Protagon A περίοδος

Μικρές αμαρτίες

Είναι κλέφτης ο οπωροπώλης, απατεώνας. Δεν φτάνει που με κλέβει στο ζύγι, μου βάζει και σάπια από πάνω. Προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω, χαμογελώ, πληρώνω, παίρνω τις τσάντες με τα πράγματα… Όλα καλά.

Θοδωρής Γκόνης

Είναι κλέφτης ο οπωροπώλης, απατεώνας. Δεν φτάνει που με κλέβει στο ζύγι, μου βάζει και σάπια από πάνω. Προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω, χαμογελώ, πληρώνω, παίρνω τις τσάντες με τα πράγματα… Όλα καλά. Στην έξοδο με προλαβαίνει τρέχοντας η γυναίκα του και μου χώνει στις σακούλες, μήλα, καρότα, μπανάνες, αχλάδια, φράουλες… «Στο καλό, στο καλό», μου λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια όλο ευγνωμοσύνη που δεν διαμαρτύρομαι. Ο γέρος στο βάθος, στο ταμείο του, στον κόσμο του, μετρά με ηδονή τα χρήματα. Τα  κλοπιμαία. 

Κάθε φορά, κάθε μέρα τα ίδια. Σπρώχνει κιόλας, πατάει με το δάχτυλο τη ζυγαριά να βαρύνει, να γράψει περισσότερα. Τον βλέπω. Δεν μιλώ.
Αυτή είναι η μια ιστορία.
Υπάρχει όμως και μια άλλη.

Με το καθαριστήριο. Καινούρια, που μου φανέρωσε, μου ξεσκέπασε μια παλιά, από καθαριστήριο κι αυτή, αλλά σε άλλο τόπο.
Δίνω τα ρούχα μου, πού αλλού, στο καθαριστήριο της γειτονιάς, συνεχίζοντας κι εγώ τη μακρά παράδοση της οικογένειας.

Οι άνθρωποί του – και είναι αρκετοί – ευγενέστατοι, περιποιητικοί, καθώς πρέπει. Είμαι ξένος, είμαι ευχαριστημένος μαζί τους. Μια μέρα, ένα πρωινό, καθώς περνώ απ’ έξω απ’ το καθαριστήριο, ο ιδιοκτήτης – αντί να με καλημερίσει ευγενικά, όπως το συνηθίζει – έρχεται κοντά μου και, τείνοντας το χέρι, μου λέει απότομα, και τραχιά: «Ρε συ, ξέχασες αυτά τα χρήματα μέσα στη τσέπη του παντελονιού σου, πάρτα». Και προτού προλάβω να πω "ευχαριστώ", εξαφανίστηκε. Ήταν τριακόσια ευρώ.      

Το είχα ξεχάσει εντελώς. «Στεγνοκαθαριστήριον o Ήλιος» – Ναύπλιο, μαθητής γυμνασίου. Ο μεγάλος μου θείος, μπεκιάρης από πεποίθηση, μ’ έστελνε τακτικά να παίρνω τα ρούχα του από το καθαριστήριο. Κάποια φορά ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, ο κύριος Δημήτρης, μαζί με τα παντελόνια και τα πουκάμισα – και είχε πολλά ο θείος, με αδυναμία, μάλιστα, στα καρό – στο χαρτί με τις στάμπες και το σήμα κατατεθέν του καταστήματος και μαζί με τα ρούχα του, που ήταν διπλωμένα περίτεχνα, μου έδωσε και ένα πεντακοσάρικο που βρήκε ξεχασμένο στις τσέπες του παντελονιού του θείου, λέγοντάς μου να του το δώσω και να του πω "άλλη φορά να προσέχει".

Έδωσα τα ρούχα στον θείο μου, όμως το χαρτονόμισμα το έκρυψα, δεν του το έδωσα ποτέ.
Κάθε φορά που έβλεπα τον θείο μου, με τον κύριο Δημήτρη, έτρεμε η ψυχή μου, τώρα έλεγα, τώρα θα με ξεσκεπάσει, τώρα θα τον ρωτήσει για το πεντακοσάρικο – και έφευγα τρέχοντας.

Πέρασαν χρόνια και στην κηδεία του θείου μου, ο φίλος του ο αδελφικός, ο κύριος Δημήτρης Κατσίγιαννης, εκφώνησε τον επικήδειό του. Μέσα στα τόσα άλλα που είπε, μέσα στα τόσα εγκώμια που του έπλεξε – που του καταμαρτύρησε – κομπιάζοντας συχνά-πυκνά, λόγω δακρύων, είπε και τούτο: «Μνημειώδης η γενναιοδωρία σου, φίλε μου, αλλά και η αφέλεια, η αθωότητα, η ευπιστία, η ακαταστασία, η απλοϊκότητα, η παιδικότητα, τι τσαπατσούλικο παιδί ήσουν εσύ, και τι δεν βρήκα μέσα στις τσέπες σου και τι δεν ψάρεψα… Να, βλέπω απέναντι μου τον ανιψιό σου και θυμάμαι το πεντακοσάρικο που είχες ξεχάσει στο λινό σου παντελόνι, μια ολόκληρη περιουσία τότε, δεν το αναζήτησες και στο επέστρεψα με τον πολυαγαπημένο ανιψιό σου, πλυμένο, σιδερωμένο κι αυτό, αλλά άθικτο».

Είδα το θείο μου τότε, μέσα από το φέρετρο, να ανοίγει τα μάτια του και να μου λέει:
«Βρε κλέφτη, βρε απατεώνα!».