Όταν γνωριστήκαμε με το λατρεμένο Κουτάβι το σωτήριον (στην κυριολεξία) έτος 2004, βρισκόμασταν και οι δύο σ’ εκείνη την ευλογημένη ηλικία μεταξύ 20 και 25 (τύποις, εγώ τα 25 τα ’χα μόλις κλείσει, αλλά είχα ένα δέρμα σαν τον κώλο του μωρού – μόνο το ταλκ του ’λειπε – οπότε περνιόμουν για μικρότερος) όπου, ακόμη κι αν κάθε μέρα τρως την Άρτα, τα Γιάννενα και το λιμάνι της Ηγουμενίτσας μαζί με τα παπόρια προς Ανκόνα, δεν βάζεις γραμμάριο, καθ’ όσον έχεις ένα μεταβολισμό σαν κινέζικη φάμπρικα, που εισέρχεται το ξύγκι απ’ τη μία κι απ’ την άλλη κλάνεις γκάτζετ. Επιπλέον, ήμασταν και οι δύο εξαιρετικά κοιλιόδουλοι, γεγονός το οποίο απεκαλύφθη ήδη από τη νύχτα του υμεναίου όταν, αφού παίξαμε το τέρας με τα τέσσερα πόδια κολλητά, μετά, αντί να διαβάσουμε τον οδηγόν μας διά τας μητέρας, πήγαμε ως μητέρες λεχώνες πιλάλα σε γειτονικό τυροπιτάδικο και σκίσαμε κρουασάν και πιροσκί και δεν συμμαζεύεται. Και βεβαίως ο έρως, όπως κάθε τι που φέρνει ευφορία, ανοίγει την όρεξη – ιδίως άμα μιλάμε για όρεξη που κλείνει με συχνότητα ποδιών νυμφομανούς (ήγουν, ποτές). Έτσι, οι πρώτες εβδομάδες της γνωριμίας μας, μεταξύ των ποικίλων ηδονών και εμμονών που μας έφερναν ακόμα πιο κοντά (όπως τα ψώνια, η βιβλιομανία και το πάθος με τις αμερικάνικες σειρές) σημαδεύτηκαν από μιαν ακατάσχετη αδηφαγία, που μου ’ρχεται φούσκωσις και μόνο που την αναπολώ.
Χώρια που μερικά πράματα, όσο και να μην πιστεύεις σε κάρμα και ντάρμα και στου μπαρμπα-Μπεν τη φάρμα, είναι σημαδιακά. Όπως το επεισόδιο ‘ντελίβερι του πάθους (και του πάχους)’ που έλαβε χώρα στην πρώτη μας ερωτική φωλιά – μια γκαρσονιέρα διαστάσεων μασχάλης, που είχε μόνον ένα στρώμα στο πάτωμα, κι όπου επικρατούσε ακαταστασία που συναγωνιζόταν πόλη χτυπημένη από τυφώνα. Το μεγάλο της μειονέκτημα, ωστόσο, ήταν ότι ο σπιτονοικοκύρης έμενε στο πάνω πάτωμα, και είχε την ελεεινή συνήθεια, εξόν απ’ το να κλειδώνει την εξώπορτα, που ερχόταν φίλος ή πιτσαράς κι έτρεχες να του ξεκλειδώσεις σαν τη Μαργαρίτα-Μαργαρώ, να περιφέρεται σαν το κακό στοιχειό στο κλιμακοστάσιο, στήνοντας ενέδρες στους εκάστοτε επισκέπτες κι ανακρίνοντάς τους, ή απλώς επιβλέποντας το βιος του με τέτοιο άγχος, θαρρείς και θα μπουκάρανε κλέφτες να ξηλώσουν τα μάρμαρα, το ασανσέρ και τον φωταγωγό.
Ως εκ τούτου, επειδή η εξώπορτα είχε πάχος Κέιτ Μος κι ακουγόταν στις σκάλες μέχρι και το ξεχνούδιασμα του αφαλού, όταν με το Κουτάβι τρυγούσαμε της ηδονής τον τρύγο (να δω πόσες ακόμη ποιητίζουσες παρομοιώσεις θα βρω για το πήδημα), φροντίζαμε να τηρούμε σιγήν εκκλησιάσματος, διότι ο σκατοπερίεργος σπιτονοικοκύρης ήταν ήδη καχύποπτος (όχι περί πουστριλίκι – μην τυχόν και υπενοικιάζω τα δύο απ’ τα τέσσερα τετραγωνικά της τρούπας του στο Κουτάβι και είχε διαφυγόντα κέρδη 50 καπίκια το τέρμινο) και ήταν πολύ πιθανόν να την είχε στήσει στις σκάλες του δεύτερου και να σημείωνε τα σκορ.
Μέχρι που μιαν ευλογημένη Κυριακή αποφάσισε να βγει με την μεσόκοπη γυναίκα του να πάνε στο Πέραμα για μαρίδα (μία, στη μέση) οπότε κι εμείς χαράς ευαγγέλια, λέμε επιτέλους βρε τζάνουμ θα διασταυρώσουμε κι εμείς μια φορά τα ξίφη μας ως άνθρωποι, φωνασκώντας και αλυχτώντας κατά βούλησιν. Και για να επιστρέψω στο αρχικό μου θέμα, ως κοιλιόδουλοι, προτού επιδοθούμε σε αίσχη είχαμε συμφωνήσει ότι στα καπάκια θα παραγγέλναμε πίτσες και θα βλέπαμε CSI μέχρι τελικής πτώσης. Αρχινά λοιπόν που λέτε το πατιρντί, σκούζω εγώ, σκούζει το Κουτάβι, σκούζει κι ο σομιές από κάτου και το παμπάλαιο πάτωμα από πιο κάτου, ε, και πάνω που πλησιάζουμε το τελικό κρεσέντο, το οποίο ήδη συνόδευαν κοσμητικά επίθετα με στεντόρεια εκφορά, ακούμε ξαφνικά βήματα στα σκαλιά, έπειτα ένα φσσς, και γυρνώντας βλέπουμε απ’ τη χαραμάδα της πόρτας να γλιστρά ο κατάλογος ενός καινούριου, τω καιρώ εκείνω, ντελίβερι. Άντε μετά να μην κολλήσεις – όπως και κολλήσαμε κι επί έξι μήνες σερί, κάθε βράδυ το σκίζαμε το φλογερό, σημαδιακό ντελίβερι, παραγγέλνοντας και καταβροχθίζοντας τα σύμπαντα και κατόπιν ξαπλάροντας (η λεγόμενη δίαιτα των παλαιστών του σούμο) για να απολαύσουμε το εκάστοτε τηλεοπτικό κόλλημα (τότε θαρρώ βλέπαμε το 24, που είναι ωραίον πράμα, αλλά για να το φχαριστηθείς αξίζει να ’σαι χαμένο κορμί όπως ήμασταν τότε και να δεις σερί τον κάθε κύκλο σε μια-δυο μέρες. Βλέπετε, παντού λαιμαργία…)
Τα επόμενα δύο έτη του κοινού μας βίου πέρασαν μέσα σε συνθήκες μεγάλης τρυφηλότητας, επιστέγασμα της οποίας αποτελούσε, κάθε μα κάθε βράδυ, ένα όργιο αντίστοιχο του Le Grande Bouffe. Κι επειδής το ντελίβερι των απαλών χαϊδεμάτων το ’χαμε στο μεταξύ τερματίσει δυο-τρεις φορές, και από ευτυχή συγκυρία είχαμε βρεθεί με κάτι λεφτά περίσσια, με το που νύχτωνε, βγαίναμε για κανα-δυο-τρία ποτάκια, να ’ρθει η στομάχα και να γκαρίξει: ‘Ρίξε πράμα, αφεντικό!’ και εν συνεχεία πηγαίναμε σε κάποιο απ’ τα αγαπημένα μας εστιατόρια – όπως η Αλεξάνδρεια, το Hungrybar και το ρεστωράν της Αθηναΐδας – και ζητούσαμε να μας φέρουν το μενού, αλλά όχι το χάρτινο που το διαβάζεις: ολόκληρο, για δύο, με γλυκό και κρασά εννοείται.
Παράλληλα δε με τα εν Αθήναις ξεκοιλιάσματα, είχαμε αρχίσει τις τσάρκες εις την αλλοδαπή, αναπόσπαστο κομμάτι των οποίων – εξόν από μουσεία και βόλτες και πιώματα και ξετίναγμα πιστωτικών – ήταν και το καθημερινό σαβούρωμα. Στο Παρίσι, λόγου χάρη, μυηθήκαμε αντάμα σε διάφορα γαστριμαργικά θαύματα, όπως η παριζιάνικη κρέπα (λεπτή κι αραχνοΰφαντη, μ’ ένα αυγό που σπάει ο κρεπάς εκείνη την ώρα κι έρχεται και γίνεται το ένα του με το μισό τόνο τριμμένο τυρί και τα ζαμπόνια) και η απλή, ταπεινή boulangerie της γειτονιάς, που δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά την πιάνει πρώτα το ρουθούνι σου, και μετά η χερούκλα σου, καθ’ όσον έχει μέσα κάτι φλαν και κάτι κις λορέν και τάρτες και κρουασάνια κι εκλαίρια και της Παναΐας τα μάτια, που μπαίνεις ντεμέκ για ένα σαντουϊτσάκι επειδή παγαίνες να δεις τον Πύργο του Άιφελ και σ’ έκοψε μια μίνι λόρδα, και σηκώνεις όλο το φούρνο μαζί με τον γιο του φούρναρη και πας μετά και την πέφτεις στο Πεδίον του Άρεως και τρως τον αγλέουρα και μετά τον βλέπεις από κάτω τον πύργο κι όπως έχει βαρέσει καμπανάκι του τερματικού σταθμού το ψωμοσάκουλο λες, που ν’ ανεβαίνω τώρα, κι από κάτω κούκλος είναι, θα πω ότι ανέβηκα κι άμα με ρωτήσουν πώς ήτανε θα τους πω ψηλός και σιδερένιος και πολύ σκάλα ωρ’ αδερφάκι μου, και όπως πηγαίνεις κάνε μια στάση και τσίμπα καμια-δυο μπαγκέτες με απ’ όλα και θα με θυμηθείς. (Χώρια που την πρώτη φορά μέναμε ακριβώς επάνω από ’να τέτοιο φούρνο της γειτονίτσας, ο οποίος ό,τι του ’βγαινε στραβοχυμένο το πουλούσε μισή τιμή, κι εμείς κάθε πρωί τη στήναμε και ματιάζαμε τη φουρνάρισσα να μην της βγει ίσιο μήτε το φρύδι, για να κάνουμε ντου μετά και να αρπάξουμε τα εκλαίρ τα στραβοψωλιασμένα.)
Αντίστοιχες μασαμπούκες πέφτανε και στο Βερολίνο – έτερος αγαπημένος προορισμός μας – όπου ανακαλύψαμε ομού τι πα’ να πει παραδοσιακή γερμανική ταβέρνα, που σου φέρνουνε κάτι κοψίδια και κάτι πατάτες με λαρδί και κάτι λουκανίκες να τις δει αρχαίος σάτυρος και να πάθει κόμπλεξ, κι όπου ακόμα και το φασολάκι που το παραγγέλνεις για ξεκάρφωμα στο ’χουνε τσιγαρίσει με Speck, που λες στη σερβιτόρα τη ροδομάγουλη, μανίτσα μου, άμα το μαγερεύεις έτσι το ρημαδοφάσουλο, γίνομαι και χορτοφάγος που λέει ο λόγος, βάρδα μόνο μη μου φέρεις καμιά μελιτζάνα τηγανητή σε λίπος αρκούδας του Μέλανα Δρυμού και πάω αδιάβαστος. Ή, πάλι στο Βερολίνο, στην συνοικία των τοιούτων – απ’ όπου περνούσε η μάνα με το καρότσι ή το πεντάχρονο σπλάχνο της, και, ως πολιτισμένος άνθρωπος, δεν της καιγότανε καρφάκι που δίπλα στο παιδί της είχε βιτρίνα σεξομάγαζου με ντίλντο-βούνευρα, ούτε ότι παραδίπλα δυο μουστακαλήδες ανταλλάσσαν αμυγδαλές – υπήρχε φοβερό μπιστρό με πρωϊνά της κολάσεως, που πηγαίναν και κάτι θεριά γυμνασμένα που έχουν γραμμωμένο μέχρι το λοβό του αυτιού να μπορεί να σηκώνει 25 κιλά στην μπάρα, και παραγγέλνανε κάτι ωμοφαγικές φρίκες με φύτρες και βολβούς και πράγματα που κάνουνε κρατς-κρουτς αλλά όχι ωραία σαν το κροκάν, κι εμείς από δίπλα παίρναμε κάτι πιατέλες σαν αυτή που ζήτησε η Σαλώμη σερβίτσιο για την κεφάλα του Ιωάννη του Βαπτιστή, τίγκα στο μπέικο και το τερί (το τυρί στην σπιτική μας ιδιόλεκτο), και τα σκίζαμε, και τρεις ώρες μετά, ένεκα ο ευλογημένος προαναφερθείς μεταβολισμός, ξαναπεινάγαμε τα κτήνη, και πηγαίναμε ένα τετράγωνο πιο κει που ’χε το περίφημο San Marco, ένα ιταλικό πάμφθηνο και υπέροχο, όπου μας είχαν μάθει και κάθονταν και μας έκαναν χάζι που ρίχναμε λες και μας είχαν ατάιστους μια βδομάδα ενώ ακόμα χωνεύαμε το μπραντς (που επίσης είχαμε μόλις ανακαλύψει, και το οποίο, άμα ο μπουφές είναι μεγάλος όπως οι βερολινέζικοι, με εκατό λογιών αρμυρά – μέχρι πατέ ελαφιού, αν έχεις το Θεό σου! – κι άλλα τόσα γλυκά, είναι ό,τι κοντινότερο στον Παράδεισο μπορώ να φανταστώ).
Μόνο που ο πανδαμάτωρ χρόνος, μαζί μ’ όλα τ’ άλλα, δαμάζει το εσωτερικό μοτεράκι που σε κρατά λυγερόκορμο. Κι εκεί κατά τα τέλη του 2006, όταν πλέον ήμασταν και οι δύο εργαζόμενοι (το δε Κουτάβι σκληρά – μιλάμε για κασμά 13 και 14 ωρών καθ’ εκάστην) οπότε δεν ξημερωνόμασταν κάθε βράδυ στα ορθάδικα μετά το φαΐ αλλά πέφταμε στον καναπέ του καινούριου μας σπιτιού και βαριανασαίναμε ώσπου να κατέβει το ακατέβατο, αρχίσαμε με τρόμο να διαπιστώνουμε ότι τα μπάνικα τζινάκια του 2004 είχαν γίνει κολάν (του Νέσσου όμως, που το φοράς από λύσσα να πεις ότι σου μπαίνει, και μετά θες εγχείριση για να το βγάλεις) κι ότι τα τι-σερτ με τα οποία τριγυρνούσαμε ήταν πλέον μόνον για το σπίτι, διότι άφηναν να διαγράφεται όχι μόνο η μπάκα, αλλά μέχρι ο ψυχισμός σου. Η περίοδος χάριτος είχε τελειώσει: πλέον τα κιλά μπαίναν δυο-δυο και πέντε-πέντε σαν τα φαντάρια στο μπουρδέλο, και για να τα χάσουμε έπρεπε να πέσει πείνα μαύρη κι άραχλη.
Εγώ δε, έχοντας πρόσφατη την εποχή όταν δεν έμοιαζα τόσο με άνδρα όσο με την Άνδρο, άρχισα να φρικάρω: διότι το πάχος είναι πιο ύπουλο κι απ’ τη συγκίνηση, κι εκεί που συμβιβάζεσαι απλά με την ιδέα ότι δεν φοράς πλέον medium αλλά large, περνάνε δυο-τρεις μήνες κι αρχίζει να σε σφίγγει και το large. Κι όταν αυτό συνοδεύεται από μιαν εκστατική συντροφικότητα, όπου είσαι τόσο σκασμένος από αγάπη και χαρά που λατρεύοντας την κοιλίτσα του άλλου ανέχεσαι και τη δική σου, τα πράγματα είναι ακόμα πιο επικίνδυνα για την σιλουέτα. Και είναι και τα ντελιβεράδικα που δεν σ’ αφήνουνε ν’ αγιάσεις! Διότι τω καιρώ εκείνω, γύρω στις αρχές του 2007, είχαμε πέσει σε αλυσίδα πίτσας με τεράστιο μενού και διαρκείς προσφορές, και την είχαμε ταράξει. Για να φανταστείτε, επειδή η εν λόγω πιτσαρία έδινε δώρο πιάτα και ποτήρια ‘με την υπογραφή γνωστού ζωγράφου’, είχαμε μαζέψει πιάτο και κακό που ήταν σχεδόν κρίμα που δεν τσακωνόμασταν ποτέ, να σπάμε να ξεδίνουμε, όπου όχι μόνο είχαμε μοιράσει σε κάθε φίλο και γνωστό μας από μια προίκα, αλλά κάθε φορά που παράγγελνα έφτυνα αίμα να πείσω την κοπέλα ότι βρε χρυσή μου, δεν θέλω άλλα πιάτα, όχι, ούτε βαθιά, έχω βαθιά τετρακόσια δώδεκα, ούτε άλλα ποτήρια θέλω, άμα στήσω αυτά που έχω το ’να πάνω στ’ άλλο φτάνουν ιονόσφαιρα τα ρημαδοπότηρα, μόνο που προφανώς η πιτσαρία είχε κάνει κάποιο ντιλ με φάμπρικα που ’θελε να ξεφορτωθεί πράμα και παρά τις τηλεφωνικές ικεσίες, έσκαγε ο πιτσαράς με το πιάτο το ρηχό και μου ’ρχόταν να τσιρίξω απ’ την απελπισία, ο άγνωστος συγγραφέας.
Και καθώς ο έρωτάς μας παρέμενε τρελός και παθιασμένος και είχαμε κι εγώ και το Κουτάβι το βίτσιο μετά τον οργασμό να θέλουμε την αγελάδα μαζί με το δαμάλι της, είχαμε φτάσει σε ζηλευτά ύψη επικούρειου πανηδονισμού, όπου, ξέροντας ότι το τάδε ή δείνα ντελίβερι κάνει 20 ή 40 λεπτά να φέρει το φαγί, όταν ήταν καθημερινή και ήμασταν κουρασμένοι και δεν είχαμε αντοχές για περιπτύξεις α-λα Μπερτολούτσι, κάναμε το εξής: παραγγέλναμε, τρέχαμε στην κρεβατοκάμαρα για ένα presto ma non troppo, και πάνω που σωριαζόμασταν στο ιδρωμένο σεντόνι, ξέπνοοι και με τα πρώτα μουγκρητά πείνας να ηχούν στο σκοτάδι, βάραγε το θυροτηλέφωνο κι έτρεχε ο ένας με το βρακί ν’ ανοίξει κι ο άλλος να περάσει επεισόδια και υποτίτλους στο φλασάκι (θέλω να πω, να βάλει το DVD της ορίτζιναλ κασετίνας στη ντιβιντιέρα). Προσθέστε δε σ’ αυτή την καθημερινότητα σταδιακού αφρατέματος το γεγονός ότι, αφενός τις γιορτές και τα Σαββατοκύριακα ετοιμάζαμε και καταβροχθίζαμε μενού για δέκα άτομα, κι ότι στα ταξίδια μας (από Κρήτη και Λονδίνο μέχρι Δημητσάνα και Στοκχόλμη) εξακολουθούσαμε να ξετρυπώνουμε κάθε λογής νέους τρόπους πάχυνσης: εδέσματα (στάκα, scones, stake & ale pie, cannoli κι ένα σωρό άλλες θερμιδοφόρες καύλες), μαγαζά (όπως ο όροφος των τροφίμων στο Galleries Lafayette, που ’φκιαναν κάτι ονειρεμένα κροκ μεσιέ κι όπου φαντασιώναμε ότι μας κλειδώνανε το βράδυ και το πρωί μας βρίσκαν νεκρούς κι ευτυχισμένους) και προϊόντα θαυματουργά και τρισκατάρατα, όπως οι ινδικές σάλτες Sharwoods, που ετοιμάζεις σε μια ωρίτσα ένα κοτόπουλο tikka masala που θα κόλαζε και τον Γκάντι και θα ’σπαγε την απεργία πείνας και θα το ’χες βάρος στη συνείδησή σου.
Μόνο που με τούτα και με κείνα είχαμε πλέον περάσει στα extra large, ο καθρέφτης είχε αρχίσει να δείχνει προγούλια, και στις φωτογραφίες βγαίναμε διπλοί. Το μέλλον διαγραφόταν ζοφερό και παχύδερμο αν δεν παίρναμε δραστικά μέτρα. Οπότε και ξεκίνησε η τριετής περίπου περίοδος που θα περιέγραφα ως ‘το ψυχωσικό γιο-γιο, ή πώς μπορείς να γίνεις τεράστιος κάνοντας διαρκώς δίαιτα.’
Όπου το παίρναμε απόφαση και λέγαμε, «Τέρμα, από Δευτέρα το ράβουμε και το τσιμεντώνουμε μπας και ξαναγίνουμε άνθρωποι,» κι αρχίζαμε τους τόνους σε νερό και τα μπρόκολα και τα καλαμάκια κοτόπουλο τα σκέτα και τη σάλατα της βοσκής την άχαρη. Το μόνο που μας έδινε κουράγιο για να μην αποτρελαθούμε, ήταν το γεγονός ότι τα πρώτα δυο-τρία κιλά χάνονταν με σχετική ευκολία, αν και η πικρή αλήθεια είναι ότι ορισμένα βράδια μας έπιανε απόγνωση (χώρια που ’ναι κάποιες σειρές, όπως οι αριστουργηματικοί Sopranos, όπου κολάζεσαι θες δε θες, γιατί έχεις τον πούστη τον Γκαντολφίνι να φαρμακώνει επί 50 λεπτά ό,τι βρει μπροστά του κι όπως είσαι με το κοτόπουλο στήθος στη σχάρα και την αγγουροντομάτα που στο τέταρτο έχεις ξαναπεινάσει, σου ’ρχεται να πας να πιπιλήσεις την οθόνη, κι όχι τίποτα άλλο αλλά είναι και μήνους τρεις αξεσκόνιστη η ρημάδα).
Και στο μήνα απάνω, άντε στο δίμηνο, ερχόταν η στιγμή που κοιτιόμασταν στα μάτια και λέγαμε: «Αύριο, cheat day,» τουτ’ έστιν ξεσκιζόμαστε στο φαΐ να συνέλθουμε κι από μεθαύριο ξανά-μανά νηστεία, προσευχή και κατάνυξη. Μόνο που επειδή ο λίξουρος ο άνθρωπος δεν θέλει πολύ να εκτροχιαστεί, πώς τύχαινε πάντα βρε παιδί μου και η cheat day έπεφτε Παρασκευή, και μετά Σαββατοκύριακο δεν σου πήγαινε η καρδιά να λιμάξεις τώρα που τελειώνει κι ο δεύτερος κύκλος των Desperate Housewives (άλλη ορεξιογόνος σειρά, που ’χεις την Μπρι Βαν ντε Καμπ να μαγειρεύει κάθε μέρα τον Άδη με τα λείψανα), οπότε λες ας σκάσωμεν και το Σουκού και συμμορφωνόμαστε από βδομάδα, αλλά μετά σου κάθεται μια ζόρικη Δευτέρα που ’σαι ολημερίς πίπα-κώλο εμπλοκή, ε και το βράδυ πια δεν το σηκώνει ο οργανισμός το καταραμένο το άπαχο, οπότε ξανακοιτιόμασταν με το Κουτάβι κι αφού ορκιζόμασταν στα κόκκαλα των οχτρών μας ότι θα κάναμε μια cheat week για να χορτάσουμε καλά-καλά και μετά μαρούλι κι άγιος ο Θεός, πλακωνόμασταν όλη τη βδομάδα κι όχι μόνο ξαναβάζαμε τα κιλά που ’χαμε χάσει, αλλά παίρναμε και κανά-δυο ακόμα απ’ τη λύσσα μας.
Βάλτε τώρα με το νου σας τι πρόκειται να συμβεί όταν αυτή η ηλιθιότης επαναλαμβάνεται τρεις-τέσσερις φορές το χρόνο: απ’ το 2007 ως το 2011 όχι μόνο δεν αδυνατίζαμε ποτές, αλλά παχαίναμε με σταθερούς ρυθμούς.
Και ξαφνικά, καθώς είχε βαρέσει και η κρίση και το φαΐ είχε αρχίσει να γίνεται είδος πολυτελείας, και ψώνιζα από οχτώ διαφορετικά σούπερ μάρκετ για να βγαίνει ο κερατάς ο μήνας, θυμήθηκα τη συχωρεμένη τη μάνα μου, που ’χε κι αυτή θέμα μεγάλο κι ανίατο με τη λαιμαργία και τα περιττά κιλά, κι ότι τη δεκαετία του ’80 κατάφερνε να τιθασεύει το πάθος της για μάσα έχοντας για ευαγγέλιο τον θερμιδομετρητή της Lala Cook. Όπου, μιας κι εκείνη αποστρεφόταν τα διαιτητικά φαγιά, τα ’βαζε κάτω κάθε πρωί κι έλεγε, ‘Για να αδυνατίζω, έστω και γιαβάς-γιαβάς, θέλω τόσες θερμίδες την ημέρα, οπότε τρώω το μπιφτεκάκι μου, τρώω κι ένα πιατάκι μικρό μακαρόνια σκέτα το βράδυ και μετά μια τσικουλάτα Σεράνο της ΙΟΝ που δεν ζω χωρίς αυτήν, και είμαι κιουρία.’ Και πράγματι, προσέχοντας την ποσότητα και μόνο, τα κατάφερνε να αδυνατίζει πολύ πιο αποτελεσματικά από διάφορες μονοφαγικές δίαιτες ή την φοβερή και τρομερή δίαιτα Άτκινς, που καθ’ όσον ήταν γλυκατζού την έστελνε αδιάβαστη και την έκανε πιο επιθετική κι από κοκαϊνομανή ράπερ.
Πέρσι λοιπόν, τέτοιον καιρό, λέω στο Κουτάβι, ‘Βρε γιαβρί μου, μήπως να το δοκιμάζαμε κι εμείς;’ Χωρίς καν βιβλίο και λίστες. Απλώς, εκεί που ρίχναμε τρία σουβλάκια κάθε βράδυ και δυο πατάτες και μια σοκολάτα για βούλωμα, κάναμε τα σουβλάκια δύο στην αρχή, τις δύο πατάτες μία, και είπαμε ότι γλυκό μόνον άπαξ εβδομαδιαίως, (κατά προτίμηση τα Σαββατοκύριακα, που ’ναι και τα πιο ζόρικα). Ή, για πρώτη φορά, ακόμα κι όταν είχαμε μαγειρέψει ένα ταψί φαΐ βαρύ κι ασήκωτο, σταματούσαμε μόλις νιώθαμε χορτάτοι και ύστερα παρηγοριόμασταν με λιόσπορο, που ’ναι ό,τι πρέπει για σίριαλ, χώρια που ’ναι πιο θρεπτικός κι από μανόγαλο, και σου κάνει κι ένα πάτωμα όνειρο, σαν γήπεδο, που στο τριήμερο απάνω λες, μήπως ν’ αρχίσω να σβήνω και τα τσιγάρα χάμου αντί να τρέχω στην κουζίνα ν’ αδειάζω τα τασάκια απ’ τη γόπα και το τσόφλι; Και μέσα σ’ ένα χρόνο, ως εκ θαύματος – διότι στον χρόνο αυτό εξακολουθήσαμε να τρώμε ό,τι μας καύλωνε, από λαζάνια με τρία κιλά τυριά και σαλάμι μέχρι red velvet cupcakes και key lime pie του Κουταβιού (που τυγχάνει δεινός ζαχαροπλάστης) – χάσαμε πάνω από 15 κιλά έκαστος, δίχως να στερηθούμε το παραμικρό.
Κι ενώ κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον, αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι οι ακρότητες του παρελθόντος υπήρξαν καταστροφικές και τυραννούν πολύ κόσμο που παραδέρνει σε φαύλους κύκλους δίαιτας και υπερφαγίας. Μέτρο, εν χοιρινώ αδελφοί. Νηφαλιότης και σύνεση.
Όχι τίποτ’ άλλο, μα στον άτιμο ντουνιά που ζούμε, όπου το πάχος διώκεται και δαιμονοποιείται ανηλεώς, ακόμα κι όταν ο έρωτας για το ταίρι παραμένει άσβεστος, παχαίνοντας κινδυνεύεις να χάσεις την στοιχειώδη, ανθρώπινη αυταρέσκεια ή να βουλιάξεις σε τέλμα αυτομομφής. Κι ομολογώ, όσο ρηχό κι αν ακούγεται (διότι το πολύ το βάθος πια δεν το μπορώ – ζούμε δύσκολους καιρούς, κι έχω ανάγκη, όπως όλοι μας, από ελαφρότητα, κι από μικρές, επιπόλαιες χαρές), ότι ξαναμπαίνοντας σε ρουχαλάκια πενταετίας, δικά μου και του Κουταβιού (καθώς μία απ’ τις πολλές τέρψεις της αρσενοκοιτίας είναι ότι μοιράζεσαι και την γκαρνταρόμπα), νιώθω φευγαλέα να ξανανιώνω, να γυρίζω σε πιο ανέμελες εποχές, πυκνότερης κόμης και ηπιότερου οικονομικού άγχους. Κι όλα αυτά διότι, μετά από δεκαετίες στο γιο-γιο του τρόμου, έμαθα το πολύ απλό κι εξαιρετικά πολύτιμο: ότι άμα υπάρχει αγάπη με φόδρα, του συντρόφου που σε περιβάλλει και του εαυτού που σε κουβαλάει και τον κουβαλάς, μπορείς να τιθασεύσεις ακόμα και την πιο λυσσώδη λαιμαργία, και να μάθεις να βάζεις κάτω το πιρούνι την κατάλληλη στιγμή, ώστε να συνεχίσεις σαν άνθρωπος να τρως τα κιουνεφέ καταΐφια σου και να μην ξεπέσεις στην τραγωδία του ατμομάγειρα και της στέρησης.
Και τώρα πάω να καθαρίσω πατάτα προδοτική και ιμπεριαλιστική, διότι απόψε το Κουτάβι θα φκιάσει φριτάτα σπέσιαλ, με γραβιέρα Τήνου, βοήθειά μας. Κι άμα είμαστε καλά παιδιά, θα περισσέψει και για αύριο…