Στην κεντρική πλατεία του Μετσόβου, εκεί δηλαδή όπου χτυπάει η καρδιά των Βλάχων, στα παγκάκια μπροστά από τη μητρόπολη, συναντιούνται οι ντόπιοι και σχηματίζουν πηγαδάκια. Ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, βαστούν τις γκλίτσες, φοράνε τις τραγιάσκες, κουκουλώνουν τα αυτιά τους και θυμούνται τα παλιά, τις παλιές δόξες της περιοχής. Συνηθίζουν να αποφεύγουν κουβέντες για το παρόν, τους φέρνει θλίψη, θλίψη που κάθεται στο μυαλό τους όπως η πρωινή πάχνη στα κιτρινισμένα φύλλα. Αν κάτσεις να μιλήσεις μαζί τους, θα ακούσεις ιστορίες για τους φημισμένους χτίστες, για τους αεικίνητους τσοπαναραίους, για τις στράτες που πήγαιναν στη Μακεδονία, για τις σούπες που έτρωγαν στα χάνια και για τους μάστορες των τέμπλων. Ανάμεσα στις αφηγήσεις τους, εξέχουσα θέση κατέχουν οι μύθοι για τον Ευάγγελο Αβέρωφ.
Ασχέτως με τη γνώμη που έχουν για τον πρώην αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας -άλλοι τον θεωρούν λαμπρό ευεργέτη κι άλλοι απατεώνα που εκμεταλλεύτηκε τη σχέση του με τον βαρώνο Τοσίτσα-, ουδείς δεν κρύβει ότι κάνει την ψήφο του κούτσουρο για να διατηρείται η δάδα αναμμένη. Μόνο που η εξασφάλιση της κομματικής συνέχειας δεν είναι αρκετή για να σβήσει τις εστίες απογοήτευσης που φουντώνουν μέσα τους μέρα με τη μέρα. Συζητώντας για πολιτική, αναπόφευκτα φτάσαμε και στον Σαμαρά. Λάδι στη φωτιά το όνομα του πρωθυπουργού για τους τρεις κοτσονάτους γέρους που είχα απέναντί μου. «Δυο φορές προδότης, δε συγχωρείται», μου έλεγαν. Επαναλάμβαναν τη λέξη προδότης με τόσο μένος, σαν να λιθοβολούσαν γυναίκα στην κεντρική πλατεία της Τεχεράνης.
Για να τους τσιγκλήσω, μετέφερα τη συζήτηση στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. «Αυτός δεν ήταν που άνοιξε την κούρσα της διαδοχής, τοποθετώντας τον στο Υπουργείο Πολιτισμού;», ρώτησα. Ξάφνου, κι οι τρεις κατέβασαν το κεφάλι, λες κι ήταν συνεννοημένοι. Απάντηση δεν πήρα, μονάχα αυθόρμητους αναστεναγμούς. Το στόμα τους, με την αναπνοή να διαγράφεται μέσα στην παγωνιά, έμοιαζε με τζάκι που καπνίζει. Οι τραγιάσκες τους, ετοιμόρροπες στέγες που δυσκολεύονται να βαστήξουν την υγρασία. «Καραμανλής, ε; Τι να σου πούμε εμείς. Πήγαινε στο μαγαζί του Ζούβγια και ρίξε μια ματιά στον τοίχο. Εκεί φαίνεται ξεκάθαρα το πριν και το μετά», ψέλλισε ο ένας τους.
Μη ξέροντας τι θα συναντήσω, και με την περιέργεια να μου γαργαλάει τα μάτια, κίνησα για τα «5Φ», το μικροσκοπικό ταχυφαγείο που φημίζεται για το χειροποίητο κοντοσούβλι του. Πράγματι, μπήκα μέσα διστακτικά, χαιρέτισα τον ιδιοκτήτη, που καθόταν μαζί με το υιό του, και ζήτησα τον κατάλογο. Πρέπει να φαινόταν από χιλιόμετρα ότι δεν πεινούσα, ένιωσα αμήχανα. Κοιτώντας τις τιμές μπροστά από τη θράκα, γύρισα την πλάτη για να μη φαίνεται το πρόσωπό μου. Και τον είδα, τον είδα εις διπλούν σε αποτυχημένη κλωνοποίηση. Στον κίτρινο γυαλιστερό τοίχο, δυο φωτογραφίες, η μία πάνω από την άλλη, ακριβώς σαν το πριν και το μετά, όπως μου τα είπε ο μπάρμπα-Γιάννης.
Στην κάτω φωτογραφία ποζάρει αγκαλιά με τον ιδιοκτήτη, αδύνατος, ευθυτενής, με καμάρι, χαρούμενος για την αποδοχή του κόσμου, έτοιμος να διεκδικήσει την πρωθυπουργία, αποφασισμένος να δικαιώσει τις προσδοκίες των οπαδών του, να εξοντώσει μια για πάντα τους «νταβατζήδες της διαπλοκής». Στην πάνω, ως πρωθυπουργός πλέον, φουσκωμένος από τις ευθύνες που δεν μπορούσε να χωνέψει, ζορισμένος από το άγχος του τιμονιού, απλώς παρευρίσκεται σε μια φωτογραφία. Σαν δεύτερο όνομα τραγουδιστή που πλαισιώνει μια αφίσα μπουζουκιών. Η διαφορά του πριν και του μετά δε βρίσκεται μόνο στα κιλά, αλλά κυρίως στα χαμόγελα. Στο δικό του και του κυρίου Ζούβγια. Στο πρώτο κάδρο, είναι και οι δύο χαμογελαστοί, χαμογελαστοί και νέοι, μοιράζονται την ελπίδα για αλλαγή, τα πρόσωπά τους φωτίζονται από την αισιοδοξία -και την άγνοια- του μέλλοντος. Στο δεύτερο, το χαμόγελο και των δύο έχει σβήσει, τη θέση του έχουν πάρει δυο σφιγμένα χείλη, ντυμένα με ζάρες. Στόματα ερμητικά κλειστά, στη σιωπή τους κατοικεί η θλίψη της απογοήτευσης.
Το πέρασμα του χρόνου χώρισε τους δυο φίλους. Ο ένας στη Ραφήνα, βλέπει τη χώρα του να καταστρέφεται ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων. Για ταξίδια δεν υπάρχει πολύ διάθεση, κι όσα γίνονται, είναι incognito. Πού κέφια για πόζες. Ο άλλος, με φόντο τις φωτογραφίες-ενθύμιο, εξακολουθεί να ζεσταίνεται πάνω από τα κάρβουνα, να ψήνει τα κρέατά του και να πίνει τσίπουρο στην υγειά των περασμένων. Ο ένας με φήμη κακιά, ως ο πρωθυπουργός που το έβαλε στα πόδια. Ο άλλος, ξακουστός μέχρι την Αλεξανδρούπολη για το κοντοσούβλι του. Όπως όλα δείχνουν, τρίτη φωτογραφία στον τοίχο δε θα υπάρξει.
Ο «Μπαϊρακτάρης του Μετσόβου», που πίστεψε σαν σωτήρα το πολιτικό του ίνδαλμα, δε θα βγάλει ξανά το χέρι από την τσέπη για χαιρετούρα. Τουλάχιστον, θα μπορεί να χαμογελάει πού και πού, όποτε οι πελάτες τον χτυπάνε στον ώμο και του δίνουν συγχαρητήρια για τις νοστιμιές του. Κι όταν βγει στη σύνταξη, θα κάθεται μαζί με τους συνομηλίκους του στην κεντρική πλατεία, κι όπως οι σημερινοί καυχιούνται για τις ιστορίες του παρελθόντος, θα μπορεί να τους λέει ότι γνώρισε έναν άνθρωπο που είχε όνειρο να γίνει πρωθυπουργός. Κάπως έτσι ξεκίνησε η συζήτηση με τους τρεις παππούδες για τον Ευάγγελο Αβέρωφ…