Η φύση αγαπά την ισορροπία. Όταν χαρίζει σ’ ένα πλάσμα πλουσιοπάροχα τα ελέη της, φροντίζει ν’ αντισταθμίζει τα ταλέντα του με αντίστοιχου μεγέθους αδυναμίες. Έτσι κι εγώ – μπορεί ως παιδάκι να τα 'παιρνα τα γράμματα (μεγαλώνοντας θα τα πήγαινα κιόλας, μα τότε ακόμη ήμουν αθώος), να 'χα μουσικό αυτί και ευχέρεια στις ξένες γλώσσες, αλλά οτιδήποτε άπτεται της τεχνολογίας μου φαινόταν πέρα για πέρα ακατανόητο.
Λόγου χάρη, το αεροπλάνο. Διότι ο μπαμπάκας μου, εκτός από οδοντίατρος, ήταν και πιλότος ελαφρών αεροσκαφών, και με τα Cessna της Αερολέσχης Θεσσαλονίκης είχαμε αλωνίσει Ελλάδα και Ευρώπη. Κι όπως ήταν φυσικό, ο δόλιος πατέρας προσπαθούσε, κάθε φορά, να εξηγήσει στο βλαστάρι του το φαινόμενο της πτήσης με απλά λογάκια, βασισμένα στους θεμελιώδεις νόμους της φυσικής. Οπότε κι εγώ γούρλωνα τα μάτια, παριστάνοντας ότι πιάνω πουλιά στον αέρα (άντε πάλι ο υφέρπων ερωτικός προσανατολισμός), ενώ στην πραγματικότητα ένα άκουγα και δέκα δεν καταλάβαινα. «Απλό δεν είναι;» ρωτούσε στο τέλος της νιοστής εξήγησης ο père Κορτώ, κι εγώ χαμογελούσα πλατιά, αν και μέσα μου πίστευα ακράδαντα ότι για να βρίσκεται κοτζάμου θεριό στον αέρα και να μην γκρεμοτσακίζεται σαν τη Σουλιώτισσα, προφανώς συντρέχει κάτι τις το υπερφυσικό – Θεία Πρόνοια; Ανωτάτη φακιρική; Οι πορδές του Νεφεληγερέτη; Πάντως αυτό το πράμα από μόνο του δεν πέταγε, δεν πα’ να’ λεγε ο Νεύτων κι ο κάθε κερατάς.
Κι έπειτα ήρθε το βίντεο, και η χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας. Όπου, μέχρι να μάθω ότι για να παίξει η κασέτα και να δω τον Τζέιμς Μποντ αντί για το ταψί-ουράνιο τόξο της ΕΡΤ έπρεπε να αλλάξω κανάλι και να πατήσω το play κι όχι όλα τα κουμπιά μαζί από πρεμούρα, αδαημοσύνη, απελπισία, κι εκνευρισμό, κατέστρεψα κάμποσες βιντεοκασέτες, που μασήθηκαν, γράφτηκαν από πάνω και κακοποιήθηκαν ποικιλοτρόπως, καθώς, όταν η κασέτα παραήταν τζαναμπέτικη και δεν έπαιζε με τίποτα, την έβγαζα και την ποδοπατούσα για να μάθει η καριόλα. Όσο δε για το να γράφω εκπομπές, ταινίες και τα ρέστα, ο ακούραστος πατέρας περνούσε ώρες γονατιστός μπροστά στο βίντεο (πάνω στο οποίο κοιμόταν και η σιαμέζα γάτα μας η Κακάμπα), πασχίζοντας να μου εξηγήσει ότι πρέπει να πατήσουμε δύο κουμπιά συγχρόνως, έτσι Πετράκη; αλλά η κασέτα πρέπει να’ χει την πλαστική την παρθενιά την τετράγωνη άθικτη ειδάλλως δε γράφεται τίποτις. Ε λοιπόν, ό,τι καταλάβαινε η Κακάμπα καταλάβαινα κι εγώ – και αν πεις ιδίως να προγραμματίσω κάτι να γραφτεί με βάση το ρολόι του βίντεο, χέσε ψηλά κι αγνάνετευε. Διότι, ανάμεσα στις πολλές αντισταθμιστικές αναπηρίες μου, μέχρι το γυμνάσιο σχεδόν είχα τεράστιο πρόβλημα με την ώρα, ιδίως όταν το γαμοβίντεο έγραφε 21:00 κι εγώ έπρεπε να κάτσω να μετρήσω τι στο διάολο σημαίνει αυτό το εικοσιένα εκτός απ’ την πίεση του παππού και το blackjack που χαρτοπαίζαν την Πρωτοχρονιά οι κουμαρτζήδες οι γονείς μου.
Και φτάνουμε στο σωτήριον έτος 1990, όταν εισήχθην στο Κολλέγιο, και βρέθηκα για πρώτη φορά περιτριγυρισμένος από την σπορά της Σαλονικιώτικης πλουτοκρατίας (ο Θεός να σε φυλάει) και τα φανταχτερά τους τζίτζιλα-μίτζιλα. Μέσα σ’ αυτά, καθώς το λεωφορείο μας ανέβαζε στο ειδυλλιακό, κατάφυτο σχολειό μας, ήταν και τα πρώτα CD που 'χα αντικρύσει στη ζωή μου. Βέβαια, επειδή με το πέρασμα των χρόνων είχα αντιληφθεί ότι εγώ και η τεχνολογία ήμασταν πιο ασύμβατοι κι απ’ ό,τι ο Πρίγκηπας Κάρολος με το σεξ απίλ, αποφάσισα να μη ρωτήσω ευθέως και καρφωθώ, αλλά να παρατηρώ τάχαμου αδιάφορα, μέχρι να καταλάβω τι σκατά ήταν αυτά τα σι-ντι. Το ότι είχαν σχέση με μουσική το ’χα ψυχανεμιστεί, καθ’ όσον είχαν εξώφυλλα από μπάντες και soundtracks, αλλά όσο και να τα μπάνιζα αδυνατούσα να φανταστώ πού το χώνεις αυτό το γυαλιστερό δισκάκι (που’ ταν ταμάμ για σουβέρ – αν ζούσε η μακαρίτισσα η γιαγιά μου η Ελένη θα τα αγόραζε με το καφάσι, γυαλισμένα με Silvo και με ασορτί σεμεδάκι με ασημιά μπορντούρα) για να παίξει μουσική. Κασέτα δεν ήταν σίγουρα, κι ούτε δίσκος πρέπει να’ τανε, γιατί παραήταν μικρό. Και τότε ξαφνικά μου έρχεται η επιφοίτηση! Γιατί ανάμεσα στα βινύλια της μαμάς, είχαμε και κάτι παλιά σαρανταπεντάρια του μπαμπά, τα οποία είχαν πάνω-κάτω το ίδιο μέγεθος. Ηλίου φαινότερο! Δισκάκια ήταν! Οπότε μαζεύω χαρτζιλίκι δυο βδομάδων, πηγαίνω σ’ ένα δισκάδικο στην Πρίγκηπος Νικολάου, κι αγοράζω το πρώτο μου CD – τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι – και γυρνάω σφαίρα στο σπίτι για να απολαύσω αυτό το νέο θαύμα της σύγχρονης τεχνολογίας. Ανάβω που λέτε το πικ-απ και τον ενισχυτή, βάζω το σιντί στο κέντρο, κατεβάζω και τη βελόνα – και ακούγονται όχι οι Τέσσερις Εποχές αλλά το Μια εποχή στην Κόλαση, που ’ρθε τρέχοντας η μάνα απ’ την κουζίνα όπου καθάριζε μύδια γιατί νόμισε ότι είχε μπουκάρει στο σπίτι μπαμπουΐνος σκαστός απ’ το τσίρκο Medrano και της κατασπάραζε το μοναχογιό. Πέρασε ένας χρόνος μέχρι να αποκτήσω CD Player, κι άλλος ένας μέχρι να μάθω ότι άμα το σιντάκι κολλήσει ή δεν παίζει, ανοίγουμε το πορτάκι (με το ειδικό κουμπί, κι όχι τραβώντας το με τα δάχτυλα όπως το σουρτάρι της μπιζουτιέρας) – και πάνω απ’ όλα δεν κοπανάμε το Kenwood σαν απείθαρχο μουλάρι γιατί ο μπαμπάκας θα μας αφαλοκόψει.
Περνάν ένα-δύο χρόνια, και η ανθρωπότης αποκτά καινούριο μαραφέτι – το κινητό τηλέφωνο. Κι ο μπαμπάς, καθ’ ότι γκατζετάκιας τρελός, σκάει κάπου τρακόσια χιλιάρικα κι αγοράζει ένα κινητό να με το συμπάθιο, που έτσι και το τύλιγες με χαρτί του Τερκενλή ο άλλος το’ βλεπε και νόμιζε ότι είχε μέσα τέσσερα τσουρέκια και του πέφτανε τα σάλια. Είχε και μια κεραία ίσαμε ένα βούνευρο, και όπως περπατούσαμε στην Τσιμισκή, ο πατέρας έπαιρνε φίλους, συγγενείς, γνωστούς και παντελώς αγνώστους και τους μιλούσε τόσο μεγαλόφωνα, που καθιστούσε το κινητό περιττό, διότι τον άκουγες μέχρι τα Λαγκαδίκια. Εγώ ψιλοντρεπόμουν, μα πιο πολύ ντρεπόμουν να ρωτήσω πώς λειτουργάει αυτό το πράμα. Σαν τα γουόκι-τόκι; Ναι, αλλά δεν έπρεπε ο άλλος να ’ναι κοντά; Μην ήταν ασύρματος; Ναι, αλλά δε θα’ πρεπε να’ χει κι ένα μαρκούτσι με βελόνα, για να ξέρεις με ποιο βομβαρδιστικό συνομιλείς; Κάθεται το λοιπόν ο πατέρας κι εξηγεί, για κύματα (όχι της θάλασσας, τ’ άλλα, που δε φαίνονται) και για πύργους (όχι του Κάφκα – ακόμα πιο ζόρικους), και μου το δίνει και μένα να τηλεφωνήσω στον παππού. Ο οποίος παππούς στο μεταξύ είχε ογδονταρίσει και είχε και καταρράκτη και βαρηκοΐα κι όλα τα καλά της τρίτης ηλικίας, έτσι που όταν το σηκώνει κι εγώ φωνάζω: «Παππού Πέτρο! Παππού Πέτρο! Είμαι στην Τσιμισκή!» ο παππούς αναφωνεί: «Το παιδί! Θα το κόψει κανά αμάξι!» και βγαίνει απ’ το σπίτι με την παντόφλα να με σώσει απ’ τα διερχόμενα οχήματα, ενώ εγώ εξακολουθώ να μιλώ αμέριμνος με την (επίσης θολωμένης αντίληψης) γιαγιά, η οποία μπερδεύει το "κινητό" με το "κουνιστός" και ωρύεται: «Τι λόγια ειν’ αυτά, μικρό παιδί!» (Πού να ’ξερε…) Το αποτέλεσμα ήταν ότι μέχρι το 2000, οπότε κι οι γονείς μου μού φέραν ένα Έριξον-και-δεν-Έπιασον και μου εξήγησαν με το γλυκό πως αν δεν το παίρνω μαζί μου όταν βγαίνω και ξενυχτάω μπεκροπίνοντας θα μου το ράψουν στον θώρακα σαν βηματοδότη, ήμουν τρομερά καχύποπτος απέναντι στην κινητή τηλεφωνία.
Και ξαφνικά – το Ίντερνετ!
Πρέπει να’ μουν στην Πρώτη Λυκείου, και είχα ήδη ακούσει ορισμένους συμμαθητές μου, φανατικούς κομπιουτεράδες, να μιλάνε για τα ι-μέιλ που έστελναν κι έπαιρναν, και είχα ακούσει και τη φράση ‘ηλεκτρονική αλληλογραφία’, αλλά ειλικρινά η όλη υπόθεση μου φαινόταν τρομερά δυσνόητη, αν όχι αδιανόητη. Ποιος διατηρούσε αλληλογραφία την σήμερον ημέρα; Πού ζούσαμε, στον 19ο αιώνα; Το επόμενο βήμα θα ήταν ν’ αρχίζαμε να γράφουμε σε περγαμηνές, σάρκαζα ενδόμυχα, πάντα συντονισμένος με τις τεχνολογικές καινοτομίες.
Ώσπου ένα βράδυ γυρνάω σπίτι απ’ το φροντιστήριο, και βλέπω τον πατέρα μου να κάνει κάτι στον 486 που δεν ήταν ούτε παιχνίδι, ούτε πρόγραμμα.
«Τι είν’ αυτό;» ρωτάω.
Κι εκείνος γυρνάει και μου σκάει ένα πλατύ χαμόγελο. «Έχουμε Ίντερνετ!»
Άναυδος ο γιος. «Τι πράμα;»
Και κάθεται και μου εξηγεί εν τάχει ότι αυτό το Ίντερνετ συνδέει όλους τους υπολογιστές, κι ότι βρίσκεται παντού και πάντα (μέχρι που άρχισα να σκέφτομαι διάφορα θεοτικά: τελώνια, σολομωνική, τις επτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης…)
«Και πόσο κάνει;» ρωτάω καχύποπτος.
«Δωρεάν είναι! Μας δίνει πρόσβαση η Αερολέσχη απ’ τον παροχέα της!»
(Πολλές άγνωστες λέξεις. Κι άλλη καχυποψία.) «Άμα είναι τζάμπα, μαλακία θα είναι. Ή θα προσπαθήσουν να σου φάνε λεφτά στο λάου-λάου.»
Και προς επαλήθευσιν της νεανικής μου σοφίας, βλέπω τον πατέρα να βγάζει την πιστωτική και να πληκτρολογεί τον αριθμό της δίπλα από μια εικόνα του Flight Simulator. «Μα τι κάνεις;» λέω απορημένος.
«Παραγγέλνω το καινούριο Flight Simulator.»
«Τέτοια ώρα; Εδώ κοντεύει έντεκα. Θα’ χουν κλείσει.»
Ο πατέρας σκύβει προς στιγμήν το κεφάλι με έκφραση βαθιάς απογοήτευσης, και μου εξηγεί, πάλι, ότι αυτό το Ίντερνετ είναι σαν τον Θεό, άχρονο και πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Εγώ βέβαια δυσπιστώ – κοιτάω και γύρω-γύρω μπας και μας παίρνει καμιά Candid Camera και μας τραβάνε τα βυζιά μ’ αυτό το δίκτυο που ακούγεται τρελή μούφα – και ξάφνου μπαίνω στο νόημα!
«Ααα, σωστά. Άμα το παραγγέλνεις από Αμερική, με τη διαφορά της ώρας θα’ ναι ακόμα ανοιχτά.» Λύθηκε το μυστήριο.
Προϊόντος του χρόνου, βέβαια, εξοικειώθηκα με τις βασικές λειτουργίες του διαδικτύου, κι ανακάλυψα την τεράστια χρησιμότητα του (όπως το να κατεβάζεις πλαστές τσοντοφωτογραφίες αστέρων του Χόλιγουντ), αλλά επειδή μιλάμε ακόμα για χρόνια παλιά και πρωτόγονα, με το μόντεμ που για να συνδεθεί τσίριζε μέχρι που ξυπνούσαν οι γειτόνοι και βλαστημούσαν («Πάλι μαλακίζεται το πουστράκι από δίπλα!»), άμα σ’ έπαιρνε ο άλλος τηλέφωνο έπεφτε η σύνδεση, κι ο παππούς φυσικά κάθε φορά που έβγαινε απασχολημένο διότι συνευρισκόμουν μετά του εαυτού μου ξανάπαιρνε στα καπάκια, και γίνονταν τα νεύρα μου κρόσσια καθ’ ότι η πονηρή φωτό κοβόταν στο επίμαχο σημείο, κι άντε να φαντασιωθείς με δυο δάχτυλα γκρίζο τίποτα στη βάση. Και μετά ήρθε και η τρελλή χαρά του Napster, όπου χρειαζόμουν πάλι εξηγήσεις, γιατί όταν ο πατέρας μου έλεγε ότι «Μοιραζόμαστε τα τραγούδια με τους άλλους,» εγώ απαντούσα, «Ναι, αλλά οι άλλοι πού τα βρίσκουν; Κοίτα μη σου φάνε τίποτα λεφτά. (Και δεν προκάμω να τα φάω εγώ).»
Με ντροπιαστική καθυστέρηση (χρονική κι ενδεχομένως νοητική) ανακάλυψα και την μαγεία του DVD. Πρέπει να’ ταν γύρω στο 2001-2002, όταν το Σινεμά είχε αρχίσει να μοιράζει ταινίες σε ντιβιντιά. Επειδή βεβαίως είχε καεί η γούνα μου με τα σιντιά, όταν είχα πάρει το πρώτο μου ντιβιντί – την Κατάρα του Πράσινου Σκορπιού – δεν δοκίμασα να την χώσω στο CD player όπως ήταν η πρώτη μου παρόρμηση, αλλά περίμενα καρτερικά πότε θ’ αγόραζε ντιβιντιέρα ο μπαρμπα-Κορτώ να ξεστραβωθούμε. Μέχρι που ένα απόγευμα, καθώς ετοιμαζόταν για το ιατρείο, με βλέπει να γράφω στο σχετικά καινούριο μου λάπτοπ και μου λέει: «Πέθανα στο γέλιο με την ταινία του Γούντι Άλλεν!» Τον κοιτάω εγώ συνοφρυωμένος, και του λέω: «Πήρες μηχάνημα DVD και δε μου το’ πες;» Όπου ο πατήρ παίρνει το γνώριμο πια ύφος παραίτησης, πλησιάζει, πατάει ένα κουμπάκι στο πλάι του λάπτοπ, και ω του θαύματος, από μέσα βγαίνει το πορτάκι του ενσωματωμένου DVD player, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσα επί ένα εξάμηνο και βάλε.
Η τελευταία τεχνολογική Οδύσσεια που υπέστην ήταν η εγκατάσταση γρήγορου ίντερνετ το καλοκαίρι του 2008, όταν η μεταφραστική μου εργασία είχε μετατραπεί σε κόλαση – γιατί όταν ο τρισκατάρατος συγγραφέας σου παραθέτει μια παράγραφο με διάφορες ποικιλίες βρούβας που φύονται μόνο στο νοτιοδυτικό Γουαϊόμινγκ και μόνο σε χωράφια κοπρισμένα με σκατό βίσωνα (και συγκεκριμένα, Υδροχόου βίσωνα), η πρώτη αντίδραση του μεταφραστή με προπολεμικό μόντεμ (ναι, εκείνο που έσκουζε σαν τη χήρα στο κρεβάτι) είναι η αυτοκτονία με κατάποση καθαριστικού μπανιέρας. Εκείνο που δεν μπορούσα να μαντέψω, φυσικά, ήταν ότι τα δύο πρώτα μόντεμ που θ’ αγόραζα θα ήταν και τα δύο καμένα, γεγονός που όπως μπορείτε να φανταστείτε αντιμετώπισα με τη νηφαλιότητα και την ψυχραιμία που με χαρκατηρίζουν – τουτ’ έστιν, παίρνοντας τηλέφωνο την τεχνική υποστήριξη του παροχέα μου, και ουρλιάζοντας εν μέσω λυγμών και λόξυγγα ότι αν δε μου στείλουν τεχνικό πάραυτα, θα’ χουν τον πρόωρο χαμό μου στη συνείδησή τους. Όταν εντέλει ήρθε ο τεχνικός, και πρωτομπήκα στο Google σε χρονικό διάστημα μικρότερο της μιάμισης βδομάδας που μου’ παιρνε πριν, συγκρατήθηκα για να μην του δοθώ από ευγνωμοσύνη (συνετέλεσε βέβαια και το γεγονός ότι πρέπει να’ χε μόλις φάει παστουρμαλί και μύριζε σαν τα εφτά λέσια, που ’λεγε και η συχωρεμένη η γιαγιά μου).
Έκτοτε, και μέχρι τη μεταμόρφωσή μου στον σημερινό μου εαυτό (που παίζει το ίντερνετ στα δάχτυλα – αφού να σκεφτείς έχω μάθει πια μέχρι και πώς καθαρίζει το ιστορικό από την Πορνοθήκη της Αλεξάνδρειας), μεσολάβησαν πλείστοι άλλοι εξευτελισμοί και στραπάτσα. Όπως ότι το φλασάκι δεν είναι για να τραβάμε φωτογραφίες με την ψηφιακή, αλλά για να αποθηκεύεις πράμα. Ή ότι ο εξωτερικός σκληρός δεν είναι ευφημισμός για την ορθοψωλιά, αλλά δίσκος για να αποθκεύεις κι άλλο πράμα. Ότι το κατεβάζω δεν είναι πάντα κυριολεκτικό (π.χ. «Κατέβασέ μου τα κορν φλέικς απ’ το πάνω ράφι»), αλλά μπορεί να σημαίνει ότι οικειοποιείσαι ένα τραγούδι, μια ταινία, κτλ. (πράγμα που ορκίζομαι στο συκώτι μου ότι δεν το έχω κάνει ΠΟΤΕΣ, διότι η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική, τη λίμπιντο, και τις γελάδες με πράσινα μάτια). Ότι τα torrent (που επίσης γνωρίζω μόνον εξ ακοής) δεν είναι στην κυριολεξία ένας χείμαρρος όπου ο άσχετος όπως εγώ προσπαθεί να πιάσει επεισόδια σειρών σαν αρκούδα με πάρκινσον που της ξεφεύγουν οι σολωμοί, αλλά είναι κάτι πολύ απλό, φτάνει να’ χεις έναν ελαφρύ client (που όχι, δεν παραπέμπει σε πορνεία για πελάτες βάρους φτερού). Κι ότι τέλος το Facebook δεν είναι κάτι που σου τρώει λεφτά (ο μόνιμος φόβος του ανθρώπου που αντιμετωπίζει την τεχνολογία σαν ψυλλιασμένος ιθαγενής, κιαλάροντας τις χάντρες διερωτώμενος, Να τον πάω στον αρχηγό μου, ή θα μας σουβλίσουν σαν τσι γουρούνες στο πανηγύρι τ’ Άη Μάμα;) αλλά είναι ένα μέσο δικτύωσης, φιλίας και γνωριμιών, ιδανικό για άτομα όπως εγώ, των οποίων η κοινωνικότητα είναι ελάχιστα μεγαλύτερη απ’ του Σάλιντζερ αφού πέθανε.
Αυτά τα ολίγα. Και τώρα πάω με το λάπτοπ στην κρεβατοκάμαρα, για να δω αν δουλεύει το wi-fi που μόλις εγκαταστήσαμε. Και για όσους βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων – αν ξάφνου ακούσετε άναρθρες κραυγές και μπινελίκια, μη σκιαχτείτε. Κάποια στιγμή, πού θα πάει, θα το πάρω το κολάι.