Λες να έχω κορονοϊό; Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό κάτι τέτοιο το βράδυ εκείνης της Παρασκευής, που ξύπνησα μέσα στη νύχτα με συμπτώματα τροφικής δηλητηρίασης (στομαχόπονος, πυρετός, ναυτία και εμετός). Πέρασα το Σαββατοκύριακο στο κρεβάτι, και τη Δευτέρα το πρωί ήμουν μια χαρά, αλλά αποφάσισα να μην πάω στο γραφείο. Κι αν ήταν καμιά ίωση; Οι μέρες είναι πονηρές, οι συνάδελφοι έχουν μικρά παιδιά και φιλάσθενους γονείς, κι εγώ στην Αθήνα μένω στο σπίτι της μαμάς μου, που έχει περάσει τα 90. Κλείστηκα, λοιπόν, μέσα για να μην επιβαρύνω κανέναν άλλο. Η δουλειά μου, εξάλλου, γίνεται μια χαρά από το σπίτι. Θα δούλευα, από το Δερβένι.
Λίγο αργότερα, το τηλεφώνημα στον φυσίατρο του ΕΔΟΕΑΠ (το επικουρικό ταμείο των δημοσιογράφων) για να αναβάλω τους βελονισμούς για το αυχενικό, με αναστάτωσε. «Θα μπορούσες να είσαι “ορφανό κρούσμα”, σπάνια μεν αλλά έχουν εμφανιστεί και τέτοια συμπτώματα», μου είπε ο Δημήτρης Εργελετζής και με έριξε στα πατώματα, λες και μου ανήγγειλε την πιθανότητα να έχω AIDS, καρκίνο ή ποιος ξέρει τι άλλο σοβαρό.
Πολύ βιαστικά (λογικό αφού είχε αρχίσει να γίνεται ο κακός χαμός στα ιατρεία και ο ΕΔΟΕΑΠ ήταν από τα πρώτα συστήματα υγείας, που πήραν πολύ αυστηρά μέτρα προφύλαξης, κάτι που μας έβαλε πολύ νωρίς σε σκέψεις), μου σύστησε να παρακολουθώ την υγεία μου και με τα πρώτα συμπτώματα ξερόβηχα και δύσπνοιας να επικοινωνήσω αμέσως με γιατρό και να ζητήσω να μου κάνουν αξονική πνευμόνων…
Η εβδομάδα πέρασε πολύ δύσκολα. Οσο και αν με καθησύχασε άλλος φίλος μου γιατρός -καθηγητής εκείνος- ότι «δεν γίνεται να τα αποδίδουμε όλα στον κορονοϊό», πεταγόμουν μέσα στη νύχτα τραγουδώντας «μια φορά κι έναν καιρό μπήκε η γάτα στο χορό και δεν χόρεψε καλά και της κόψαν την ουρά» για να ελέγχω τη φωνή μου, κράταγα την ανάσα μου, έβαζα θερμόμετρο πρωί απόγευμα, τρεφόμουν όσο καλύτερα μπορούσα, έπινα μια χιλιάρα βιταμίνη C καθημερινά, και έκλαιγα όποτε μπορούσα για να εκτόνωση. Και συνεχίζω να τα κάνω όλα εκτός από το τραγούδι (προς το παρόν δεν υπάρχει λόγος, αφού έχει περάσει και το όριο των 14 ημερών), θυμίζοντας στον εαυτό μου ότι είμαι αλλεργική στην υγρασία, στη γύρη και στο περδικάκι, που φούντωσαν ήδη, και συζητώντας το με φίλους αλλεργικούς επίσης για να ξεχωρίζουμε τα συμπτώματα, που μας τρομάζουν.
Μια εβδομάδα αργότερα και αφού πέρασε το (ψυχολογικό) όριο εμφάνισης συμπτωμάτων COVID 19 φόρτωσα την καρέκλα του γραφείου μου στο αυτοκίνητο (γιατί δεν έχω καλή καρέκλα στην Αθήνα) και γεμάτη αμφιβολίες ετοιμάστηκα να γυρίσω. Πριν φύγω πέρασα από τη γειτόνισσά μου τη Μαρία, στον φούρνο απέναντι, που με ξυπνάει το πρωί με το άρωμα του φρέσκου ψωμιού ανακατεμένο με την αρμύρα τη θάλασσας. «Δεν ξέρω τι να κάνω, Μαρία», της είπα, «Εδώ είναι το σπίτι μου, αλλά η μάνα είναι στην Αθήνα και ανησυχώ τρελά».
«Να πας και να τη φέρεις αμέσως. Εδώ θα ανησυχείς λιγότερο», μου είπε διαβεβαιώνοντάς με ότι έχουμε καλούς γιατρούς στην περιοχή μας, με τη σιγουριά της σκληρά εργαζόμενης, που φροντίζει κι εκείνη τη μάνα της, έχει μεγαλώσει τρία παιδιά, έχει και ένα μωρό εγγόνι αλλά παρά τη λαχτάρα της δεν το βλέπει καν αυτές τις μέρες, αφού έτσι προστάζουν οι κανόνες.
Δεν ήθελα τίποτα άλλο. Εφυγα σφαίρα για την Αθήνα, «πακετάρισα» τη μάνα μου, μάζεψα τα φάρμακά μας για δυο μήνες, πλήρωσα λογαριασμούς, ζήσαμε και λίγες ώρες οι τρεις μας με τον αδελφό μου και τη μαμά μας. Ο αδελφός μου είναι ξεναγός στη Ρόδο (άνεργος πλέον) και ετοιμαζόταν να κάνει διακοπές στο Ισραήλ, ακύρωσε όμως το ταξίδι πριν καν γυρίσει το μοιραίο γκρουπ από τα Ιεροσόλυμα και κυκλοφορήσουν τα θλιβερά νέα.
Ο αποχαιρετισμός ήταν δύσκολος. Προσπαθούσαμε να αποφύγουμε την έκφραση της αγωνίας για το αν, πότε και πώς θα ξανασυναντηθούμε προβάλλοντας την αγωνία για το αν θα προλάβουμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας.
Προλάβαμε. Την περασμένη Δευτέρα το απόγευμα φθάσαμε με το μαμακάκι στο Δερβένι κι εκείνος στη Ρόδο μπαίνοντας αυτοβούλως σε καραντίνα 14 ημερών αφού πέρασε από αεροδρόμιο.
Στο Δερβένι μετακόμισα πριν από ακριβώς έναν χρόνο. Στις 25 Μαρτίου του 2019 στις 9 η ώρα το πρωί όλα ήταν στη θέση τους και ο κύριος Τζώρτζης έφευγε με το φορτηγό του (γιατί σε τρεις ώρες θα άρχιζε εδώ απέξω η σχολική παρέλαση) με την οδηγία την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να με μετακομίσει να έχω τα μισά έπιπλα και κυρίως τα μισά βιβλία…
Από τότε δεν έλειψα ούτε ένα Σαββατοκύριακο, είμαι κάτοικος της μικρής μας πόλης, εργαζόμενη στην Αθήνα, πλην όμως με εργασία ελαστική, που μου επιτρέπει να δουλεύω από οπουδήποτε. Και κάθε μέρα (ιδίως τώρα) ευλογώ την ώρα και τη στιγμή, που πήρα σε χρόνο dt (όπως όλες τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής μου και αυτή ήταν μάλλον η πιο μεγάλη) την απόφαση να μετακομίσω σε ένα μέρος, που όταν επιτέλους αρχίσει να λειτουργεί ο Προαστιακός, θα αναδειχθεί σε προέκταση της Αθήνας.
Αν και ένα από τα διαμαντάκια του Κορινθιακού, με υπέροχη θάλασσα και με βουνό στην πλάτη, ωραίο κλίμα και μεγάλες ομορφιές, δεν είναι μέρος κοσμικό, ούτε γεμίζει στις διακοπές. Το «μειονέκτημά» του, λένε οι ντόπιοι είναι ο μαΐστρος, ο βορειοδυτικός άνεμος που σηκώνει κύματα βουνό. Αλλά εμένα μ’ αρέσει κι ας διαμαρτύρονται οι φίλες μου, που λένε ότι ο μαΐστρος φέρνει πονοκέφαλο.
Προς το παρόν άλλους εργαζόμενους στην Αθήνα όπως εγώ δεν έχω συναντήσει, εκτός από έναν νεαρό που έρχεται επίσης στα ρεπό του αφού η γυναίκα του (με το μωρό τους) ζει και δουλεύει εδώ. Οσοι πηγαινοέρχονται και μένουν για μεγάλα διαστήματα πότε εδώ και πότε εκεί είναι συνταξιούχοι. Το παρήγορο είναι ότι υπάρχουν και μερικοί νέοι, δραστήριοι, που αγαπούν τον τόπο τους και αποφάσισαν να μείνουν εδώ, αν και οι επαγγελματίες τα βγάζουν όλο και πιο δύσκολα πέρα όσο ο κόσμος λιγοστεύει και ο τόπος μαραζώνει.
Ισως, λοιπόν, επειδή οι περισσότεροι κάτοικοι είναι μεγάλης ηλικίας, κάποιοι έχουν περάσει και δύσκολες ασθένειες, πειθάρχησαν αμέσως στις οδηγίες του ΕΟΔΥ. Ο κεντρικός δρόμος (η παλιά εθνική οδός Κορίνθου – Πατρών), που σφύζει από ζωή το καλοκαίρι και έχει κάποια λιγοστή κίνηση τα πρωινά του χειμώνα, ερήμωσε εντελώς μια εβδομάδα πριν από την επίσημη απαγόρευση. Το σπίτι μου είναι στην καρδιά της Αγοράς και από το μπαλκόνι παρακολουθώ τα πάντα.
Όλα τα μαγαζιά, καφετέριες και εμπορικά έκλεισαν την ίδια στιγμή, που ανακοινώθηκαν τα μέτρα, όχι την άλλη ημέρα όπως προβλεπόταν. Και τη Δευτέρα, ημέρα πρώτη της επίσημης καραντίνας ήταν σαν να έχει πέσει βόμβα νετρονίου. Δυο ανθρώπους μόνο είδα έξω από το ΚΕΠ, περίμεναν να πάρουν μια «Βεβαίωση κατ΄ Εξαίρεση Μετακίνησης Πολιτών», μου έφεραν και μένα μία για να μπορέσω να πάω την επομένη για ψώνια.
Στον φούρνο, το μπακάλικο, το χασάπικο και το μανάβικο, από την πρώτη στιγμή φορούν γάντια και μάσκες, στο κρεοπωλείο είδα τα κέρματα να κολυμπάνε σε μπολάκι με πράσινο οινόπνευμα σκεπασμένο με διαφανή μεμβράνη, για να μην εξατμίζεται. Εβαλα κι εγώ ένα τέτοιο μπολάκι στο χολ, και το ντουλάπι με τα παπούτσια έξω από την πόρτα, όπως κάναμε στη Γερμανία.
Χθες φορτηγάκι του δήμου (Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης) έκανε απολύμανση στην πλατεία και στα πεζοδρόμια της Αγοράς. Και στο σούπερ μάρκετ στην άκρη της πόλης προς τη Λυγιά (πηγαίνω καμιά φορά, κυρίως ως πρόφαση για περπάτημα, γιατί η διαδρομή πλάι στη θάλασσα είναι εκπληκτική), πελάτες και υπάλληλοι πήραν επίσης τα μέτρα τους πριν δούμε να το κάνουν στην Αθήνα.
Μόνο μερικοί έφηβοι δεν πειθαρχούν, κάθονται κολλημένοι ο ένας πλάι στον άλλο στην πλατεία, και προχθές μας ξεσήκωσαν με κάτι σαν τρικούβερτο γλέντι, δύο η ώρα το πρωί. Επαιζαν ποδόσφαιρο στον δρόμο με φωνές και φασαρία, πετώντας τη μπάλα σε πόρτες και σε τοίχους.
Εδώ στο χωριό είμαστε πιο ήσυχοι και ψύχραιμοι, αλλά όχι καλά. Είναι τρελό να κάνεις skype με τους φίλους σου, που μένουν στο απέναντι σπίτι και να ανταλλάσσεις μηνύματα στο Viber σαν να βρίσκονται σε άλλη ήπειρο. Προχθές συναντηθήκαμε τυχαία στην πλατεία και από μακριά. Μιλάγαμε με απόσταση τουλάχιστον τριών μέτρων ανάμεσά μας. «Αύριο θα κατέβω με γάντια και σακούλα να καθαρίσω την παραλία από τα σκουπίδια», λέω.
«Κι εγώ θα φυτέψω αρμιρίκια», συνεχίζει ο Κώστας, μου εξηγεί πώς και ότι «πιάνουν πολύ εύκολα». Μας γειώνει η γυναίκα του: «Τρελαθήκατε και οι δύο; Πώς ξέρετε ότι δεν έφτυσε κάποιος εδώ πέρα…». Η Ολγα πάει στο σούπερ μάρκετ να αγοράσει αποσμητικό. Δικαιολογία για περπατήσει πάνω κάτω στο ωραίο μας πεζοδρόμιο, μετρημένα 200 μέτρα είναι.
Η Ολγα ζει μόνη της, όπως και η Μιμίκα, η Φαίη, ο Νίκος και άλλοι πολλοί. Αλλοι νεότεροι, άλλοι μεγαλύτεροι. Προσωπικά μου φαίνεται πιο δύσκολο να διαχειριστεί κανείς την καραντίνα μόνος του. Ισως και να μην είναι. Τι είναι πιο δύσκολο για τον καθένα, βέβαια, μόνο ο ίδιος μπορεί να το αξιολογήσει. Σίγουρα αν έχεις τα παιδιά σου στην Αγγλία, όπως πολλοί εδώ πέρα, είναι ακόμα πιο δύσκολο να διαχειριστείς την αγωνία σου, το ίδιο κι αν φοβάσαι ότι ο σύντροφός σου θα αποκλειστεί στην Αθήνα.
Μιλάμε συνέχεια στο τηλέφωνο και στα social media, ό,τι κάνουμε δηλαδή και με τους δικούς μας που είναι μακριά, μαθαίνουμε τα νέα και προσπαθούμε να στηρίξουμε ο ένας τον άλλο, μοιραζόμαστε γελοιογραφίες και ανέκδοτα, ας είναι καλά όσοι τα διακινούν.
Το πιο δύσκολο για μένα ήταν να οργανώσω την καθημερινή μου ρουτίνα. Ακόμα δεν τα έχω καταφέρει πολύ καλά. Στην αρχή δεν ήξερα τι να πρωτοκάνω. Γιατί, ομολογώ, ότι ποτέ δεν είχα ασχοληθεί με δουλειές του σπιτιού, ακόμη και στα πιο φτωχά μου χρόνια κάτι γινόταν και τα έκανε κάποιος άλλος, εγώ είχα το μυαλό μου μόνο στη δουλειά μου.
Τώρα που υποχρεωτικά δεν πάω στο γραφείο, μου λείπει φρικτά η φυσική επαφή με τους συναδέλφους μου, είναι κρύο πράγμα το e-mail, ευτυχώς ο διευθυντής μας -παλαιού τύπου αφεντικό- ξοδεύει λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του καθημερινά για να πούμε δυο κουβέντες στο τηλέφωνο, το γεγονός, όμως, ότι μπορώ να δουλεύω από το σπίτι είναι σωτήριο αφού τις περισσότερες ώρες της ημέρας η δουλειά δεν αφήνει το μυαλό να λοξοδρομεί σε μαύρες σκέψεις.
Ευτυχώς, η μαμά μου είναι καλά στην υγεία της αν εξαιρέσουμε ότι έχουν αρχίσει να την εγκαταλείπουν οι δυνάμεις της, λόγω ηλικίας. Κάπου κάπου την εγκαταλείπει και η αισιοδοξία της. Μια τη χάνει μια τη βρίσκει, δηλαδή, όπως όλοι μας, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε μια φορά. Και όταν μια μέρα της είπα «μαμά μπορεί να χρειαστεί να φορέσουμε και αναπνευστήρα» (γιατί πού ξέρεις, 92 ετών είναι) μου απάντησε χωρίς κανένα τρέμουλο στη φωνή «θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί».
Ακόμη δεν έχω ανοίξει τις βαλίτσες μας. Παρόλο ότι πήραμε μαζί μας ένα σωρό «μοντελάκια» (ήταν ένας τρόπος για να της φτιάξω το κέφι όταν μαζεύαμε τα πράγματά της για να φύγουμε από το σπίτι της) δυο αλλαξιές ρούχα φοράμε, που τα πλένω κάθε μέρα εναλλάξ.
Με συγκινεί που πότε ο ένας και πότε ο άλλος γείτονας, έτσι και δεν με δουν για μια μέρα, τηλεφωνούν για να μάθουν αν είναι όλα καλά και αν χρειαζόμαστε κάτι. Ακόμη και φίλοι γιατροί από την Αθήνα δηλώνουν παρουσία για το ο μη γένοιτο και για συμβουλές. Τι μου λείπει; Το κολύμπι. (Και ναι, πείτε ό,τι θέλετε, είναι η προσωπική μου πολυτέλεια, και γι’ αυτό βρέθηκα εδώ). Είμαι χειμερινή κολυμβήτρια. Περίπου μέχρι τα μέσα του Φεβρουαρίου κολυμπούσα καθημερινά. Τώρα πια όχι, αν και η θάλασσα είναι μερικές φορές υπέροχη και λαχταρώ τόσο πολύ να βουτήξω. Αρκούμαι να την κοιτάζω λοξά από τη μπαλκονόπορτα. Και να περπατάω πάνω κάτω στο μπαλκόνι.
Σας αφήνω, όμως, τώρα γιατί είναι έξι το απόγευμα, ώρα του καθημερινού μας ραντεβού με τον Τσιόδρα και τον Χαρδαλιά. Και μετά την επίσημη ενημέρωση θα αρχίσει η ανεπίσημη των τηλεφωνημάτων με φίλους και συγγενείς.
Να είστε καλά και να προσέχετε. Να μιλάτε με τους δικούς σας και να γελάτε. Θα τα καταφέρουμε.