Κατ΄ αρχήν συγγνώμη. Από τον εαυτό μου και από όσους ειρωνεύτηκα κατά καιρούς, που έκαναν αυτό που έλεγα πως ποτέ δεν θα το κάνω. Να «δημοσιοποιούν» τα παιδιά τους. Με οποιονδήποτε τρόπο –δεν μιλάω για την επίταση μιας «νεοπλουτίστικης» επιδειξιομανίας με κοινές φωτογραφίσεις σε life style περιοδικά- ακόμη και ως απλή αναφορά στις συνεντεύξεις τους και τα κείμενά τους. Σιγά, έλεγα, το κατόρθωμα, έκανες παιδί, τίποτ' άλλο έχεις να μας πεις; Όχι, τελικά, τίποτ' άλλο δεν έχω να σας πω, όμως το θέμα δεν είναι αυτό. Είναι ότι μόνο τότε έρχεσαι αντιμέτωπος με τον απόλυτο, τον πιο ανηλεή φόβο που σε γδέρνει ζωντανό δίχως να υπόσχεται την παραμικρή λύτρωση στο μαρτύριο. Αν νόμιζες πως έως τώρα είχες φόβους, συνειδητοποιείς πως ήταν απλά ναζάκια, πολυτελείς υποχονδρίες, μπροστά στο έρεβος της σκέψης πως κάτι παθαίνει το παιδί σου. Όταν έγραφα πριν λίγους μήνες το «ταϊζω ένα μωρό» δεν είχα περάσει ακόμη στην σκοτεινή πλευρά. Δεν σκάλωνε το μυαλό μου, δεν συνθλίβονταν τα σπλάχνα μου, δεν με πονούσε το κορμί στην ιδέα και μόνο.
Δεν ξέρω αν πρέπει να ζητήσω συγγνώμη και από όλον τον κόσμο –δικούς μου και ξένους- που περάσαν σε δεύτερη μοίρα, που θα αντέξω ό,τι και να τους συμβεί, που θα το ξεπεράσω, που δεν θα πέθαινα για εκείνους. Ή αν πέθαινα για τον κόσμο θα το έκανα μόνο επειδή ανάμεσά τους υπάρχει και το παιδί μου. Μακάρι να μπορούσα, αλλά δεν υπάρχει άλλος χώρος. Ούτε χιλιοστό του σώματός μου δεν αναπνέει για άλλον φόβο πέρα από αυτόν τον ένα, τον απόλυτο. Το παιδί μου και η μάνα του, ένα αδιαίρετο σώμα. Όταν ακούω τον καλπασμό της σκέψης παραλύω, την διώχνω και συνεχίζω να ζω. Καλύτερος. Νομίζω.
Κι εκείνο το χεράκι της μέσα στο δικό μου, και τα μάτια, δύο αναμμένες καρδιές…
«Θα πετάξουμε μπαμπά;»
«Θα πετάξουμε ζωή μου, σου ορκίζομαι ότι αν δεν σου φτάσουν τα φτερά σου, θα πάρεις και τα χέρια μου».
Έχουμε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και δίσκους. Το γάλα της και τα ρουχαλάκια της μπορώ να τα βρώ. Είμαι ευτυχισμένος. Και φοβάμαι…