Και ποια λοιπόν είναι η καλύτερη εποχή για να μετακομίσεις; Το καλοκαίρι, ο χειμώνας, μήπως το Πάσχα με τις πασχαλιές; Πότε ριζώνουν τα θεμέλια καλύτερα, πότε πιάνουν τα μπετά; Πότε διαστέλλεται η ευτυχία; Μήπως το θέρος, τότε που η θερμοκρασία ανεβαίνει και όλοι οι άλλοι θέλουν να σηκώσουν άγκυρα και να σαλπάρουν; Μήπως τότε είναι καλά να ψάξεις για άλλο αραξοβόλι; Σε ποιο έδαφος, σε ποια εποχή άραγε ευδοκιμεί το ρίσκο;
Ποιος άνεμος θα φουσκώσει τα μυαλά σου, την καρδιά σου, τα όνειρά σου, ποιος θα σε πάρει και θα σε σηκώσει σε άλλη γη σε άλλα μέρη;
Ποιο πουκάμισο, σημαία ανεξαρτησίας θα ανεβάσεις στον ιστό σου; Ποια έπαρση; Ποιο χρώμα; Το κόκκινο της επανάστασης, το μαύρο των πειρατών ή το λευκό της ανακωχής; Ποιο έμβλημα; Ποιο λαχούρι κλαρωτό, εμπριμέ σταμπωτό, βαμβάκι, μετάξι και λινό θα ανοίξει τα νερά για να περάσεις;
Το λευκό της ανακωχής, το επουλωτικό, αυτό, αυτό να βάλεις, αυτό που με τα χρόνια κυλάει από κορμάκι σε κορμάκι με το νερό, με το λουλάκι. Αυτό που έχει τη φλέβα τη γαλάζια για αυλάκι. Το βάλσαμο που ανακουφίζει τις πληγές, τη θλίψη και τον πόνο.
Αυτό να σηκώσεις στον ιστό σου. Σημαία, έμβλημα και αρχηγό σου.
Όπου σε πάει. Όπου σταθεί. Ξέρει τον άνεμο, γνωρίζει τον καιρό. Είναι ο δρόμος του πατέρα, το λευκό.