Protagon A περίοδος

Λίγα, ακόμα, για τον Τατσόπουλο

Κι όμως, η γλώσσα του Τατσόπουλου είναι η κατάλληλη για να προκαλέσει προβληματισμό και ουσιαστικό διάλογο...

Κώστας Λογαράς

 Έχει μιλήσει δημοσίως με τρόπο άστοχο κι έχει φερθεί κάποιες φορές άκριτα. Ή, παρορμητικά. Έχει θυμώσει, οργιστεί, βρίσει. Κι όταν τα όρια της κουβέντας βγαίνουν από τα όρια της λογικής (του), μπορεί να γίνει εκρηκτικός.

Κι όμως η γλώσσα του Τατσόπουλου είναι η κατάλληλη για να προκαλέσει προβληματισμό και ουσιαστικό διάλογο. Να καλλιεργήσει τη γόνιμη αμφισβήτηση και να προωθήσει την πολιτική σκέψη λίγο παραπέρα. Γιατί μιλάει πολιτικά με τις αυστηρές απαιτήσεις της λογοτεχνικής (του) γλώσσας: με το νυστέρι και την ακρίβεια του λόγου, χωρίς κλισέ και τετριμμένα σχήματα. Δίχως να κανακεύει το συναίσθημα ή να ωραιοποιεί καταστάσεις. Όσο δύσκολη κι αν είναι η αλήθεια (είτε η προσωπική είτε η παραταξιακή), δεν διστάζει να την πει με το όνομά της και να την πάει ως το τέλος. Κρατώντας αποστάσεις, σαν ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής, ισορροπώντας ανάμεσα στα υπέρ και τα κατά. Η ανάλυση και η καταγραφή της αλήθειας (του) φαίνεται ότι είναι ο στόχος.

Κι όπως στη γλώσσα της λογοτεχνίας η αυθεντικότητα ή το ψέμα της είναι αυταπόδεικτα (κάτι να ψευτίσει, είναι αρκετό για να γκρεμίσει ολόκληρο το οικοδόμημα), το ίδιο συμβαίνει και με τον πολιτικό λόγο του Τατσόπουλου. Είτε διαφωνείς είτε συμφωνείς μαζί του, ξέρεις ότι δεν έχει άλλα στο μυαλό του (αυτή είναι η αυτονόητη αλήθεια του).

Αναφέρω ορισμένα παραδείγματα: 1) «Όταν τελειώσει το Μνημόνιο, θα υπάρξει "διάδοχος" και η μνημονιακή πολιτική δεν θα τελειώσει εδώ..» (σκέψη ρεαλιστική, μακριά από κάθε λαϊκισμό). 2) «Είναι μία σαφώς λάθος επιλογή η συγκέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ έξω απ’ τη Βουλή» (ο λόγος της γόνιμης αυτοκριτικής).

3) «Δεν λέω ούτε καλημέρα με ένα κόμμα που θα ψηφίσει Ψωμιάδη· δεν λέω ότι δεν μπορεί να το κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, λέω ότι εγώ δεν θα είμαι κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ…» (κουβέντες σταράτες).

Η γλώσσα του Τατσόπουλου, έχω τη γνώμη, διεμβολίζει κατ’ ουσίαν την επίφαση και το ψέμα της πολιτικής γλώσσας· αντιπαραβάλλεται σ’ ένα γλωσσικό προσωπείο, σε μια φενάκη η οποία ανέκαθεν φαλκιδεύει το πολίτευμα και διαβρώνει τις σχέσεις Κράτους- πολίτη. Η διγλωσσία τού πολιτικού κόσμου (όπως άλλωστε και η καπήλευση της εξουσίας τους) είναι χαρακτηριστικά τριτοκοσμικής κι όχι δημοκρατικής πολιτείας. Γι’ αυτό και ποτέ δεν πιστεύεις όσα ακούς απ’ τους πολιτικούς, ακόμα κι αν σου λένε αλήθεια. Τους υποψιάζεσαι πάντα ότι δεύτερες-τρίτες σκέψεις, κάποια λοβιτούρα έχουν στο μυαλό τους. 

Ο Τατσόπουλος – όσο κι αν εξοργίζει κάμποσους, όσο κι αν η τηλεοπτική του παρουσία φτάνει στην υπερβολή – όμως μεταφέρει το ήθος και την ηθική της λογοτεχνικής του γλώσσας στην πολιτική ρητορική: κι εδώ κι εκεί, ο λόγος είναι ενιαίος. 

Έτσι, ο ρόλος του στην πολιτική σκηνή συνιστά ένα ιδιαίτερο, πολύ ενδιαφέρον δείγμα δημόσιας παρουσίας. Που ίσως καταφέρει –λέω, ίσως– να μπολιάσει κάτι, να επηρεάσει ή να συμβάλει σε έναν "διάλογο" ανάμεσα στο δίπολο Πολιτισμός-Πολιτική(δύο διιστάμενες μεταξύ τους οπτικές, δύο αποκλίνουσες αντιλήψεις, δύο ασύμπτωτες συμπεριφορές, ως μη όφειλαν). Γιατί, αν υπάρξει αλλαγή στα ελληνικά πράγματα, θα φανεί στη γλώσσα του πολιτικού κόσμου. Στην ταύτιση λόγου και πράξης. Κι αυτή τη στιγμή ο πολιτικός κόσμος είναι στη συντριπτική του πλειονότητα εντελώς ά-λαλος. Και αλλού.