Καλοκαίρι του 1988, λίγο μετά τον θάνατο του παππού μου του Θωμά, βρισκόμαστε στο πατρικό της μαμάς μου στην Παλιά Παραλία και ξεσκαρτάρουμε τη σαβούρα που μαζεύει ο άνθρωπος κατά τον ρουν της ζωής του, και που όταν τα κορδώσει μοιάζει πιο εκνευριστική και άχρηστη κι από συλλογή τσίμπλας.
Είμαστε λοιπόν στο πίσω παιδικό δωμάτιο, που έβλεπε στην Προξένου Κορομηλά, και καθώς η Κατερίνα σουτάρει χωρίς δεύτερη ματιά ό,τι βρει μπροστά της σε μια σακούλα σκουπιδιών, ο πατέρας μου, ανέκαθεν πιο ευαίσθητος με τα θυμητάρια, χώνει στη ζούλα το χέρι κι ανασύρει τα πεταμένα για να τους ρίξει μια τελευταία ματιά πριν τα καταδικάσει στην αιώνια λήθη.
Κι έχοντας μόλις ψαρέψει ένα μάτσο κιτρινισμένα τετράδια, γυρνάει και λέει στη μάνα μου, «Βρε συ, αυτά είναι τετράδιά σου απ’ την Τρίτη Δημοτικού – αμαρτία δεν είναι να τα πετάξεις;» Οπότε και η μάνα μου, με το παγερό βλέμμα του πενθούντα που δικαιολογείται ό,τι και να πει, απαντά: «Εδώ πέταξα τον πατέρα μου – τα τετράδια θα λυπηθώ;»
Στα παιδικά μου αυτιά, η δήλωση αυτή είχε ηχήσει τρομερά σοκαριστική. Ιδίως το ρήμα ‘πετάω’ σε συνάρτηση με τον λατρεμένο μου παππού, που κι εγώ και η μάνα μου τον είχαμε λίαν προσφάτως θρηνήσει με πάθος χαροκαμένης Σιτσιλιάνας, αυτό που μαζεύονται τα σκυλιά κάτω απ’ το μπαλκόνι γιατί νομίζουν ότι έσκασε στη γειτονιά τσακάλι της ερήμου και τα καλεί σε ξεσηκωμό.
Ωστόσο, δέκα χρόνια αργότερα, έμελλε να αναθεωρήσω.
Αφορμή στάθηκε και πάλι μια υπέροχη γυναίκα – κολλητή μου φίλη, που σπουδάζοντας Φιλοσοφία στην αλλοδαπή, μου έστελνε κάθε τόσο πελώριες επιστολές πασπαλισμένες με τσιτάτα επιφανών διανοητών, μπας και ξεστραβωθώ που διάβαζα μόνο λογοτεχνία, κι αν με ρωτούσες πού έγινε το Βατερλώ σου απαντούσα στη Eurovision. Και σ’ ένα τέτοιο ντοστογιεφσκικό σεντόνι, μία ωραία πρωία, καθώς πίνω τον καφέ μου με ολίγα βουτήματα (κρουασάν, κανονικού μεγέθους, που τα βούταγα πρώτα απ’ τη μία και μετά απ’ την άλλη, σαν να βάφτιζα μωρό και μετά να το χλαπάκιαζα όπως ο Κρόνος), διαβάζω ένα απ’ τα διασωθέντα σπαράγματα του Ηράκλειτου, και μένω παγωτό.
Τον Ηράκλειτο, σημειωτέον, τον ήξερα μόνο από τις εξής τρεις πηγές: Τα πάντα ρει, το άλλο που δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι γιατί στο μεταξύ το ’χει μπαζώσει ο μπατζανάκης του δημάρχου κι έχει χτίσει μεζονέτα τρίπατη και πας εσύ να μπεις στην ακροποταμιά και βρίσκεσαι σε καθιστικό με χρυσοποίκιλτα έπιπλα και τη Μοιραράκη να παίζει στη διαπασών και χέζεσαι πάνω σου, και τέλος απ’ τον περίφημο πίνακα του Ραφαήλ ‘Η Σχολή των Αθηνών’, όπου ο θλιμμένος Ηράκλειτος απεικονίζεται φάτσα-φόρα με το κεφάλι γερμένο στον αγκώνα, σαν να του βγαίνει φρονιμίτης έγκλειστος ή σαν να ’πιασε μόλις την κυρά του στα πράσα με τον καλύτερό του φίλο, και μετά να θυμήθηκε ότι δεν έχει φίλους διότι γράφει όλο αυτά τα ψυχοπλακωτικά και γι’ αυτό έχουν να τον καλέσουν σε σουαρέ απ’ την Κάθοδο των Δωριέων, και άρα τη γυναίκα του τη βατεύει οχτρός.
Η επίμαχη ρήση: Νέκυες κοπρίων εκβλητότεροι. Ήγουν, οι νεκροί είναι για πέταμα πιο πολύ κι απ’ την κοπριά. Και θυμάμαι στα καπάκια και τα σκληρά λόγια της μανούλας και λέω, δίκιο είχε η συχωρεμένη – τι να την κάνεις την πτωματάρα την ασήκωτη όταν την έχει κάνει ο άνθρωπός σου; Να την κρατήσεις και ν’ αρχίσει να μεγαλώνει όπως στον Αμεδαίο του Ιονέσκο και να ψάχνεις μετά για καινούριο σπίτι;
Και για να τιμήσω τον μπαγάσα τον Ηράκλειτο (που ’πιανε πουλιά στον αέρα και τους έκανε κατήχηση περί ματαιότητος του να πετάς πέρα-δώθε σαν τη σακούλα του American Beauty, οπότε τα έρμα πτηνά ή χτυπιούνταν στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια, ή πεθαίναν τραγουδώντας Ζακ Μπρελ), αποφάσισα να πάω στον δρόμο που ’χει τ’ όνομά του στο Κολωνάκι, ένθα ευρίσκεται το ζαχαροπλαστείον της κολάσεως Désiré, και να τον τιμήσω τρώγοντας τρία καντάρια πάστες, μόνο που εντέλει το μαγαζί ήταν στη Δημοκρίτουκαι μέχρι να το βρω, ανέβα να φιλήσεις, κατέβα να γαμήσεις, είχα βγάλει φουσκάλες στα πατουσάκια μου, τα οποία όσο να πεις τα βάραιναν και κιλά παραπανίσια όσα ζ ύγιζαν τα βόδια του Γηρυόνη.
Έκτοτε κύλησαν άλλα δέκα χρόνια, χρόνια φαιδρότητας και στοχασμού, που με οδηγούν στη σημερινή αναπόληση αλλόκοτων θανάτων, και της ιλαρής τους πλευράς. Διότι με τον Χάρο, το κλάμα είναι δεδομένο – οπότε δεν είναι κακό να ’χεις κλείσει από πριν κι ένα ραντεβού με το γέλιο…
Για μια καούκα αδειανή…
Η γιαγιά μου η Ελένη (ή κυρα-Λένη, όπως τη φωνάζαμε χαϊδευτικά όλοι οι συγγενείς της), σε αντίθεση με την κοράκλα της, ήταν άνθρωπος τρομερά δεμένος με τον πολυτελή, άψυχο περίγυρο που συνέθετε το προσωπικό της βασίλειο. Πιθανώς να έφταιγε γι’ αυτό ότι στα δεκατρία της, από κόρη μεγαλοαστών της Μικρασίας βρέθηκε χωρίς βρακί στον κώλο σε παράγκα του Κουλέ Καφέ, πάντως απ’ τη στιγμή που παντρεύτηκε τον εξόχως εύπορο παππού μου, αφοσιώθηκε στο συλλεκτικό, αποθησαυριστικό της πάθος με ασύλληπτη μανία. Για παράδειγμα, ενώ το σύνηθες ήταν, άπαξ και ο σύζυγος φύγει ταξίδι για δουλειές, να μπάζεις στο σπίτι τον αγαπητικό σου, η κυρα-Λένη έμπαζε τους μαστόρους και τους διακοσμητές και γκρέμιζε τοίχους κι άλλαζε επίπλωση και ταπετσαρίες και δεν συμμαζεύεται, τόσο που όταν γυρνούσε ο παππούς κι άνοιγε την πόρτα κοντοστεκόταν στο χολ κι έλεγε: «Ά ωρέ Ελενίτσα, πάλι σε λάθος σπίτι νόμιζα ότι μπήκα.»
Όπως ήταν εύλογο, η μανία αυτή επεκτεινόταν και στην προσωπική της εμφάνιση, την οποία φρόντιζε με εμμονή στην τελειότητα που θα ζήλευαν πολλές Πρώτες Κυρίες του Λευκού Οίκου. Λόγου χάρη, πολύ προτού γίνουν της μόδας, η κυρα-Λένη έραβε συνολάκια (‘ανσαμπλάκια’) σε ένα σωρό παλ αποχρώσεις, από φυστικί και βερυκοκί μέχρι σάπιο μήλο και μουχλιασμένο μούσμουλο, με ασορτί καπελάκια, γάντια, τσάντες και τακούνια. Κι όταν γύρω στα πενήντα άρχισε να αραιώνει το μαλλί της, αντί να πηγαίνει στο κομμωτήριο και να φουσκώνει τις δέκα τρίχες σε κάσκα και να φαίνεται απ’ τα κενά η ροδαλή κασίδα της, άρχισε να αγοράζει πανάκριβες περούκες από φυσικό μαλλί, σε ποικιλία χρωμάτων και κουπ, αρκεί όλες τους να είχαν την αφθονία μπούκλας που χαρακτήριζε την αλλοτινή της κόμη.
Ουδείς ωστόσο υποψιαζόταν τα προβλήματα που θα προέκυπταν άπαξ και η κυρα-Λένη έμπαινε οριστικά και αμετάκλητα στο κουτί που δεν σηκώνει ανακαίνιση, κι ότι το πλέον ακανθώδες ζήτημα θα ήταν ποια περούκα να της φορέσουμε.
Βρισκόμαστε λοιπόν και πάλι στο σπίτι της Βασιλέως Κωνσταντίνου, με τον παππού συντετριμμένο στον καναπέ και τη μαμά με την αδελφή της να προσπαθούν με το μαλακό να τον ρωτήσουν ποια απ’ τις δώδεκα περούκες θεωρεί την πλέον κατάλληλη για την κηδεία. Ωστόσο, ο δόλιος χήρος βρισκόταν ακόμη σε τέτοιο μαύρο χάλι, που δοθείσης και της ηλικίας του – 85 πατημένα – είχε αρχίσει να ρετάρει ελαφρώς και να μην αναγνωρίζει τις κόρες του.
Οπότε θεία και μαμά συλλαμβάνουν εμπνευσμένο κόλπο για να εκμαιεύσουν την πολύτιμη πληροφορία απ’ τον μισο-σαλεμένο γέρο πατέρα τους: να φορέσουν εκ περιτροπής τις περούκες οι ίδιες, ποζάροντας μπροστά του, με την ελπίδα, μέσα από κάποια αναλαμπή της θολούρας του, να καταλήξουν στην καούκα-γκανιάν.
Εκείνο που δεν είχαν συνυπολογίσει ωστόσο ήταν το γεγονός ότι, ως κόρες της κυρα-Λένης, έστω και κατά 30-40 χρόνια νεότερες, της έμοιαζαν αμφότερες τρομερά – η μια στα κιλά και στο σχήμα του προσώπου, η άλλη στο χρώμα των ματιών και στο μπόι και πάει λέγοντας, κι ότι οι ομοιότητες αυτές έμελλε να ξυπνήσουν στον μπαρμπά-Θωμά (ναι, έτσι φωνάζαμε τον παππού μου, και καμία σχέση με καλύβες) άγριες διαθέσεις. Εξ ου και ο τραγέλαφος.
Διότι με το που εμφανίζεται η θειά μου με μια ασημόγκριζη περούκα κι αρχίζει να παίρνει πόζες και να κάνει νάζια, ο παππούς γουρλώνει τα μάτια, γυρνάει στη μάνα μου και τη ρωτάει με σφιγμένα δόντια: «Ποιο είν’ αυτό το γύναιο και πώς μπήκε στο σπίτι;» πεπεισμένος ότι μπρος του στέκεται φίλη της μακαρίτισσας που την διέφθειρε εν ζωή. «Είναι αυτή η σιχαμένη η φίλη της,» εξακολουθεί, «αυτή η γρά που παίρνει τα π’λιά στο στόμα! Διώχ’ την αμέσως!» Η θεία μου, μην ξέροντας πώς να αντιδράσει, αρχίζει τα γλυκόλογα: «Μα Θωμάκο μου, εγώ είμαι, η Ελενίτσα σου!» οπότε κι ο παππούς σηκώνεται μ’ ένα σάλτο απ’ τον καναπέ και φωνάζει: «Πες σ’ αυτό το π’τανί το γερασμένο να φύγει από δω μέσα, γιατί θα φέρω το χασαπομάχαιρο απ’ την κουζίνα και θα τη σφάξω στο γόνατο τη σκρόφα τη μαύρη!» Και η θεία μου, για να μην πέσει θύμα παιδοκτονίας, τρέχει και κλειδώνεται στην κρεβατοκάμαρα. (Και φυσικά η πρώτη περούκα απορρίπτεται, διότι σκέψου τώρα να ’μαστε στην εκκλησία για την επιμνημόσυνο τελετή και ν’ αρχίσει ο γέρος τα σκατοψύχια στην π’τανάρα που κείτεται στο φέρετρο!)
Για να τον καλμάρει κάπως, η μάνα μου διαλέγει την τελευταία περούκα, μια σχεδόν πλατινέ και φορώντας την κάθεται δίπλα στον μπαμπά της και του λέει σιγανά, με τη φωνή της κυρα-Λένης που ήξερε να μιμείται στην εντέλεια: «Θωμάκο μου γλυκέ, πες μου, σ’ αρέσει έτσι ξανθιά η Ελενίτσα σου;» Αμ έλα όμως που η Ελενίτσα του άρεσε ξανθιά, και δη υπερβολικά… Κι όπως την έχει σφίξει στην αγκαλιά του, αίφνης η Κατερίνα αισθάνεται το πατρικό χέρι να έρπει στην πλάτη της προς την απαγορευμένη ζώνη, οπότε και με μια τσιρίδα πετιέται απ’ τον καναπέ σαν το ζαρκάδι της Αρτέμιδος και τρέχει και κλειδώνεται στο μπάνιο, μη βρεθεί στα καλά καθούμενα σε ενδιαφέρουσα με παιδί κι αδέρφι συγχρόνως. (Οπότε τζίφος και η δεύτερη επιλογή, διότι βάλε με το νου σου να καψώσει ο παππούς στο θέαμα της συμβίας του και να ορμήσει να κουτουπώσει την σεπτή σορό της!)
Να μη σας τα πολυλογώ, και οι υπόλοιπες περούκες είχαν εξίσου ατυχή – ή σκιαχτική – επίδραση στον γέρο πατέρα. Ώσπου ξεμένει μία τελευταία, παμπάλαια κι ελαφρώς τσουρομαδημένη απ’ τον πανδαμάτορα χρόνο, και η μάνα μου τη φοράει μ’ ένα στεναγμό, διότι η εν λόγω περούκα ήταν καστανή, και τη θυμόταν απ’ τα παιδικά της χρόνια, όταν ακόμα η κυρα-Λένη μπορούσε να περάσει για νιά.
Και με το που μπαίνει στο σαλόνι και την αντικρίζει, ο μπαρμπά-Θωμάς σηκώνεται, βαράει προσοχή και φωνάζει βροντερά: «Γειά σου Θεόδωρε Κολοκοτρώνη!» – την τρυφερή προσφώνηση με την οποία υποδεχόταν τη γιαγιά μου κάθε φορά που επέστρεφε απ’ τον κομμωτή και περουκιέρη της με πέντε πόντους ύψος παραπάνω, σαν να φορούσε όντως περικεφαλαία στιλπνή και μαλλιαρή.
Η νεκρώσιμος τελετή εκτυλίχθηκε χωρίς επεισόδια και ευτράπελα, και ο μόνος παραπονεμένος ήμουν εγώ – που ως ζουμπάς της τάξης, ήθελα όσο τίποτα κι εγώ μια καούκα κολοκοτρωνέικη που να με δείχνει έστω και λίγο πιο μποϊλή…)
Ο θάνατος και η γεροντοκόρη
Στο διπλανό διαμέρισμα της πολυκατοικίας όπου διέμενε το σόι της μάνας μου, κατοικούσαν δύο αδελφές, δίδυμες και γηραιές, και προικισμένες η καθεμιά τους με ονοματεπώνυμο μπερεκέτι: η Μπέλλα και η Μπουμπού Αδαμπαμπά.
Οι αδελφές Αδαμπαμπά ήταν και οι δύο στενές φίλες της γιαγιάς μου της Ελένης, στην οποία εκμυστηρεύονταν τα πιο μύχια μυστικά τους, κουτσομπολιά της αστικής Θεσσαλονίκης, φόβους και άγχη, καθώς και προσωπικές απόψεις περί διακόσμησης εσωτερικών χώρων, αίτινες συχνά απέβαιναν μοιραίες, όπως τότε που η Μπέλλα είχε προτείνει στη γιαγιά μου να κάνει κυρίαρχο χρώμα του σαλονιού το ‘κόκκινο βυζαντινό’, και η κυρα-Λένη ξήλωσε ό,τι ξηλωνόταν (με πρώτη την τσέπη του παππού), αγόρασε καινούριο βελούδινο σαλόνι, ασορτί πορτατίφ και μπροκάρ ταπετσαρία, μόνο και μόνο για να ζήσει την απόλυτη συντριβή, όταν η Μπέλλα μπήκε, επιθεώρησε τον χώρο, και δήλωσε αυστηρά πως αυτό δεν ήτο κόκκινο βυζαντινό αλλά της Βουργουνδίας, γεγονός που η γιαγιά μου αντιμετώπισε ψύχραιμα, κλαίγοντας γοερά επί τρεις μέρες σερί, ώσπου ο παππούς μου τη δελέασε με ταξίδι στην Πόλη όπου θα της αγόραζε και την Αγιά-Σοφιά άμα ήθελε, να πήξει ο τόπος στο αφορεσμένο το βυζαντινό, που κακόχρονο να ’χει και μαύρο.
Η Μπέλλα και η Μπουμπού Αδαμπαμπά (ή οι πατεράδες των Πρωτόπλαστων, όπως τις αποκαλούσε πίσω απ’ την πλάτη τους η μάνα μου, ερμηνεύοντας ετυμολογικά το αχτύπητο επίθετό τους), ήταν γύρω στα εβδομήντα και ανύπανδρες, γεγονός που τόνιζαν με κάθε ευκαιρία, θεωρώντας την επίδειξη της ισόβιας παρθενίας τους ως δείγμα αριστοκρατικής ανατροφής, εγκράτειας και ψυχικής αγνότητας. Μάλιστα η προσήλωσή τους στον ανέγγιχτο υμένα έφτανε σε τέτοιο σημείο εμμονής, που όχι μόνο δεν προσβάλλονταν απ’ τη λέξη ‘γεροντοκόρη’, μα τη χρησιμοποιούσαν και οι ίδιες, καθώς τόνιζε με τρόπο διακριτικό το ότι, απ’ τον παπά που τις είχε βαφτίσει κι εντεύθεν, δεν τις είχε ζυγώσει μήτε σερνικός σκύλος.
Ένα μοιραίο μεσημέρι λοιπόν, η Μπουμπού Αδαμπαμπά, η πιο ψυχοπονιάρα κι επιρρεπής στην υστερία εκ των δύο αδελφών, έχει πάει στην κηδεία του πατέρα της νεαρής παραδουλεύτρας της, σε κάποιο μακρινό προάστιο της Σαλονίκης, και μη βρίσκοντας ταξί για να επιστρέψει, κάνει κάτι πρωτόγνωρο: μπαίνει σε αστικό λεωφορείο με κατεύθυνση προς το κέντρο. Ωστόσο, άμαθη καθώς ήταν στα μέσα συγκοινωνίας, και καθώς όλες οι θέσεις ήταν κατειλημμένες, ξεμένει να στέκεται όρθια, χωρίς όμως να κρατιέται απ’ τη χειρολαβή. Και ξάφνου ο οδηγός φρενάρει απότομα, και η Μπουμπού βρίσκεται στο δάπεδο με τα ποδάρια τεντωμένα σε σπαγγάτο.
Και λίγη ώρα αργότερα, μπουκάρει στο σπίτι της φίλης, γειτόνισσας και συντρέχτρας στις συμφορές, και πέφτοντας στην αγκαλιά της γιαγιάς μου αρχίζει να σκούζει μέσα απ’ τα αναφιλητά της: «Ελένη μου, Ελενίτσα μου, τι έπαθα! Δεν είμαι πια κόρη! Δεν είμαι πια κόρη!», καθ’ όσον η δόλια αειπάρθενος πίστευε ότι, με την απότομη διάνοιξη των κάτω άκρων, είχε χάσει ό,τι πολυτιμότερο διέθετε. Και σαν να μην έφτανε το κακό που την είχε βρει, εκείνη την ώρα σκάει μύτη κι ο παππούς που είχε στήσει αυτί κι έσπαγε πλάκα, και χτυπώντας την φιλικά στην πλάτη της λέει: «Έλα, ωρε, μην κάνεις έτσι. Τώρα μένει να βρεις κι έναν Αβραάμ καρπερό και βολεύτηκες!»
Εντέλει ο γυναικολόγος – τον οποίο η τρομοκρατημένη Μπουμπού εδέησε να επισκεφθεί με τα χίλια ζόρια – αφού παραμέρισε ιστούς, σταλακτίτες, γαϊδουράγκαθα και οικογένειες νυχτερίδων του Βόρνεο, διαβεβαίωσε την εβδομηκοντούτη κόρη πως το πώμα αγνότητος εξακολουθούσε να βρίσκεται στη θέση του, απ’ όπου δεν το ξεκουνούσε μήτε γαιοτρύπανο πετρελαιοπηγής.
Όμως εγώ, κάθε φορά που θυμάμαι αυτή την απίθανη ιστορία, σκέφτομαι το ειλικρινές, αβάσταχτο πένθος της κακομοίρας της Μπουμπούς για την αδικοχαμένη παρθενιά – κι έπειτα σκέφτομαι την ηλικία στην οποία εγώ παρέδωσα στον κόσμο τη δική μου, και αποστέλλω νοερό ευχαριστώ στον Πανάγαθο που δεν με έκανε κόρη.
Δυο γάιδαροι, η Χιονάτη κι ο εξάδελφος
Το Κατερινάκι μας εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο, με τα χεράκια του και τα χαπάκια του, ξημερώματα της 28ης Δεκεμβρίου του 2002. Για κακή μου τύχη δε, το πρωινό εκείνο, επιστρέφοντας από ολονύχτια κραιπάλη, ήμουν μόνος στο σπίτι, καθώς ο μπαμπάς έλειπε στην Αθήνα για δουλειές, οπότε αναγκάσθηκα, παρά τη συντριβή και το ελεεινό μου χανγκόβερ, να αναλάβω όλα τα τυπικά.
Κι άντε οι τραυματιοφορείς του ΕΚΑΒ τέλειωσαν τη δουλειά τους στο τσακ μπαμ (η συχωρεμένη είχε συχωρεθεί καταφανώς – τι τα σπούδαζα τόσα χρόνια στη ρημάδα την Ιατρική άμα δεν ήξερα να κρίνω πότε ο άλλος έχει σανιδώσει;), και ο ιατροδικαστής ήταν οικογενειακός φίλος και ήξερε και για τις παλιές απόπειρες της μακαρίτισσας και με ξεπέταξε στα γρήγορα, αλλά στο μεταξύ είχε πλακώσει και η αστυνομία για την αυτοψία, κι έπρεπε κάθε τόσο να αναδύομαι απ’ τα έσωθεν σκότη για να απαντήσω αν το τάδε ποτήρι ήταν δικό μου (όχι, είχε κραγιόν στο χείλος), κι αν είχα αγγίξει κάτι στο σαλόνι (τα πάντα, εκεί ζούσα) και πόσα χάπια είχε πάρει κρίνοντας απ’ τα ανοιχτά κουτιά που ’ταν σκορπισμένα ολούθε (πού να ξέρω, τζάνουμ, ο Άνθρωπος της Βροχής είμαι να σ’ τα μετρήσω;) Και ξαφνικά, απ’ την ανοιχτή πόρτα ακούω έναν κακό χαμό, καντήλια και Χριστοπαναγίες, και τρέχοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας βρίσκω δύο υπαλλήλους από αντίπαλα γραφεία τελετών (μαντέψτε ποιοι τους είχαν ειδοποιήσει εν αγνοία μου, και κατά πόσον έπαιρναν μίζα), οι οποίοι όχι μόνο σκυλοτρώγονται, αλλά έχουν πλακωθεί κανονικά, και με τον σαματά είχαν σηκωθεί όλοι οι γείτονες στο πόδι, κι εγώ έπρεπε μετά να εξηγώ πώς και τι σε πενήντα καλόψυχους νοματαίους που κλαίγανε γοερά κι έπρεπε να τους καλμάρω και να τους πείσω να γυρίσουν στα σπίτια τους. Οπότε, συνάζοντας όλη μου την ψυχραιμία, χωρίζω τα βδελυρά κοράκια, και τους λέω ότι η μάνα μου αυτοκτόνησε με το περίστροφο του πατέρα μου, κι ότι το ’χω πάνω μου, κι ότι αν μέχρι το τρία δεν έχουν εξαφανιστεί θα τους κάνω σουρωτήρι. Προφανώς δε ήμουν σε τέτοια κατάσταση μάτι-γυαλίζει-πίσω-και-σας-έφαγα-χαμούρες, που οι δυο γάιδαροι που μάλωναν σε ξένο αχυρώνα έγιναν μπουχός με τη μία.
Περνάν οι ώρες, έρχεται ο μπαμπάς πετώντας, συνεννοούμαστε με έτερο γραφείο τελετών, και κατεβαίνουμε να ψωνίσουμε ρούχα, διότι η Κατερίνα, ένεκα τα πάχητα, τον τελευταίο χρόνο κυκλοφορούσε μονίμως με βελουτέ φόρμες διαστάσεων στρατιωτικής σκηνής. Μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, εν τω μεταξύ, μας είχαν ζητήσει και μια πρόσφατη φωτογραφία της αποβιώσασας, για να τη μακιγιάρουν όσο γίνεται πιο κοντά στο φυσικό – όμως εγώ, στην καντήφλα μου απάνω, τους είχα δώσει ένα στιγμιότυπο από πρόσφατη οικογενειακή μάζωξη, όπου το Κατερινάκι έχει σκάσει στα γέλια, και το ούτως ή άλλως ροδαλό του πρόσωπο έχει γίνει πιο κόκκινο κι απ’ τον Περισσό.
Κι όπως μαζευόμαστε την επομένη το πρωί στο νεκροστάσιο οι τεθλιμμένοι συγγενείς και φίλοι, κοιτάζω μέσα από τα λέλουδα και τι να δω; Ο μακιγιέρ των Αδελφών Βουρδόλακα, βλέποντας την αντίθεση φωτογραφίας και νεκρικής χλομάδας, έχει πάρει την μπατανόβουρτσα και κόκκινο χρώμα πλαστικό για βαφή τοίχου χωρίς αστάρι, και μου την έχει κάνει τη μάνα σαν τον κώλο του μπαμπουίνου. Με τα χίλια ζόρια κρατιέμαι να μη σκάσω στα γέλια με το γκροτέσκο θέαμα, αλλά την ίδια στιγμή μια θειά μου που θρηνούσε λες και την έπαιρνε κάμερα για εκπομπή επανασύνδεσης με τον χαμένο της συμπέθερο, και μ’ ένα πλοκάμι μύξας να κρέμεται κομψότατα απ’ το ένα ρουθούνι, αναφωνεί: «Δείτε την πώς είναι η κούκλα μου! Σαν τη Χιονάτη!» Ε, αυτό ήταν – η αντίθεση ανάμεσα στο ‘Χιονάτη’ (χαρακτηρισμός που η συχωρεμένη πληρούσε μόνο με την κοιλάθρα που κρυβόταν κάτω απ’ τ’ άνθη, και η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να περιέχει εφτά νάνους αμάσητους) και στο κόκκινο του πυροσβεστικού, με αποτέλειωσε, και βγήκα τρέχοντας απ’ το νεκροστάσιο για να μην ακουστούν τα ουρλιαχτά μου και νομίσουν ότι πάει το παιδί, ήταν που ήταν ζαβό, ήρθε κι αποτρελάθηκε.
Το τρίτο χτύπημα ήρθε απ’ τον κολλητό μου – αδελφικό φίλο και με τις δύο έννοιες της λέξης ‘αδελφή’ – ο οποίος επί ώρα (καθ’ όλη τη διάρκεια της ανυπόφορα ανιαρής τελετής, της ταφής και του καφέ μετά παξιμαδακίων που δεν θα τα άγγιζε μήτε η παξιμαδοκλέφτρα του παραδοσιακού άσματος) χαλβάδιαζε έναν μακρινό εξάδελφο που κι εγώ έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου, κι οποίος, αντικειμενικά, και παρά το πένθος και τα συναφή, ήτο νεαρός εξόχως μπάνικος. Οπότε όπως ποζάρουμε για τον πατέρα μου που είχε τρελαθεί να βγάζει φωτογραφίες (καθείς παλεύει τον πόνο με τα δικά του όπλα), ο κολλητός σκύβει και μου λέει στο αυτί: «Και πρέπει να ’χει και τρελό κορμί το μανάρι – ακόμα και με το παλτό φαίνεται. Αμάν κι αυτή η μάνα σου, δεν μπορούσε να πεθάνει καλοκαίρι;» Κι εγώ φυσικά ξεκαρδίστηκα, όπως θα ξεκαρδιζόταν και η ίδια η Κατερίνα, που αγαπούσε τον φίλο μου, όπως και κάθε φίλο μου, σαν δεύτερο, τρίτο και τέταρτο παιδί της, και για την οποία οι αγαπημένοι άνθρωποι δεν είχαν κουσούρια αλλά σεβαστές (αν όχι αξιαγάπητες) αδυναμίες.
Επιστρέφω όμως στον Ηράκλειτο τον μουντρούχο. Επειδή η μάνα μου δεν τα γούσταρε τα δράματα, το αποχαιρετιστήριο σημείωμα δεν το ’χε αφήσει φόρα παρτίδα, να το βρω μαζί με την ίδια τέζα και να πλαντάξω, αλλά το ’χε καταχωνιάσει σ’ ένα κουτί με παμπάλαιο χαρτομάνι, αποδείξεις, εισιτήρια και τα ρέστα, στο βάθος της ντουλάπας. Ο μόνος λόγος που δεν πετάχτηκε επί τόπου, στο πρώτο άδειασμα του σπιτιού από φρικαλέα μουσταρδί ταγιέρ, τι-σερτ με ξεχειλωμένο τον έναν ώμο και βάτα στον άλλο, και σκουλαρίκια φλουό μεγέθους δορυφορικού πιάτου, είναι ότι βρισκόταν τόσο βαθιά στα ερέβη της ντουλάπας, που πέρασε απαρατήρητο.
Αλλά η τύχη ήθελε να το βρω. Και το αναγνώρισα αμέσως, αφενός διότι ήταν γραμμένο με τον γαλάζιο μαρκαδόρο που η μάνα μου χρησιμοποιούσε το τελευταίο διάστημα πριν το φευγιό της, κι αφετέρου διότι τα γράμματά της, που πάντα είχαν κάτι το παιδικό, στο συγκεκριμένο σημείωμα ήταν ακόμα πιο μεγάλα και αβέβαια, καθώς είχαν γραφτεί υπό συνθήκες μεγάλης αισθηματικής φόρτισης κι ακόμα μεγαλύτερης μαστούρας. Το σημείωμα, απ’ όσο θυμάμαι, ήταν ζήτημα πέντε αράδες. Στην αρχή μου έγραφε ότι ήξερε πως γι’ αυτό που έκανε δεν υπήρχε συγχώρεση, κι ότι ήλπιζε τουλάχιστον μέσω του θανάτου της να κερδίσω την ελευθερία μου, αντί να την νταντεύω, φυτό σε κάποια κλινική, ως τα βαθιά της γεράματα. Κι έπειτα είχε μόνο μια ευχή: Εύχομαι να κάνεις κι εσύ παιδιά μια μέρα, για να σ’ αγαπήσουν όπως μ’ αγάπησες εσύ και να τα αγαπήσεις όσο σ’ αγάπησα εγώ. Και τίποτ’ άλλο.
Κι αφού το διάβασα και το εμπέδωσα – και η μητρική αυτή επιταγή ακόμα με ακολουθεί, επίμονη σαν αόρατη αγκαλιά που δεν σ’ αφήνει – έκανα αυτό που ήμουν σίγουρος ότι θα ήθελε να κάνω κι εκείνη. Ξανάβαλα το σημείωμα στο χαρτόκουτο και το πέταξα στα σκουπίδια.
Κι εγώ; Τι θα ’θελα ν’ απογίνω εγώ όταν και άμα (προσέξτε τον υποθετικό σύνδεσμο) πεθάνω; Η απάντησή μου; Είμαι τρομερά διχασμένος.
Η ταφή δεν μ’ αρέσει καθόλου. Αλλά ούτε και το κάψιμο μου πολυαρέσει. Η φωνή της λογικής βέβαια λέει ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία το πώς θα ξεφορτωθούν το (ελπίζω υπεραιωνόβιο) σαρκίο μου, μα μήπως πότε την άκουγα τη φωνή της λογικής για να την ακούσω και τώρα;
Και με το χέρι στην καρδιά, η εκδοχή που με δελεάζει περισσότερο από κάθε άλλη είναι η ταρίχευση. Όχι όμως μούμια και ταφή σε πυραμίδα, διότι άμα είναι να σε βαλσαμώσουν το θέμα είναι να φαίνεσαι, σωστά; Και να χρησιμεύεις και σε κάτι, για να μην εμπέσεις στο ρητό του Ηράκλειτου του σεκλετισμένου και καταλήξεις να κοπρίζεις παντζαροχώραφο.
Οπότε θα μπορούσαν ενδεχομένως να με ταριχεύσουν όρθιο, με τα χέρια και τα δάχτυλα ανοιχτά, εν είδει καλόγερου, για να κρεμάν οι απόγονοί μου τα παλτά και τις τσάντες τους. Ή καθιστό, με τα γόνατα λυγισμένα και τα χέρια σε κύκλο, ως εξωτική ομπρελοθήκη. (Φαντάζομαι και διάλογο: «Ρίχνει με το τουλούμι έξω!» «Ε, πάρε μια ομπρέλα απ’ τον παππού.»)
Και φυσικά, επειδής κι εμένα φιλόσοφο δεν με λες, αλλά αμπελοφιλόσοφος είμαι και με τη βούλα, θα ’θελα το ταριχευμένο μου σώμα να ’χει και μια πλακέτα με κάποια βαθυστόχαστη επιγραφή. Όπως:
Απ’ τη ζωή στο θάνατο είν’ ένα μονοπάτι,
Κι από το ‘κώλος’ στο ‘Κορτώ’, δυο σύμφωνα και κάτι.
*Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ είναι "Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά" (εκδόσεις Καστανιώτη)