Μέχρι τώρα σας έχω ιστορήσει τα πάθη (και τα πάχη) της νιότης μου, με μια διάθεση αυτοσαρκασμού κι ανεμελιάς που μου επιτρέπει η ιστορική απόσταση και το γεγονός ότι πλέον, όταν περπατάω στο δρόμο ραγίζουν τα πεζοδρόμια απ’ την ομορφάδα μου – και το αναφέρω όχι από έπαρση, μα για να μην κατηγορείτε το Δήμο όταν σκαλώνει η τακούνα στη ρωγμή και κάνεις διπλό τόλουπ για να μη σκάσεις με τα μούτρα στα πλακάκια των τυφλών με τα σγρούμπαλα και σου αποτυπωθούν στα μάγουλα και μείνεις σαν τη βλογιοκομμένη.
Εκείνο ωστόσο που δεν έχω μοιραστεί μαζί σας, είναι η διαδικασία της μεταμόρφωσής μου: πώς από κάμπια διαστάσεων Jabba the Hutt μεταμορφώθηκα σε πεταλούδα με πιτσιλωτά φτερά, για καλύτερη εφαρμογή και μεταξένια αίσθηση.
Όλα ξεκίνησαν με την αποστροφή. Μην πάει ο νους σας στον Πολάνσκι, βέβαια – ούτε χερούκλες βγαίναν απ’ τις μεσοτοιχίες να με χουφτώσουν, ούτε άφησα κανά κουνέλι να σαπίσει, καθ’ όσον εκείνα τα ένδοξα χρόνια μπορεί να μην το’ πνιγα το κουνέλι επαρκώς (πού να βρεθεί ερωτύλος θηριοδαμαστής;) αλλά το κατέβαζα αμάσητο, μαζί με τρίχωμα, κόκκαλα και σκάγια.
Όχι – απλώς, έπειτα από χρόνια αυτοπαραμυθιάσματος και ιδεολογημάτων περί βοϊδοσύνης (Είναι θέμα προσωπικής αισθητικής, ή, Τι σημασία έχει το τόσο φθαρτό περιτύλιγμα όταν το περιεχόμενο είναι εκθαμβωτικό;) έφτασε η στιγμή που σιχάθηκα τον εαυτό μου.
Ωστόσο, μέχρι να φτάσω σ’ αυτό το σημείο, υπήρξαν άφθονοι οιωνοί…
Θυμάμαι, λόγου χάρη, να σκάει ο ντελιβεράς με τα οχτώ σουβλάκια, τις τρεις πατάτες και τις τέσσερις μπύρες, κι αντί ν’ ακούει το τζέρτζελο απ’ το πάρτυ που φανταζόταν, ν’ αντικρύζει ένα τύπο ίσαμε το Χίντενμπουργκ, με γυαλί-πατομπούκαλο, μαλλί ως τον ώμο και γενειάδα πατριάρχη (στυλιστικές βόμβες που θεωρούσα ότι λειτουργούσαν ως αντιπερισπασμός στα κυβικά μου, ενώ απλώς με καθιστούσαν ακόμη πιο θηριώδη), με παππουδίστικη ρόμπα και απέραντη κατήφεια στο βλέμμα – διότι είναι πολύ σκληρό να βλέπεις τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του άλλου καθώς αναρωτιέται, Έχει γούστο να με φάει και μένα το γέτι της Καλαμαριάς.
Ή να αγκομαχώ σε δοκιμαστήρια – όταν έβρισκα ρούχα στο νούμερό μου, τουτ’ έστιν, αντίσκηνα με μανίκια και μπατζάκια – και βγαίνοντας, ο καραφλός, σαραντάρης υπάλληλος να μου λέει παρήγορα, «Ε, στην ηλικία μας τα παίρνουμε εύκολα τα κιλά…» χωρίς να υποψιάζεται ότι μου’ ριχνε μια εικοσαετία.
Ο δριμύτερος κώδων κινδύνου ήταν το μάθημα της Καρδιολογίας – καθ’ ότι τω καιρώ εκείνω ήμουν ακόμα φοιτητής Ιατρικής, άλλο που’ χα ανακαλύψει την πραγματική μου κλίση, κι έχοντας αποκτήσει με τα πρώτα μου βιβλία ένα φανατικό κοινό 17 αναγνωστών (συμπεριλαμβανομένης και της μητέρας μου), είχα αποφασίσει να κερδίσω την αθανασία ως συγγραφέας. Το θέμα όμως ήταν να μη με προκάμει ο θάνατος στο μεταξύ, διότι στους θαλάμους του ΑΧΕΠΑ, προς ανείπωτο τρόμο μου, είχα πετύχει τριαντάρηδες και τριανταπεντάρηδες, με πολύ λιγότερα ξύγκια απ’ τα δικά μου, και που δεν κάπνιζαν όλοι τους δύο πακέτα την ημέρα όπως εγώ, κι ωστόσο ήταν ταβλιασμένοι μετά το πρώτο τους καρδιαγγειακό επεισόδιο, βλέποντας έντρομοι ένα μέλλον αδιάλειπτης αγωνίας κι αυτοπειθαρχίας. Και κάπου βαθιά μέσα μου – γιατί ήμουν πάντα άνθρωπος με βάθος, αλλά εκείνη την εποχή μιλάμε για την Τάφρο των Μαριανών – ένα κομμάτι του εαυτού μου έλεγε, Είναι κρίμα να πεθάνω τόσο νέος απ’ το γαμημένο το φαΐ.
Πλην όμως βρισκόμουν σε φαύλο κύκλο: ο φόβος μ’ έριχνε στο φαΐ και το φαΐ στο φόβο (το οποίο, τώρα που το διαβάζω, έχει ρυθμό δημώδους, όπως, λ.χ., Σου’ λεγα να μην τρως πολύ, αγάπη μου μεγάλη / Δε βρίσκει ούλη η Βενετιά φέρετρο να σε βάλει). Η τελευταία πινελιά πικρής ειρωνείας ήταν ότι τότε ακόμα είχαμε μια παμπάλαια ζυγαριά με βελόνα, η οποία τερμάτιζε στα 130 κιλά, οπότε και συνέχιζε απ’ το μηδέν, με αποτέλεσμα, κάθε φορά που ζυγιζόμουν, να με ρωτάει διακριτικά η μάνα μου, «Πόσο είσαι, μανάρι μου;» κι εγώ να γρυλλίζω: «Είκοσι κιλά».
Μα όλα αυτά έμελλε ν’ αλλάξουν, σύντομα και απότομα, έστω κι αν δεν το γνώριζα ακόμα…
Μάρτιος του 2002, και το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού Βερολίνου, σε μια κίνηση μεγάλης γενναιοδωρίας, καλεί στην Έκθεση Βιβλίου της Λειψίας Έλληνες συγγραφείς σημαντικούς, καταξιωμένους, και δημοφιλείς – κι εμένα. Με το που το μαθαίνω, απ’ την τρελή μου χαρά (γιατί στον Άγιο Θωμά της Λειψίας δούλευε ο θεόπνευστος Μπαχ, χώρια τα λαχταριστά γερμανικά φαγιά που’ χα γνωρίσει – και ξεσκίσει – σε παλιότερα ταξίδια μου) κάθομαι κάτω κι εξολοθρεύω μια καρυδόπιτα μονάχος μου. Κι έπειτα, παίρνω την πιο μεγάλη μας βαλίτσα (μεγέθους Smart), ρίχνω μέσα ανάκατα 20 στρέμματα κοτλέ κι άλλα τόσα βαμβακερά) και ξεκινώ περιχαρής να θαμπώσω τους Λειψίους; Λειψούς; με το σπινθηροβόλο μου πνεύμα.
Το πρώτο χαστουκάκι το τρώω στο αεροπλάνο, όπου, για να μπορέσω να σφηνώσω στο κάθισμα χωρίς να χρειαστεί να γυμνωθώ και να με αλείψουνε με γράσσο, έπρεπε να’ ναι σηκωμένα μονίμως τα ακουμπιστήρια, και οι εκατέρωθέν μου επιβάτες να αλλάξουν θέση, ειδάλλως η επαφή μας θα ήταν τόσο στενή που θα μπορούσε να επιφέρει εγκυμοσύνη. Ωστόσο εγώ απτόητος, και – τι έκπληξη! – λιμασμένος. (Διότι, άμα είσαι σαν την καταβόθρα, όλα τα αισθήματα σε οδηγούν στο ξεκοίλιασμα: Αγχώθηκες; Τρως. Βρέχει; Τρως. Γαμιέται η γειτόνισσα; Τρως.) Οπότε φωνάζω την αεροσυνοδό, μια κοπελίτσα λιγνή και φοβισμένη απ’ τον επιβάτη που ήταν σαν τον Ερρίκο τον Όγδοο άμα τις γυναίκες του τις έτρωγε αντί να τις σφάζει, και ζητάω να μου φέρει ό,τι σοκολατένιο είχε το εξόφθαλμο μενού. Μέχρι να φτάσουμε στη Λειψία, και με την ενδιάμεση πτήση, υπολογίζω ότι πρέπει να’ χα φάει γύρω στα 4 εκατομμύρια πολύχρωμα αρχιδάκια με γέμιση σοκολάτα (ονόματα δε λέμε να μη φάμε καμιά αγωγή και τρέχουμε, αλλά ξέρετε ποια λέω – αυτά που βρίσκονται στην κορυφή της διατροφικής πυραμίδας, μαζί με το σιρόπι γλυκόζης, το χύμα λαρδί, και το λίπος σε ενέσιμη μορφή, που το πατάς μια κι έξω στα στεφανιαία και ησυχάζεις). Και καθώς έχει πάρει να σουρουπώνει και το αερόπλανο βρίσκεται σε καθοδική πορεία προς τη γραφική κι αγαπησιάρικη Λειψία, αρχίζω να φαντασιώνω bunker μεταποιημένα σε κελλάρια εστιατορίων, με πριαπικές λουκανίκες, μπέικα τσιγαρισμένα σε λίπος αρκούδας, και κρουνούς βαρελίσιας μπύρας.
Ωραία πράματα. Και φτάνουμε και στο ξενοδοχείο, το Marriott της Λειψίας, και οι στομαχικές ονειρώξεις μου απογειώνονται, καθώς αρχίζω να φαντάζομαι room service πρωινά των πενήντα πιάτων (ας είν’ καλά η πιστωτική του μπαμπά), και σαμπάνια με φράουλες, χωρίς τη σαμπάνια και με μπόλικη σοκολάτα.
Μου δίνει την κάρτα η ευγενέστατη υπάλληλος στο γκισέ, έρχεται κι ο αντιπλοίαρχος να πάρει τη βαλίτσα, κι αυτός μες στα χαμόγελα (καθ’ ότι με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου, οπότε ακόμα κι αν σου εμφανιστεί το γκόλεμ της Πράγας του χαμογελάς σαν να’ ναι η Ζιζέλ), κι ανεβαίνω στο δωμάτιό μου, διαστάσεων μικρής σουίτας, και πολυτέλειας που μ’ έκανε αφ’ ενός να νιώθω ποταπός και ψωρίλος, κι αφ’ ετέρου να θέλω ν’ αρπάξω και να παραχώσω στη βαλίτσα μου ό,τι δεν ήταν βιδωμένο ή καρφωμένο.
Κι όπως ξεφυλλίζω το προσπέκτους με τις παροχές του ξενοδοχείου, το μάτι μου πέφτει στη σάουνα, που δεν είχα κάνει ποτές και που ακουγόταν τρομερά κυριλάτη και ανώτερη, όπως στις ταινίες, όπου δικαστές συζητούν με χρηματιστές της Wall Street καθώς ο ιδρώτας κυλάει, παρασέρνοντας τις τοξίνες τους. Οπότε ζώνομαι το μπουρνούζι, φοράω την άσπρη την παντοφλίτσα, βάζω και μια σωβράκα από μέσα διότι το μπουρνούζι δεν έκλεινε ακριβώς (ή και καθόλου) και φοβόμουν μη βγούνε φόρα παρτίδα τα τιμαλφή μου, και κατεβαίνω στο ισόγειο, όπου βρισκόταν η σάουνα, έτοιμος για την πιο χλιδάτη εμπειρία της ζωής μου.
Εκείνο που θα’ πρεπε να’ χα σκεφτεί, βεβαίως, είναι ότι σ’ ένα χώρο όπου τον ατμό τον κόβεις με το ψαλίδι, τα γυαλιά θα θολώνουν στο δευτερόλεπτο – όπως και συνέβη, με το που πάτησα το πόδι μου στο σκοτεινό διάδρομο, μιας και η εν λόγω σάουνα δεν ήταν το ξύλινο κουβούκλιο που φανταζόμουν, αλλά ένας υποφωτισμένος λαβύρινθος. Που σημαίνει ότι αίφνης βρίσκομαι τυφλός κι αποπροσανατολισμένος, μη τη ζέστη να μου κόβει την ανάσα, και την παντοφλίτσα να γλιστράει στο πλακάκι καθώς ήταν φτιαγμένη για πόδι ανθρώπου και ουχί γορίλλα. Χωρίς υπερβολή, πέρασα δεκαπέντε λεπτά στην Κόλαση, χτυπώντας από τοίχο σε τοίχο, πασχίζοντας να δω προς τα πού πέφτει η έξοδος, και ψιθυρίζοντας απεγνωσμένα «Hilfe!» διότι τα πλεμόνια μου κόντευαν να σκάσουν απ’ τη σάουνα-ατμομάγειρα.
Τέλος πάντων, κάποια στιγμή με λυπήθηκε ο Θεός και βγήκα απ’ το χάος και το έρεβος, τρεκλίζοντας, χωρίς παντόφλες, και με το μπουρνούζι να χάσκει λυμένο, αποκαλύπτοντας την κοιλιά όχι του αρχιτέκτονα, αλλά της μπετονιέρας για το αμμοχάλικο. Κι ανεβαίνω γρήγορα-γρήγορα στο δωμάτιό μου, τρέμοντας μη με δει κανάς συνάδελφος συγγραφέας και καλέσει το σύλλογο περίθαλψης και προστασίας άγριων ζώων.
Κι ενώ το μόνο που ήθελα ήταν να κατεβάσω ό,τι πιοτί είχε το μίνι μπαρ, να παραγγείλω τα σύμπαντα και να περάσω την υπόλοιπη βραδιά μου βλέποντας το Νονό μεταγλωτισμένο στα Γερμανικά (Lassen Sie das Gewehr. Nehmen Sie das cannoli), σε μισή ώρα είχαμε ραντεβού με όλη την ομήγυρη για να τραπεζωθούμε και να γνωριστούμε, και θα’ ταν τεράστια γουρουνιά να μην εμφανιστώ.
Οπότε μπαίνω στο πολυτελέστατο μπάνιο για ένα γρήγορο ντουσάκι – κι εκεί παθαίνω τον μεγαλύτερο ντουβρουτζά της ζωής μου, διότι το μπάνιο είχε γύρω-γύρω, αντί για τοίχους, ολόσωμους καθρέφτες, κι αφήνοντας ανυποψίαστος το μπουρνούζι να πέσει, αντικρύζω το θέαμα δεκαπέντε ολόγυμνων Κορτώ.
Επειδή το ταλέντο μου δεν αρκεί για να περιγράψω το πώς ένιωσα εκείνη τη στιγμή, θα δανειστώ τα εμβληματικά λόγια τρίτων:
Δεν ήταν νησί, ήταν θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα…
Και είδον εκ της θαλάσσης θηριόν αναβαίνον, έχον κέρατα δέκα και κεφαλάς επτά και προγούλια ων ουκ έστι αριθμός…
Οι αρσενικοί ιπποπόταμοι αυξάνουν διαρκώς σε μέγεθος σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους… Σκοτώνουν κροκοδείλους και λιοντάρια και είναι υπεύθυνοι για πολύ περισσότερους θανάτους ανθρώπων απ' ότι άλλα ζώα της Αφρικής…
Ήταν τέτοιο το σοκ, που δε συγκρατώ καμία ανάμνηση από εκείνη την πρώτη βραδιά. Μόνο ότι, αφού είχαμε καθίσει, κι ο σερβιτόρος μας πρότεινε διάφορα τερψιλαρύγγια, μια φωνή μέσα μου είπε ξαφνικά: Αυτό το χάλι πρέπει να σταματήσει, εδώ και τώρα. Οπότε την έβγαλα όλο το βράδυ με μεταλλικό νερό.
Κι επειδή με είχε πιάσει το πείσμα, ακόμη και το πρωί της επομένης, όταν κατέβηκα στον πρωινό μπουφέ που’ χε πάνω του τον Άδη και τα λείψανα, αρκέστηκα σ’ ένα βραστό αυγό κι ένα μπολ διαφανή κοτόσουπα.
Φυσικά, δεν υπάρχει γελοιωδέστερο θέαμα απ’ τον τετράπαχο άνθρωπο που, όταν τον ρωτάς γιατί δεν τρώει, σου απαντά: «Κάνω δίαιτα.» Κι ωστόσο, παρά τα βλέμματα λύπης, συμπόνοιας και εύλογης θυμηδίας, πέρασα όλη την υπόλοιπη παραμονή μου στη μαγευτική Λειψία λιμοκτονώντας, και καπνίζοντας τέσσερα με πέντε πακέτα Dunhill Menthol την ημέρα, γιατί αν δεν είχα κάτι διαρκώς στο στόμα μου θα παραφρονούσα.
Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ακολούθησαν εννέα μήνες απερίγραπτης πείνας και κακουχίας, καθώς η απότομη απώλεια των κιλών προκάλεσε ό,τι σύμπτωμα μπορείτε να φανταστείτε, από λιποθυμικά επεισόδια και ζοχάδες, μέχρι μια ωραιότατη διάτρηση στομάχου από βαρβάτο αντιφλεγμονώδες. Ωστόσο το διακύβευμα ήταν τεράστιο, και για καλή μου τύχη, εκτός απ’ την αμέριστη συμπαράσταση των γονιών μου, είχα και την ανεκτίμητη βοήθεια της κολλητής μου φίλης και μετέπειτα κουμπάρας μου Λώρης Κέζα (που με στήριξε αφάνταστα στον καθημερινό μου αγώνα να μην πίνω ούτε σταγόνα αλκοόλ) και της Σώτης Τριανταφύλλου, με την οποία είχαμε γνωριστεί στη Λειψία και η οποία, αντιμετωπίζοντας το εγχείρημά μου με απόλυτη σοβαρότητα παρά το φαιδρό του όλου πράγματος, μου τηλεφωνούσε σχεδόν καθημερινά για να μου βάζει χέρι σε περίπτωση διατροφικής ατασθαλίας.
Έκτοτε πέρασαν χρόνια και χρόνια μες στην άμμο, εκεί που ανθίζει η σουβλακιά, χρόνια ναρκισισμού και υπερλιβιδινισμού, αλλά και διαιτητικού γιο-γιο (νηστεία για ενάμισι μήνα και στα καπάκια ξέσκισμα για έξι μήνες), μέχρι που έφτασε ο θυρεοειδής στο αμήν, κι αποφάσισα απλώς να ‘προσέχω’ (απίστευτα εκνευριστικό ρήμα για κάθε άνθρωπο με περιττά κιλά), με στόχο να πενηνταρίσω όσο γίνεται πιο μαζεμένος, για να μη με ακολουθεί μέχρι το μνήμα η σαπιοκοιλιά και τα γεροντόπαχα. Έτσι ώστε, κι αν δεν παραμείνω Άδωνις (απροπό, κάποιος πρέπει να μηνύσει τον Γεωργιάδη, που’ χει καταστρέψει τέτοιο ωραίο όνομα) τουλάχιστον να μην καταλήξω γηραλέα, καραφλή εκδοχή του φρικαλέου αλλοτινού μου εαυτού.
Το ηθικό δίδαγμα; Η υπερφαγία μπορεί να γίνει αναπηρία, αλλά είναι καθ’ όλα αναστρέψιμη. Και η συμβουλή μου; Σουβλάκια απ’ το Θωμά στην Αχαρνών. Δεν παίζονται.