Σε σένα μιλώ, με το κίτρινο καπέλο, το κράνος ασφαλείας – έτσι δεν το λέτε;
Εκεί που παρατηρούσα στις φωτογραφίες της Καρυάτιδας, την τελειότητα των μαλλιών και των πτυχών του ενδύματος, την αγέρωχη ομορφιά του κορμιού, το βλέμμα που αφήνει τη φαντασία να δώσει όποια έκφραση προτιμά, το μειδίαμα στο χείλη, σε είδα να της χαμογελάς με αγάπη συγκινητική την ώρα που την καθάριζες από τις άμμους αιώνων. Σε φαντάστηκα να δακρύζεις μπροστά της, καθώς σπιθαμή-σπιθαμή, πόντο-πόντο, σου αποκαλυπτόταν η ομορφιά της.
Σε ζήλεψα για τη στιγμή.
Ζήλεψα την αγωνία σου για να τη δεις.
Ζήλεψα τη συγκίνησή σου, όταν την είδες.
Ζήλεψα ακόμα και την προσδοκία χρόνων να βρεθείς μπροστά της. Κάποτε…
Τόση είναι η ζωντάνια της, η απαράμιλλη με την ανάσα και το καρδιοχτύπι του νέου που βράζει το αίμα στο κορμί του, που συγκινήθηκα τόσο καθώς είδα εκείνη να μειδιά και σένα να χαμογελάς με θαυμασμό και λατρεία.
Γι’ αυτό, για αυτό το από ψυχής χαμόγελο, για κείνο το βλέμμα-χάδι, για κείνη την προσμονή σου μήπως και σου αρθρώσει το «σ’ ευχαριστώ για το φως», υποκλίνομαι ταπεινά στο δικό σου μεγαλείο. Και ας λένε τρελο-αρχαιολόγους. Έτσι είναι τα πάθη. Σε τρελαίνουν. Κι έτσι πάει μπροστά η ζωή. Από τους τρελούς και παθιασμένους ονειροπόλους, που στην πέτρα και στο άψυχο, μαρμάρινο άγαλμα, βλέπουν μια κόρη θαυμαστή, μια Καρυάτιδα να θριαμβεύει με την απλότητα και την εντέλειά της. Τόση εντέλεια που σε μεθά. Και πιάνεις την κουβέντα μαζί της. Για το χθες τόσων αιώνων που πέρασε, για το αύριο άλλων τόσων που έρχεται. Και ξεχνάς τις πίκρες σου από τη στιγμή, που λες χαλάλι που πατώ ακόμα τούτα τα ευλογημένα χώματα. Κάπου-κάπου έχουν ζωή πιο ηχηρή κι από την πιο πολύβουη πόλη.