Εμείς τα χρήματά μας τα κάναμε χρυσό, τα γυρίσαμε σε λίρες και τις ρίξαμε στο προγονικό μας πηγάδι, εκεί τις κρύψαμε, τις βάλαμε μέσα σε μαλαματένιο κουβά και τις βουλιάξαμε, τις κατεβάσαμε με το ζεμπίλι και το παλάγκο στον πάτο του. Ησυχάσαμε.
Μπορεί να μην έχουμε ψωμί να φάμε αλλά έχουμε νερό δικό μας, κόβουμε ένα ποτήρι νερό στη μέση και χορταίνουμε. Φυτέψαμε και ένα υδρόφιλο δέντρο και ζούμε με τους τόκους του, τη δροσιά του, τη σκιά του.
Τα βατραχάκια του πηγαδιού και η χελώνα αντί να σκοτώνουν τις Καψαντερίθρες και τις Μπακούλες και να κρατούν το νερό καθαρό και γάργαρο, έχουν τρελαθεί, μεγαλοπιαστήκανε, αλλάξανε γλώσσα, ρούχο, περπάτημα, συμπεριφορά και παιχνίδια. Παίζουν τους εκατομμυριούχους.
Έχουν μεταμορφωθεί σε χρηματιστές και τραπεζίτες, έχουν χάσει τον ύπνο τους. Ετοιμάζουν επενδύσεις και αγορές, μιλούν διαρκώς για μετοχές, χρεόγραφα, ομόλογα και επιτόκια και κάθε βράδυ αντί για βρε-κε-κεξ-κουάξ-κουάξ, το έχουν γυρίσει στο limit up και limit down.
Όταν έχει πανσέληνο και το φεγγάρι κατεβαίνει στο πηγάδι, τότε είναι που αποτρελαίνονται, βλέπουν τις λίρες να βγαίνουν από τον κουβά, να χύνονται, να αστράφτουν, να πολλαπλασιάζονται, να πετούν, να χορεύουν, να στροβιλίζονται μέσα στα νερά και παλαβώνουν, αρχίζουν να τις μετρούν και είναι τέτοια η απληστία και η βουλιμία τους για κέρδη και για μεγάλη ζωή, που μπερδεύονται, πνίγονται, χάνονται και αλληλοσφάζονται μέσα στις αντανακλάσεις, στους αριθμούς και στις προσθαφαιρέσεις και ξαναρχίζουν το μέτρημα από την αρχή, ξανά και ξανά και το μαρτύριό τους αυτό δεν έχει τέλος.
Εν τω μεταξύ ο παππούς μου ο Παντελής, έχει απλώσει τα κουκιά του στο κόσκινο και τα μετρά ένα-ένα, ήσυχα, προσεχτικά και καθαρά πάνω στο πεζούλι του Πηγαδιού.