες ρομποτικής αυτοσυγκράτησης), αγάπη μου, το κλάμα της ζωής μου.