Δεν θυμάμαι πότε έγινε η πρώτη μας γνωριμία, πάνε χρόνια. Θυμάμαι, όμως, πως είχα άγχος. Το είχα, άλλωστε, κάθε φορά που συναντιόμασταν. Το ίδιο, κάθε φορά. Ήθελα να φανώ αντάξιός του. Άξιος της συνάντησής μας. Να νιώσω πως κατάφερα να τον κερδίσω. Έστω και λίγο… έστω για λίγο… να, τόσο δα. Είχα ακούσει πράγματα μοναδικά, μόνο υπέροχα… όλα. Σπάνια συναντάει κανείς ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν. Και εκεί είναι που κανείς κοντοστέκεται. Που σταματάει το χρόνο για ν’ ακούσει. Να γίνει σφουγγάρι. Να εξελιχθεί. Να μη μείνει στάσιμος. Άνθρωπος, μεγαλύτερος και από την ίδια τη ζωή, που σαν το χέρι του τύλιγε το δικό σου, όλα άλλαζαν. Όλα γίνονταν με μιας πιο καθαρά. Πιο αληθινά, πιο μπεσαλίδικα. Μεγάλο προτέρημα ο λόγος να έχει μπέσα. Χρειάζεται να τα πεις μία φορά. Τα υπόλοιπα με μια ματιά… με μάτια μπλε…σαν δυο στάλες Αιγαίο.
Και αυτή η σιγουριά του… θεέ μου… κάτι μαγικό… έμπνευση και δημιουργία σε ένα, με μια ματιά, ναι, τόσο χρειαζόταν κάποιος για να διαβάσει, πως στα δύσκολα, το πρόβλημα ήταν στην αντίπερα όχθη. Πως τούτη, η από δω μεριά, θα περπατήσει τη δυσκολία και θα τη μετατρέψει σε εμπειρία. Γιατί την εμπειρία… την περπατάς. Φύση δημιουργικός. Μεγάλο χάρισμα. Καρδιά και ψυχή καθάρια. Ψυχή, μωρέ! Ψυχή βαθιά! Ψυχή που ξεχείλιζε από λεβεντιά. Ακόμα και στα στενάχωρα, ήξερε πως το απρόοπτο γέρνει αυτόν που δεν το περιμένει… Να δεις πως το ‘λεγε άλλωστε, σαν ήθελε να μαλακώσει τη στιγμή; Α! ναι… ποια είναι η κατάστασης; Χα!
Πριν λίγες μέρες βρεθήκαμε για τελευταία φορά. Δεν είχαμε την ευκαιρία να τα πούμε. Τούτη τη φορά. Με ένα χαμογέλιο, με τα λακκάκια του σε πλήρη σχηματισμό, περήφανος για όλα αυτά τα ξεχωριστά που δημιούργησε και που αφήνει πίσω του, αυτά που με το άγγιγμά του τα έκανε όλα, μα όλα να λάμπουν, έκλεισε σε μας το μάτι, δίνοντάς μας μια υπόσχεση. Πως ούτε μια λιγότερη λιακάδα δεν θα σκοτεινιάσει τ’ απερίγραπτα σχέδιά μας, τα όνειρά μας. Πως όρεξη, καλή διάθεση, αυτοσχεδιασμός να υπάρχει. Και προτρέποντάς μας να παρατηρούμε τη σιωπή, να ακούμε τη νύχτα και από το λίγο, να κόβουμε το πολύ… αποχώρησε. Εκεί ήταν που γονάτισα σαν είδα τη μονάκριβή του, το καμάρι του, η ωραιοτέρα των προσφωνήσεων στο χωριό μου, να σκύβει και να του ψιθυρίζει… εδώ να μείνεις, να με κρατήσεις αγκαλιά, να μ’ ανακρίνεις. Κι αν έχεις τίποτα μαζί μου να συγκρίνεις, εδώ να μείνεις, να το μάθουμε κι δυο!…
Με τη σειρά μας, σταθήκαμε στα καλοκαίρια που έρχονται και του υποσχεθήκαμε πως σε κάθε τους εμφάνιση, θα δίνουμε όλοι μας το ίδιο ραντεβού, για να μοιραζόμαστε στιγμές. Γιατί αυτή είναι η ζωή. Στιγμές! Μεγάλες-μικρές, σημασία λίγη έχει. Να μοιραζόμαστε στιγμές με λογάκια όμορφα, αγκαλιές σφιχτές, αυτές που κόβουν την ανάσα. Και χαμόγελα. Χαμόγελα γεμάτα ήλιο. Όλα, από τις στιγμές που χάσαμε μέσα από το χρόνο που περπατήσαμε.
Και σαν ξακρίζαμε ο ένας από τον άλλο, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για τη χρονιά που έρχεται, νιώθαμε σίγουροι, γεμάτοι και πλούσιοι, για όλα όσα μας προέκυψαν. Σίγουροι πως τα μοιραστήκαμε και αυτά, τα όσα. Τα υπόλοιπα, εκείνα που ίσως να μας διέφυγαν, στην πραγματικότητα, τα είχαμε και αυτά μοιραστεί… με μια ματιά… με μάτια μπλε…