Mε την πατούσα μου ζεστή πήρα τους δρόμους σου ξανά, ξεκλείδωσα, μπήκα στην ερημιά σου,
στη χαρακιά σου, στα σημάδια, στην πληγή, στον πόνο-γέλιο, στη χαρά σου.
Στο κέντρο σου το ρημαγμένο, το Αγιασμένο.
Τις ομοιοκαταληξίες αγκαλιά και να ΄μαι πάλι στα νερά σου.
Ψαρεύουν πάνω σου με δυναμίτες, ρουφιάνοι, εγωμανείς, παράσιτοι, φασίστες και αλήτες.
Ρίχνουν Καλάθι, Κιούρτο και Σκαρκά, οι σκάρτοι μεταπράτες κι είναι το πλέγμα τους σκουριά, σκουριά κι απάτη.
Και οι άλλοι οι ταπεινωμένοι, οι σακάτηδες, οι ακρωτηριασμένοι όλο μαράζι και πληγές, πιασμένοι, εγκλωβισμένοι.
Φευγάτοι οι χρήσιμοι και οι “αφήστε με ήσυχο” μακάριοι και νυχτωμένοι.
Στο διάσελο της Πειραιώς, στα χίλια δυο στενά σου, στον αυχένα, δίνουν το ξύδι για νερό και σε πετούν γυμνή μες στην αρένα.
Τώρα όλα ανάξια, γελοία και βαριά, λόγια που στάζουνε φαρμάκι, οι λεωφόροι κακοτράχαλα βουνά και η Σταδίου ρέμα και χαντάκι.
Tα κτίρια, οι λόφοι, ο Λυκαβηττός, το φαρμακείο του Μπακάκου, κουλουριασμένος κόσμος σιωπηλός, ολόκληρη ζωή του κάκου.
Απελπισμένα όλα, αραιά, η Ομόνοια έρημος Σαχάρα, ο κόσμος ξεσκισμένη κουρελού, καρκινική γραφή, ευχή ανάποδη, κατάρα.
Μάσκες, καπνοί, όψη αγριογούρουνου, παιδιά αλλόκοτα, αγριεμένα, νέα τραγούδια ανθίζουν σκοτεινά, πάνω σε στάχτες και καμένα.
Κάνε κουράγιο να περάσει τούτος ο καιρός της αρπαγής και της μικροψυχίας, είναι τα χρόνια αυτά κουτσά, στραβά κι ο δολοφόνος επαγγελματίας.
Κι αν είναι η ώρα πληρωμής, το δίκαιο και το σωστό να γίνει, να δώσουμε το γήπεδο, τη ζυγαριά, το λόγο και τη σέντρα στη γαληνή.
Στον Υμηττό ψηλά κοιτάς εκστατική και τραγουδάς παραμιλώντας κι είν’ το τραγούδι σου βραχνάς κι απλώνεις χέρι στο βορρά παρακαλώντας.
Και εγώ στ’ αυτί σου ψιθυρίζω σιγανά να δούμε τώρα τι μας μένει, να μετρηθούμε πάλι απ’ την αρχή με αυτά να ξεκινήσουμε όπως παλιά, ερωτευμένοι.
Στις νεραντζιές σου, στα παγκάκια σου, Κυψέλη, Εξάρχεια, Σόλωνος, Ακαδημίας, οι μηχανές, τα φώτα, τ’ αυτοκίνητα, ο Ιλισός στον ουρανό σου γαλαξίας.