Η συνταγή του; Λίγη παραδοξολογία, λίγη πρόκληση και υψηλή αυτοεκτίμηση. Έτσι πολιτεύτηκε, έτσι έκανε ραδιόφωνο, έτσι έγινε και συγγραφέας.
Ο Μίμης Ανδρουλάκης έχει, αυτές τις μέρες, κάθε λόγο να αισθάνεται ευχαριστημένος: εξασφάλισε ακόμα μια κοινοβουλευτική θητεία, πάνω απ’ όλα δηλαδή εξαφάλισε ακόμα μια περίοδο δημόσιας παρουσίας στα ΜΜΕ, χωρίς κόπο, χωρίς προσπάθεια.
Μαϊντανός; Αν και ο χαρακτηρισμός δεν θα του αρέσει, η αλήθεια είναι ότι τα κανάλια τον θυμούνται όταν ψάχνουν έναν καρατερίστα, έναν δεύτερο ρόλο με αναγνωρίσιμη χαρακτηριστική ελαφράδα για να μην πεθαίνουν οι τηλεθεατές από την πλήξη της σοβαροφάνειας που μετέρχονται οι καλεσμένοι σε κεντρικά πάνελ. Ο ρόλος αυτός του αρέσει, κυρίως επειδή έχει σκηνοθετήσει ο ίδιος τον εαυτό του: εμφανίζεται με όλα τα χαρακτηριστικά του εθνικού ταγού. Είναι ρόλος που τον έχει παίξει εκατοντάδες φορές, αλλά, ντούρασελ, συνεχίζει. Τα ΜΜΕ, άλλωστε, είναι η αγαπημένη του ασχολία. Τον εξιτάρει η φωνή του στο ραδιόφωνο, τρελαίνεται να βλέπει τη φάτσα του στην. Είναι νάρκισσος και γουστάρει.
Είναι προφανώς κατάλοιπο από τα αμφιθέατρα, από τα νεανικά, τα στρατευμένα του χρόνια. Αλλά εκείο είναι σχετικά εύκολο να σε προσέξουν. Αρκεί να είσαι ζωηρός, μαχητικός και να ξέρεις τη γραμμή. Μετά, αν θέλεις να συνεχίσεις να είσαι στο επίκεντρο, είτε πρέπει να είσαι όντως σπουδαίος είτε πρέπει να σκηνοθετήσεις τα χαρακτηριστικά που σε κάνουν ενδιαφέροντα. Ο Μίμης Ανδρουλάκης τα σκηνοθέτησε.
Η συνταγή; Λίγη παραδοξολογία, λίγη πρόκληση και υψηλή αυτοεκτίμηση. Έτσι πολιτεύτηκε, έτσι έκανε ραδιόφωνο, έτσι έγινε και συγγραφέας, έγραψε φίξιον, βιβλία με υπόθεση. Η επιτυχία του ήταν ανάλογη του σκανδάλου που προκάλεσε.
Το «Μ εις την νι», που βγήκε το 1999, ανακάτευε την Παναγία με τον ερωτισμό και προκάλεσε την μήνιν παπάδων και νομαρχών στη Θεσσαλονίκη που τον προπηλάκισαν και τον έσυραν στα δικαστήρια: η συστράτευση μαζί του εναντίον της λογοκρισίας πολλών σοβαρών ανθρώπων, έκανε το βιβλίο του μπεστ σέλερ. Το 2002, με το «Τάνγκο του Τσε», στοχεύει αυτή τη φορά τα ιερά και τα όσια της αριστεράς.
Το τελευταίο βιβλίο του, που βγήκε πριν από λίγες μέρες, προεκλογικά, δεν είναι φίξιον. Είναι δοκιμιακού χαρακτήρα και έχει τίτλο «Ε, πρόεδρε!». Στο πρώτο κεφάλαιο, συναντά τον αρχηγό του, τον Γιώργο Παπανδρέου (που ήταν ακόμα αντιπολίτευση) στις τουαλέτες της Βουλής. Εκεί φαίνεται ότι ανταλλάσσουν και μερικά λογάκια. Ο πρόεδρος εκτιμά το συγγραφέα, του λέει ότι περιμένει το νέο του βιβλίο, ο συγγραφέας τον παρομοιάζει με τον πρωταγωνιστή της ταινίας «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» του Μέλβιλ (sic, εννοεί τον Ζαν-Πιερ Μελβίλ, τονίζει λάθος το όνομα, αλλά ποτέ δεν είχε πρόβλημα στην τεκμηρίωση) και παραλληλίζει τις δυσκολίες που έχει ο πρόεδρος ενός κόμματος με τις δυσκολίες του προπονητή της Εθνικής ποδοσφαίρου. Είναι σίγουρος ότι ο πρόεδρος θα διαβάσει το νέο βιβλίο του, λέει. Υποτίθεται ότι περιέχει συμβουλές σε έναν ηγέτη. Χρησμούς. Αποφθέγματα. Και κολακείες;
Και κολακείες, καλυμμένες με το επίχρισμα της (αμπελο)φιλοσοφίας. Και νάρκισσος, και κόλακας. Δηλαδή, μεγάλος καλλιτέχνης.