Τα έχει αυτά η μεγάλη ομορφιά, τα θέλει όλα δικά της, ρίχνει βαριά σκιά. Παντού. Δύσκολα ανθίζει κλαράκι άλλο στη γειτονιά της. Είναι σαν το ελάφι της Αρτέμιδος, σε ρουφάει, αν αρχίσεις να την κυνηγάς δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να γυρίσεις πίσω. Φταις δεν φταις θα σε κάψει, είναι το φως της. Κι αυτή να μην το θέλει, έτσι είναι, έτσι θα γίνει, είναι η ευχή και η κατάρα της.
Θέλει εξυπνάδα να της ξεφύγεις, θέλει μέση, πατούσα, μάτι για να δεις, να καταλάβεις τι κρύβει. Δίπλα της υπάρχουν πάντα κι άλλες ομορφιές που δεν φαίνονται, σιωπηλές και λιγομίλητες, βγαίνεις, στρίβεις από τον μεγάλο δρόμο, παίρνεις το ανηφοράκι το μικρό, το κακοτράχαλο, το χωματένιο και πέφτεις πάνω τους. Γωνιές μικρές και αγκαλιές και ακρωτήρια σου έχουν στρώσει και σε περιμένουνε. Αυτή είναι η αυλή σου και το μοναστήρι σου, μουριές, συκιές και λόγια δύσκολα.
Η σκηνή είναι στο μοναστήρι του Αγίου Θεοδοσίου του Νέου, με τη γιαγιά και με τον γάιδαρο προσκυνητές στην εορτή του και στην χάρη του, στρωματσάδα στον αυλόγυρο, βαθιά μεσάνυχτα ακούγονται φωνές και κλάματα, δίπλα μου μια όμορφη κοπέλα έχει σηκώσει ψηλά το μεσοφόρι της και δείχνει το κέντημα του σκορπιού και η μητέρα της με ένα πυρακτωμένο σίδερο να καυτηριάζει την πληγή.