«Με πόσους έχεις πάει;» – «Εχω πάει με τρεις»
Αυτή ήταν σε λίγο παλιότερες εποχές η κλασική γυναικεία απάντηση, για ηλικίες μέχρι 25, όταν το αγόρι δεν κρατιόταν και έκανε αυτή που θεωρείται η δεύτερη πιο άκυρη γκομενική ερώτηση όλων των εποχών – η πρώτη είναι το «σου άρεσε;».
Στη συνέχεια ο αριθμός τροποποιήθηκε ελαφρά προς τα πάνω διότι το τρία μοιάζει πλέον εξωπραγματικό, σχεδόν ειρωνικό. Το «έχω πάει με τρεις» σατιρίστηκε σε βαθμό που κάηκε. Εγινε ανέκδοτο. Συνήθως λένε πέντε ή έξι τώρα. Ισως και λίγο παραπάνω αλλά δύσκολα πάνω από το ψυχολογικό φράγμα του διψήφιου. Για δύο λόγους μπορεί να απαντήσει μια κοπέλα αυτό το χαμηλό νούμερο: α) γουστάρει τον τύπο για πιο σοβαρά και δεν το ρισκάρει να τον τρομάξει· β) δεν θέλει να κακοχαρακτηριστεί ως παρτόλα, ανεξαρτήτως αν ενδιαφέρεται σοβαρά για τον τύπο ή όχι.
Κάποιες άλλες δεν απαντούν καθόλου, αρνούνται: «μπορώ να σου πω οτιδήποτε, στην πραγματικότητα ποτέ δεν θα μάθεις τι έγινε». Κάτι παρόμοιο γίνεται στην περίπτωση που υπάρχουν υποψίες κέρατου: «μη ρωτάς αν πήγα με άλλον επειδή ό,τι και να σου πω μπορεί να είναι ψέματα και δεν μπορείς να το εξακριβώσεις». Εχει λοιπόν διαμορφωθεί μια ορθοδοξία ότι ο άντρας «ο σωστός, ο πρόστυχος, ο γοητευτικός» δεν κάνει ποτέ τέτοιες ερωτήσεις που προδίδουν ανασφάλεια και κομπλεξάκι χωρίς να αποσπούν καμιά σίγουρη πληροφορία. Εχει αναχθεί σε ένα ιδιότυπο αρνητικό τεστ ανδρισμού: αν δεν κρατηθείς και κάνεις την απαγορευμένη ερώτηση παίζει να φας σουτ. Η επιθυμία της γνώσης παραπέμπει σε ελλειμματική ανδρικότητα.
Η λογική αυτή βασίζεται σε μια αυθαίρετη υπόθεση: ότι το πραγματικό νούμερο είναι πάντα μεγαλύτερο από αυτό που δηλώνεται. Οτι η γυναίκα έχει πάει με περισσότερους από όσους παραδέχεται και έχει πάντοτε εύλογο συμφέρον να το κρύψει. Κυκλοφορεί μάλιστα και μια χαζή φόρμουλα: «για να μάθεις με πόσες έχει πάει ένας άντρας διαίρεσε αυτό που λέει με το τρία· για να μάθεις με πόσους έχει πάει μια γυναίκα πολλαπλασίασε με το τρία». Επομένως καταλήγουμε στο «μη ρωτάς για να μην ακούσεις ψέματα».
Ο λόγος που γίνεται η ερώτηση «με πόσους έχεις πάει» είναι για να τσεκάρεις τις κοινωνικές δεξιότητες αυτού που έχεις απέναντί σου. Να δεις κατά πόσον κατέχει και συμμορφώνεται με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της κοινωνικής ανταλλαγής
Αν θέλουμε όμως να είμαστε γνήσιοι αγνωστικιστές, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε ότι το πραγματικό νούμερο είναι μεγαλύτερο. Μπορεί να είναι και μικρότερο. Οσο και αν ξενίζει αυτό κάποιους (ιδίως μεγαλύτερους σε ηλικία που έμαθαν σε πιο συντηρητικά πρότυπα) σήμερα μπορούμε να φανταστούμε λόγους που μια κοπέλα θα φουσκώσει τον αριθμό των εραστών της, όπως ακριβώς (υποτίθεται πως κάνει) ένα αγόρι. Στην πραγματικότητα υπάρχουν άπειρες στρατηγικές αναλόγως την περίπτωση και το φετίχ της αλήθειας ποτέ ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό σε εμάς τους Ελληνες. Η κουλτούρα μας είναι κουλτούρα πονηριάς και εξαπάτησης, όχι προτεσταντικής ευθύτητας και ειλικρίνειας. Ο κομπασμός είναι ο κανόνας στο αρσενικό και η ψευδοντροπή στο θηλυκό, όμως οι εξαιρέσεις είναι πλέον πολλές. Αν π.χ. έχω πάει με 100 ίσως επιλέξω να μην το πω στο υποψήφιο girlfriend για να μην τρομάξει. Δεν υπάρχει ποτέ ασφαλές συμπέρασμα για το παρελθόν του άλλου.
Θεωρώ ωστόσο πολύ αφελή και ουσιοκρατική την ορθοδοξία του «μην ρωτάς για να μην ακούσεις ψέματα». Οτι πιθανότατα θα ακούσουμε ψέματα το γνωρίζουμε, όμως από το ψέμα μπορείς να καταλάβεις πολλά. Δεν θα μάθουμε τι έγινε «στην πραγματικότητα». Κανείς κατά βάθος δεν ρωτά για αυτό, ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιεί. Αυτό που ίσως μάθουμε είναι τις διαθέσεις του άλλου απέναντί μας.
Είναι διατεθειμένο το θηλυκό να παίξει το παιχνίδι με τους συμβατικούς κανόνες του, να σου πει δηλαδή το καθησυχαστικό ψέμα «μωρό μου είσαι ο τρίτος μου»; Ή μήπως θέλει να σε βάλει σε ένα power game, να ξεκινήσει ένα μπραντεφέρ που θα δοκιμάσει τις αντοχές σου; Σε αυτή την περίπτωση μπορεί ακόμα και να εμφανίσει μεγαλύτερο νούμερο από το πραγματικό.
Γιατί; Για διάφορους λόγους. Ενδεικτικά: α) να σε τεστάρει αν την αποδέχεσαι χωρίς να σε μπλοκάρει ένα «αμαρτωλό» παρελθόν· β) να σε ψαρώσει και να δει πώς αντιδράς στο απρόοπτο, αν είσαι ψημένος· γ) να σε εκδικηθεί επειδή τόλμησες και ρώτησες μια faux-pas και ηλίθια ερώτηση· δ) να στο παίξει περισσότερο έμπειρη και μαγκιόρα· ε) επειδή θέλει να χωρίσει.
Ο λόγος που γίνεται η ερώτηση «με πόσους έχεις πάει» είναι για να τσεκάρεις τις κοινωνικές δεξιότητες αυτού που έχεις απέναντί σου. Να δεις κατά πόσον κατέχει και συμμορφώνεται με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της κοινωνικής ανταλλαγής ή αντιθέτως αν προσπαθεί να αποκλίνει και να διαφέρει, κατακτώντας μια φαντασιακή αυτονομία. Εάν η ερωτώμενη υπερβεί τα εσκαμμένα και πετάξει ένα μεγάλο νούμερο (ασχέτως αν είναι πραγματικό ή όχι) σημαίνει ότι έχει κάποιο θεματάκι με τους κανόνες και αυτό καλό είναι να το γνωρίζεις.
Η κοινωνική ζωή βασίζεται στα συμβατικά ψέματα. Δεν ξέρουμε αν υπάρχει κάποια σαρκώδης ουσία κάτω από αυτή την πανοπλία της «αλλοτρίωσης». Αν μου πεις καλημέρα, θα σου την ανταποδώσω, ακόμα και αν έχω ξυπνήσει στραβά, με πονοκέφαλο, διαολόνευρα, κατάθλιψη και επιθυμία καταστροφής του σύμπαντος. Αν σε ρωτήσω στο δρόμο «τι κάνεις;» μάλλον θα μου απαντήσεις, ακόμα και ετοιμοθάνατος να είσαι, «καλά, εσύ;». Ξέρεις ότι δεν με ενδιαφέρει στην πραγματικότητα να μάθω πώς είσαι. Τη στάση σου απέναντί μου θέλω να τσεκάρω. Αυτός που ρωτά «με πόσους έχεις πάει» δεν θέλει την αλήθεια, ένα λευκό ανώδυνο ψεματάκι ψάχνει για να πάτε παρακάτω. Στοιχειώδεις αβρότητες, όχι πυραυλική επιστήμη. Το «τι έγινε πραγματικά» είναι αταβιστικός αυτοματισμός, άπιαστη χίμαιρα για ρομαντικούς δονκιχώτηδες. Υπάρχουν μόνο λόγοι, αυτό που σου λέει ο άλλος, αυτό που επιτελείται μπροστά σου. Αν σου πει «έχω πάει με δύο» σημαίνει πιθανότατα πως θέλει να σε κρατήσει, άρα είσαι σε καλό δρόμο. Αν στην «πραγματικότητα» έχει πάει με 72, μικρή σημασία έχει.