Ξύπνησα πρωί με δυσκολία. Χτες έγραφα μέχρι αργά. Ξανάπιασα το βουνό με τις φωτοτυπίες. Το δωμάτιο του σπιτιού που με φιλοξενούσε μικρό, δεν μπορούσα να τις απλώσω στο πάτωμα. Έχει θάλασσα όμως εδώ και την έχω ανάγκη μετά από ένα μήνα εγκλεισμού στα αρχεία του Ερυθρού Σταυρού στη Γενεύη όπου έκανα την έρευνα. Δούλεψα λίγο αλλά δεν έβγαινε. Είπα να βγω να κάνω μια βουτιά. Με ξυπνάει το νερό. Στο δρόμο άνοιξα το τουίτερ να δω τι γίνεται στον έξω κόσμο. Η είδηση μόλις έχει κυκλοφορήσει. «Ένα παιδί χωρίς εισιτήριο πήδηξε έξω από το τρόλεϊ για να αποφύγει τον ελεγκτή και τραυματίστηκε». Τίποτα άλλο.
Πάγωσα. Γιατί να πηδήξει; Δεν είχε εισιτήριο, ε και; Αφού δεν μπορούσε να του κάνει τίποτα ο ελεγκτής, όλοι το ξέρουν αυτό. Δίνεις τα στοιχεία σου, τα γράφει, τέλος. Είσαι και μικρό παιδί, τι να σου κάνει; Ξαναγύρισα στην εποχή που πηγαίναμε σχολείο και μπουκάραμε στα λεωφορεία τζαμπατζήδες άλλοι για πλάκα κι άλλοι γιατί είχαν φάει τη δραχμούλα του εισιτηρίου στην καντίνα. Βάζαμε στοιχήματα ποιος θα δει πρώτος τον ελεγκτή να κατεβούμε άπιαστοι. Μια λάθος παρόρμηση και το κακό θα 'χε γίνει. Ευτυχώς για τους γονείς μας δεν την είχαμε. Δυστυχώς για τους γονείς του την είχε.
Κανείς όμως δεν έγραφε ακόμα τι ακριβώς έπαθε το παιδί, ούτε τι διαδραματίστηκε στο λεωφορείο. Το πρώτο κύμα στοχοποιούσε μανιασμένα τους εισπράκτορες, τους έλεγαν Ες Ες, μοχλούς του συστήματος και χαφιέδες. Ανατρίχιασα. Έχω συναντήσει πολλούς αγενείς – ειδικά με τους μετανάστες πολύ σκληρούς. Αλλά μου φάνηκε παράλογο να στοχοποιούνται ΟΛΟΙ οι ελεγκτές, άνθρωποι που κάνουν τη δουλειά τους για το μεροκάματο (άλλωστε κανείς δεν ήξερε πώς ακριβώς την έκανε τη δουλειά του ο ελεγκτής του δράματος, αν ήταν βίαιος ή υβριστικός, ακόμα και τώρα που γράφω δεν έχουμε πλήρη ενημέρωση). Αυτό είναι παράλογο. Κάθε μέρα παίρνω το Α7 για να πάω δουλειά και κάθε μέρα τα βλέπω τα πιτσιρίκια, φτωχά και πλούσια, να παίζουν κρυφτό με τους ελεγκτές. Τίποτα δεν μπορούν να τους κάνουν. Το ξέρουν αυτό και παίζουν όπως παίζαμε κι εμείς. Τα παιδιά των ελεγκτών όμως δεν είναι παιδιά; Γιατί να βλέπουν στα σόσιαλ μίντια τον πατέρα τους ναζί και δολοφόνο;
Το κύμα μίσους συνεχίζεται. Τους αποκαλούν λακέδες του συστήματος, στριμώχνουν τους άνεργους, οι γονείς του παιδιού που χάθηκε ήταν άνεργοι, λένε κάποιοι. Μα πού το ξέρουν αυτοί, αφού κανείς δεν ξέρει τίποτα ακόμα, αν είναι πράγματι άνεργοι το κράτος οφείλει να βρει έναν τρόπο να ταξιδεύουν δωρεάν αλλά αυτοί εδώ δεν λένε αυτό, αυτοί αναρωτιούνται γιατί να πληρώνουμε όλοι εισιτήρια, γιατί να γίνεται έλεγχος. Γιατί δεν θα 'χουμε συγκοινωνίες, λέω από μέσα μου, γιατί δεν γίνεται να διαλυθούν τα πάντα. Πρέπει να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας, τη νομιμότητα, να μη στοχοποιούμε ανθρώπους, ούτε ολόκληρους κλάδους. Πώς τα κατάφεραν να μας κάνουν να στρεφόμαστε παράλογα ο ένας εναντίον του άλλου αντί να ξαναφτιάξουμε τη χώρα μας μαζί; Ελεγκτές υπάρχουν σε όλες τις χώρες, κανείς δεν σκέφτηκε να αποκαλέσει ναζί δολοφόνο έναν μεροκαματιάρη.
Και τότε σταματάω στην άκρη του δρόμου και γράφω τη φράση που αν ήξερα ότι το παιδί ήταν ήδη νεκρό, αν μπορούσα να υποψιαστώ τον αρρωστημένο οχετό που θα εξαπέλυε, ποτέ δεν θα έγραφα. «Συμπέρασμα: οι ελεγκτές δεν πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους επειδή κάποιος τζαμπατζής θα μπορούσε να πηδήξει έξω από το όχημα;». Δηλαδή, θα έφταιγε ο ελεγκτής αν εγώ, η τζαμπατζού του 1975, έκανα έναν σάλτο έξω για να μην πιαστώ;
Κλείνω το τηλέφωνο και κάνω τη βουτιά. Έκατσα ένα-δυο λεπτά και ξαναβγήκα. Η δουλειά με περίμενε πιεστική. Ανοίγω το τουίτερ να δω τι έγινε το παιδί, αν υπάρχουν άλλες πληροφορίες. Το παιδί πέθανε. Απίστευτο. Η κακιά η ώρα η μαύρη. Σκρολάρω και πια δεν πιστεύω αυτό που βλέπω. Δεκάδες άγνωστοι, άνθρωποι που δεν μου είχαν πει ποτέ μια καλημέρα, που δεν διάβασαν ποτέ ούτε ένα βιβλίο μου, ούτε ένα άρθρο μου, με έβριζαν και με καταριόταν με όση χολή μπορεί να βγει από στόμα ανθρώπου. Τι ανθρώπου; αδύνατον να εκστομίζονται από ανθρώπους αυτά που διαβάζω. «ΨΟΦΑ!», «Μιλάνε οι πλούσιοι», «(1.400 ευρώ μετά από 30 χρόνια στο πανεπιστήμιο παίρνω η πλούσια) «Ο καρκίνος να φάει βασανιστικά τα σπλάχνα σου, τα παιδιά σου, σκρόφα, να λιώσουν σαν το κερί»; Γιατί με καταριούνται; Γιατί έγραψα ότι δεν μπορεί να καταριόμαστε όλους τους ελεγκτές επειδή κάνουν τη δουλειά τους; Λέξη δεν είπα για το παιδί. Πού την είδαν την ασέβεια στον νεκρό; Ούτε που ξέραμε τότε ότι ήταν νεκρός. Και κανείς δε ρώτησε τίποτα. Άνοιξαν απλώς τα σαγόνια και κατασπάραζαν.
Πήγα και κάθισα στο πιο κοντινό καφενείο. Διάβαζα και διάβαζα και σταματημό δεν είχα. Ήθελα να το δω όλο το πρόσωπο της αρρώστιας που κατατρώει την πατρίδα μου, να τη χωνέψω και να την ξεράσω. Κατάπια αργά όλη την πικρότατη χολή που πριν από μένα είχε εκτοξευτεί εναντίον της Σώτης Τριανταφύλλου, του Χωμενίδη, της Έρσης Σωτηροπούλου, του Κουμανταρέα, του Τατσόπουλου, της Δημουλά, εναντίον όλων των διανοούμενων, των καθηγητών, όλων. Δεν είναι ότι διαφωνούν με αυτά που λέμε, η διαφωνία είναι η πηγή που ποτίζει τον διάλογο, είναι που τον μισούν τον διάλογο. Το ΨΟΦΑ δεν είναι λέξη, είναι όπλο. Γιατί μιλάτε, ουρλιάζει η έξαλλη μειονότητα -γιατί μειονότητα είναι, απλώς φωνάζει πολύ και παρασύρει τους ανθρώπους τους μαυρισμένους απ´ τα προβλήματα- που λίγο πριν ούρλιαζε «γιατί δε μιλάτε;». Αυτοί φυσικά δεν θέλουν να μιλάς, θέλουν να χαϊδεύεις τα αυτιά τους. Αυτοί δεν σκέφτονται, μισούν. Δεν μιλάνε, ξερνάνε όξος.
Συνέχισα να διαβάζω ενώ ήξερα πως έπρεπε να σταματήσω. Με ρωτούσαν πόσα έπαιρνα από το ΔΣ της ΕΡΤ και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου ενώ όλοι ξέρουν ότι είναι άμισθες θέσεις. Ποτέ δεν πήρα ούτε ένα ευρώ από πουθενά. Τον χρόνο μου και ό,τι γνώσεις έχω, προσφέρω στη χώρα μου όπως οφείλω, αλλά αυτό προφανώς οι έξαλλοι εισαγγελείς δεν μπορούν ούτε να το διανοηθούν. Δεν δίνουν του αγγέλου τους νερό, το κράτος οφείλει να του δώσει νερό. Αυτοί μόνο δικαιούνται, δεν οφείλουν τίποτα. Δεν είναι χτίστες, είναι χαλαστές.
Σε κανά-δυο ώρες άρχισαν να εμφανίζονται μαχητικά οι συναγωνιστές στο σκληρό πεδίο του ελεύθερου διαλόγου, οι φίλοι, οι αναγνώστες και οι φοιτητές μου, οι άνθρωποι που πιστεύουν στον άνθρωπο, στη δημοκρατία και τη λογική. Εμφύλιος για μια φράση;
Συνέχισα να διαβάζω όλη αυτή τη μαύρη μέρα. Αδύνατον να κάνω, να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο. Ακολούθησε η γνωστή βρώμα του ημικίτρινου Τύπου, τα ανεκδιήγητα μπλογκς, τα νούμερα που έβγαιναν σε τηλεριάλιτι και τώρα κατακεραυνώνουν το σύμπαν, καλλιτέχνες του θεάματος που χρωστάνε τα μαλλιοκέφαλά τους στο ΙΚΑ, την εφορία και στους εργαζόμενους αλλά τώρα «αγωνίζονται» στο πλευρό του λαού και φυσικά οι Ρομπέν των βλακών. Όλοι -ευτυχώς όχι όλοι, σχεδόν όλοι – είπαν να μη χάσουν το τρένο της πελατείας τους που θα ήθελε να κατασπαράξει λίγη σάρκα και ανακάτεψαν τη λάσπη αναμεταδίδοντας τη χολή. Εκτός από τους γονείς του παιδιού. Αυτοί περιμένουν αξιοπρεπείς μέσα στο βαρύ πένθος τους να μάθουν την αλήθεια που ακόμα τώρα που γράφω, δυο μέρες μετά, κανείς δεν ξέρει ακριβώς.
Η ώρα πήγε 12, 2, 4. Διάβαζα για να καταλάβω πλην ματαίως. Εγώ που πάντα στηριζόμουν στο αύριο, τώρα αδυνατούσα. Αυτή η κρίση θα μας οδηγήσει κάποτε σε ξέφωτο ή θα χαθούμε αλληλοσπαραγμένοι στη ζούγκλα; Θα αγκαλιάσουμε όλοι μαζί τους άνεργους, τους απελπισμένους, τους αδύναμους, θα εγκαλέσουμε τους ασύδοτους, τα φωνασκούντα λαμόγια, θα γεννήσουμε κάτι άλλο μέσα από το σάπιο σύστημα, θα στηριχτούμε στη λογική και στη νομιμότητα, θα αλλάξει το αίτημα της κοινωνίας, θα γίνουμε ποτέ χτίστες αντί για χαλαστές;
Κοιμήθηκα εξαντλημένη στις 5. Με ξύπνησε στις 7 ο ήχος του μηνύματος. Είπα να μην το ανοίξω. Κι άλλη χολή; Άλλαξα γνώμη όταν είδα τον αποστολέα. Ήταν του Θοδωρή Γ., περσινού φοιτητή μου αγαπημένου.
«Κυρία Διβάνη, τώρα σας θέλω μπετόν. Θυμάστε τι μας λέγατε στο αμφιθέατρο; Ζούμε σε δύσκολους καιρούς. Ετοιμαστείτε. Αυτό μας λέγατε. Με το στόμα τους αυτοί θα δαγκώνουν αλλά εμείς θα μιλάμε. Μέχρι να φυτρώσουν καινούρια αυτιά για να μας ακούσουν και καινούρια στόματα για να μας απαντήσουν».
Μακάρι, Θοδωρή μου. Να το ξέρεις: Σε σένα στηριζόμαστε.