«Ἔκστηθι φρίττων, οὐρανέ»… Πρωτάκι του Δημοτικού το άκουγα και μιαν αναστάτωση μου έφερνε. Αυτό το «φρίττων», ίσως αυτό να έφταιγε. Κι εκείνο το «έκστηθι» όμως… Κούρνιαζα αποζητώντας το χέρι του ψάλτη παππού μου που, θαρρείς και κάτι ένιωθε, και μ’ άγγιζε καθησυχαστικά στον ώμο, λίγο πριν αρχίσει να ψάλλει εκθαμβωτικά το λυτρωτικό «Παῖδες εὐλογεῖτε», μια μουσική κάθαρση, που άργησα να καταλάβω.
Το πιο δύσκολο ήταν πως έπρεπε να αντέξω το ξενύχτι. Επτά χρονών μπόμπιρας, έπρεπε να ανταποδώσω την τιμή να είμαι όλες τις μέρες της Μεγάλης Βδομάδας σε όλες τις λειτουργίες μαζί και δίπλα στον ψάλτη παππού, που ήταν από τους πρωταγωνιστές των ημερών. Γιορτές και καλοκαίρια τον είχα μόνο, και δεν γινόταν να χάσω στιγμή.
Στητός εγώ με τα καλά μου, πίσω από το αναλόγιο του επί τούτου αριστερού ψάλτη-παππού να ακούω από εκείνον τα τροπάρια, να ρουφώ την εμπειρική δεξιότητα και καλλιφωνία του αλλά και να μένω σοβαρός στα αστειάκια του. Ναι, την ώρα της λειτουργίας, στους ψαλμούς ανάμεσα, θυμόταν να μου πει γιατί έλεγε τον γάιδαρό του ελικόπτερο, μήπως και με κρατήσει ξύπνιο.
Το βράδυ της Ανάστασης ήταν για τα παιδικά μου μάτια κάτι σαν μια μικρή προδοσία. Ήθελα αλλά δεν μπορούσα… Κατά τις δώδεκα και τέταρτο με έπαιρναν οι δικοί μου καντηλιασμένο και με μισόκλειστα τα μάτια για ύπνο αμέσως μετά το «Χριστός Ανέστη» κι άφηνα ολομόναχο τον παππού να τελειώσει το έργο του.
Κάθε φορά που ακούω ακόμη και τώρα το «Παῖδες εὐλογεῖτε», μόνο από τη φωνή τού, από χρόνια εκλιπόντος, παππού το έχω στ’ αυτιά μου και πάντα ένα αίσθημα πως δεν ήμουν εκεί που έπρεπε, όσο θα ήθελα, έχω.