Τι ωραία όταν ο φίλος ο δυσεύρετος, που αγαπάς και εκτιμάς -κυρίως- επαινεί, επιδοκιμάζει την εργασία σου.
Τι χρήσιμο όταν ο ίδιος ο φίλος με τις ειλικρινείς παρατηρήσεις και τις συμβουλές του σε αποτρέπει, σε προφυλάσσει από λάθη, πάθη και κακοτοπιές.
Και πόσο χρησιμότερος όταν δεν σου χαρίζεται ούτε στιγμή, όταν όλοι οι άλλοι δίπλα σου, σε κολακεύουν, σε χειροκροτούν.
Και όταν εσύ καμαρώνεις και επαίρεσαι για την αστοχία σου -που δεν τη βλέπεις- αυτός και μόνο αυτός, βρίσκει το θάρρος, τα λόγια τα σωστά, τα αρμυρά, τα συνετά για να σε επαναφέρει.
Και τι δυστυχία ο άλλος ο φίλος ο πολυπληθής, που ενώ συζητά μαζί σου και συμφωνεί και υπερηρωδίζει και επαυξάνει για τις ανοησίες, τις αντιγραφές, τα δήθεν, τα σκουπίδια που ζήσατε το βράδυ, βγαίνει -πριν καλά καλά κρυώσει το σεντόνι του- και γράφει, ψάλλει το διθύραμβο.
Και ακόμα περισσότερο, ενώ ενθουσιάζεστε πραγματικά και χαίρεστε με κάτι νέο ή παλιό που παρακολουθήσατε, διαβάσατε, ακούσατε, χειροκροτήσατε, επευφημήσατε, ήπιατε ένα ποτήρι στην υγειά του, αυτός ο άλλος, ο φίλος ο πολυπληθής, νάτος πρωί- πρωί στο μπαλκονάκι του, ανάποδος και σκάρτος.
Δικαίωμά του θα μου πεις, ποιος είσαι εσύ ο Κάτωνας ο τιμητής;
Όχι. Ναι.
Επειδή όμως με αυτά και με εκείνα, πάει και ο έπαινος, πάει και η παρατήρηση, η μομφή και ο ψόγος, χάσαν την αξία, την τιμή τους, το κύρος τους, μας άφησαν χρόνους, παρατηρώ τώρα τελευταία όλους μας που τρέχουμε στους τάφους τους και στήνουμε τις νέες πυραμίδες, λουλουδάκια, λόγια και τραγούδια ένα σωρό και πράγματι πόσο μεγάλο το ταλέντο μας αυτό.
Ας το παραδεχτώ πριν πέσω για ύπνο και όταν ξυπνήσω λέω άλλα των…άλλων και εγώ.