Μπροστά από το μικρόφωνο ήταν νευρικός. Το δεξί του πόδι τρεμόπαιζε ελαφρώς, ενώ με το αριστερό του χέρι πείραζε αμήχανα τις τρίχες στο πηγούνι του. Είχε φτάσει η ώρα να μιλήσει. Κοιτούσε τον κόσμο με μια καμουφλαρισμένη περιέργεια, λες και τους φωτογράφιζε με τα μάτια. «Για τη δουλειά μου δεν έχω πολλά να πω. Δυσκολεύομαι να…», η γλώσσα του είχε σκαλώσει σαν χαλασμένο κουδούνι. Ο αλβανικής καταγωγής φωτογράφος Ένρι Τσανάι, στα εγκαίνια της προσωπικής του έκθεσης με τίτλο «Στην κόψη του κάδρου», στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, τα είχε χαμένα. Γνήσια πάστα ανθρώπου που νηστεύει τη ματαιοδοξία και γιορτάζει την ταπεινοφροσύνη, δεν του αρέσει να αναφέρεται σε όσα έχει κάνει. Προτιμάει τις πράξεις από τα λόγια, γουστάρει τη δουλειά κι όχι το μπλα-μπλα.
Οι άνθρωποι που παρευρέθηκαν στην εκδήλωση, η οποία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, αντάμειψαν τον 33 ετών φωτογράφο με ένα αυθόρμητο χειροκρότημα. Χαμογέλασε και τσάτρα-πάτρα προσπάθησε να ολοκληρώσει μια κουβέντα. Πίσω του, τον σημάδευε με ένα μαύρο πλαστικό όπλο ο Μάριο, ένας οχτάχρονος συμπατριώτης του που είχε χάσει τον πατέρα του σε αλβανική βεντέτα και προετοιμαζόταν να πάρει εκδίκηση. Η κεντρική φωτογραφία της έκθεσης, από τις λίγες έγχρωμες, μου έφερε δάκρυα. Θυμήθηκα την αρχή του άγουρου Ένρι στον «Ταχυδρόμο», το ταξίδι μας στη βόρεια Αλβανία στους μείον είκοσι βαθμούς για να περιγράψουμε τη βεντέτα, τα όνειρα που σκεφτόμασταν πάνω στη μηχανή του, τρέχοντας στην Πειραιώς. Ένιωσα περήφανος. O φίλος μου έπαιρνε την αναγνώριση που του άξιζε κι εγώ υποκλινόμουν μπροστά στο σπάνιο ταλέντο του.
Το ξεκίνημα στον «Ταχυδρόμο»
Γνωριστήκαμε τον Σεπτέμβρη του 2008 στον τότε «Ταχυδρόμο». Πρώτη μας αποστολή ήταν να καταγράψουμε τι συμβαίνει στο «τρίγωνο του Διαβόλου», πέριξ δηλαδή της πλατείας Θεάτρου. Τότε, ένα μέρος του κέντρου της Αθήνας άλλαζε, μεταμορφωνόταν σε ένα συμπαγές γκέτο, με ναρκωτικά, πουτάνες και υπόγεια τζαμιά. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που ο Ένρι τραβούσε έναν Νιγηριανό να σουτάρει ηρωίνη στο γεννητικό του όργανο. Είχε ένα μοναδικό τρόπο να πλησιάζει αυτό που ήταν ξένο για μένα. Ίσως, γιατί όλα όσα έβλεπε τα είχε ζήσει ο ίδιος το 1991, όταν πρωτοήλθε στην Αθήνα με τους γονείς του από την Αλβανία. Δεν τον είδα ποτέ να βγάζει χρήματα από την τσέπη για να «στήσει» ένα πλάνο, όπως έκαναν άλλοι φωτογράφοι. Επικοινωνούσε με τους ανθρώπους υπόγεια, μέσω των βιωμάτων του. Αρκούσε η κατανόηση στο βλέμμα του για να διεισδύσει στα πιο δύσκολα μέρη, για να φτάσει εκεί που οι άλλοι πήγαιναν με συνοδεία σωματοφυλάκων.
Στην πορεία της συνεργασίας μας, μου έμαθε να είμαι ένας από «αυτούς». Να μην προσποιούμαι τον καλό, να ζητάω ευθέως τι θέλω και να λέω τι γυρεύω. Έτσι έκανε κι αυτός δίχως να φοβάται. Είχε μπέσα, δεν ήταν ψεύτικος. Το στοιχείο που θαύμαζα περισσότερο σε αυτόν ήταν ότι σπάνια αναφερόταν στο παρελθόν του. Θεωρούσε ότι όλοι σε αυτή τη ζωή περνάνε δύσκολα, δεν έβρισκε κανένα λόγο να κλαίγεται και να διηγείται ιστορίες από τα δύσκολα εφηβικά του χρόνια. Και στις αρχές του ᾽90 πράγματι ήταν δύσκολα-ξενιτεμός, φτώχια, ρατσισμός και δωμάτια σε ξενοδοχεία ημιδιαμονής. Άμα καμιά φορά, στο διάλειμμα των ρεπορτάζ, τον πίεζα για να μοιραστεί ιστορίες από το παρελθόν, μου τραγουδούσε με νόημα το “Γκρέκο Μασκαρά” του Γιάννη Μηλιώκα, το αγαπημένο τραγούδι των Αλβανών εκείνη την εποχή.
Ελλάδα-Αλβανία, δυο πατρίδες
Όταν το 2008 με ξεναγούσε στην πατρίδα του, προσπαθώντας να μου μεταφέρει τους νόμους του «Κανούν», τουτέστιν της αλβανικής βεντέτας, μου είχε εξομολογηθεί ότι όνειρό του είναι να ολοκληρώσει ένα πρότζεκτ για την Αλβανία. Η συνθετική του σκέψη είναι ακόμη και σήμερα ένα από τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα. Με πήγε σε νεκροταφεία, μου γνώρισε ανθρώπους που είχαν να βγουν από το σπίτι τους πάνω από σαράντα χρόνια, μου σύστησε γυναίκες που είχαν πάρει το ρόλο του άντρα («μπουρνές») και μου έδειξε τους μεγάλους αρκούδους έξω από τα σπίτια των Αλβανών, που τους τοποθετούσαν για να τραβούν το μάτι των περαστικών για να μην τους ματιάζουν. Όλα αυτά, με ταξίδια που χρηματοδοτούσε από τη τσέπη του, τα κατέγραψε συστηματικά, και σήμερα, μπορούμε να έχουμε μια αναλυτική παρουσίαση της μετα-κομμουνιστικής Αλβανίας χάρις στον Ένρι.
Βέβαια, το να αποτυπώσει την κατάσταση στην πρώτη του πατρίδα, δεν ήταν αρκετό. Συνεπώς, έβαλε στόχο να απαθανατίσει τις αλλαγές στην Ελλάδα της κρίσης. Κάπου εκεί, μέσα του 2010, οι δρόμοι μας χώρισαν. Τελευταίο ρεπορτάζ που κάναμε μαζί ήταν η Πρωτοχρονιά στο Βατοπαίδι, για το περιοδικό «ΒΗmagazino». Σαν χθες, τον φέρνω στο νου μου, να σουλατσάρει άνετος ανάμεσα στους μοναχούς και να φωτογραφίζει τον Γέροντα Ευφραίμ την ώρα που ευλογούσε το φαγητό. Ο Ένρι ποτέ δεν είχε όρια-η τέχνη του τον έβαζε παντού. Φωτογράφισε πρεζάκια στο κρεβάτι, κρατούμενους στην Αμυγδαλέζα, παγιδευμένους Αφγανούς στο Afgan Hotel, εκδιδόμενες στη Φυλής και μετανάστες που πηδούσαν τους φράχτες στην Πάτρα. Κακά τα ψέματα, η δική του Ελλάδα, αυτή που εν πολλοίς αποκάλυψε στην έκθεση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, είναι η χώρα που οι περισσότεροι από εμάς επιμένουν να αγνοούν. Η αλήθεια του, είναι τα δικά μας ψέματα. Γκρέκο μασκαράδες σε επανάληψη.
Το παρατσούκλι «Ελβετός»
O Ένρι Τσανάι είναι ένας τύπος ακομπλεξάριστος. Δεν παρεξηγείται όταν τον φωνάζω «Αλβανό» και γελάει με την ψυχή του μόλις τον αποκαλώ «Ελβετό», το παρατσούκλι που του κόλλησε στον «Ταχυδρόμο», λόγω των ευγενικών του τρόπων. Η αίσθηση του χιούμορ ήταν πάντοντε ένα από τα όπλα που επιστράτευε για να πολεμάει τις δυσκολίες της πραγματικότητας. Θυμάμαι το 2010, στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, να ετοιμαζόμαστε να πετάξουμε με Swiss Air στην Κύπρο για να πάμε στα κατεχόμενα. Ένα πρόβλημα στο διαβατήριό του δεν του επέτρεψε να ταξιδέψει. «Καλά ρε Ελβετέ, ούτε οι συμπατριώτες σου δεν σε σέβονται;», τον ρώτησα γελώντας, και κείνος μου απάντησε «άσε τους αυτούς, είναι φτωχοί Ελβετοί, κολλημένοι με το χρήμα. Θα σε συναντήσω αύριο στη Λάρνακα». O λόγος του ήταν, και παραμένει, εγγύηση.
Μολονότι επικοινωνούσαμε αρκετά συχνά τηλεφωνικώς, είχα να τον δω τουλάχιστον τρία χρόνια. Τον αντάμωσα στην τελετή έναρξης του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, την περασμένη Παρασκευή. Σαν μικρά παιδιά, πίναμε μπύρες τα μεσάνυχτα και θυμόμασταν τα «κατορθώματά μας». Συνειδητοποίησα ότι μου είχε λείψει το πάθος του για ζωή, και κυρίως, η πόρωσή του για την ανακάλυψη της αλήθειας. «Ρε μαλάκα, έχουμε βαλτώσει. Πρέπει να κάνουμε καλύτερα θέματα, αυτός είναι ο στόχος», μου είπε και τσούγκρισε το ποτήρι μου, σαν να κάνει πρόποση. Εις υγείαν λοιπόν, του «Αλβανού», που εκτός από το ταλέντο του, θαυμάζω και τη θέλησή του να εξερευνά την πραγματικότητα που οι άλλοι αγνοούν. Μάθε μας κι άλλα «Ελβετέ», σου αξίζει.
Info: «Στην κόψη του κάδρου», 15-23 Μαρτίου, Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης.