Χρόνια τώρα μαζεύω τ’ αποξεχασμένα στάχυα, τις πεσμένες ρώγες, το ψωμί από χάμω, τη λέξη απ’ το δρόμο, απ’ τους κάμπους, τα περβόλια, τους αμπελώνες των παλιών μου δασκάλων.
Τρέχω πίσω από τα λόγια των πρώτων μεγάλων σερβιτόρων, τα παθήματα-μαθήματα, εγώ ο βοηθός τους, ο μικρός. Ο καλοκαιρινός. Ο απαρηγόρητος.
Ανεβαίνω σκαλοπάτια, σκαρφαλώνω συμβουλές.
Έρχονται στη σειρά, αθόρυβοι, αόρατοι, πίσω-πίσω στην πρόβα, στις δοκιμές -στις παραστάσεις δεν μπορούν να έρθουν, δεν έχουν καινούργια παπούτσια- στέκονται σαν το πουλί στο σύρμα, ήσυχα, με την ανάσα, το βηχαλάκι, την καύτρα, το σήμα, το σινιάλο. Το τσιγάρο. Δε μιλούν.
Φέρνουν μαζί τους βροχές, τραγούδια, πορτοκάλι, κυδώνι. Το μήλο του κυπαρισσιού. Τ' αηδονάκι μέσα στο στόμα.
Αφήνουν στα πόδια μου το δέμα, δεμένο σφιχτά με το σχοινί, τον κόμπο τον άλυτο. Το σημείωμα.
Ψάχνω την πέτρα τη σκληρή, το ακόνι, το ατσάλι το κοφτερό, το μαχαίρι το δίκοπο.
Χρόνια τώρα δεν κάνω τίποτα άλλο.