Γιος πρωτότοκος τη δεκαετία του ’50, δεν σε μεγάλωσαν με πολλά-πολλά φιλιά και χάδια. Ως και τα γλυκόλογα τα σπάνια ήταν μια βλοσυρή ανταμοιβή, μια απόδειξη παροχής ικανών υιικών υπηρεσιών. Έτσι μεγάλωσες κι έγινες ένας νέος γεμάτος στοργή και τρυφερότητα που δεν γνώριζες πώς να λευτερώσεις από μέσα σου και να χαρίσεις σ’ όσους ζεσταίναν την καρδιά σου. Πρώτα σε μαλάκωσε ο έρωτας – σου ’μαθε να γράφεις χαδιάρικες επιστολές όλο πλανταγμό κατά την εικοσιοκτάμηνη θητεία σου στον στρατό – κι έπειτα ο σπόρος που ξεφύτρωσε από δαύτον. Κι ως τότε είχες βρει το πρώτο πάτημα στην αισθηματική απολύτρωση: τη φωτογραφία, το μάτι που έβλεπε και κατέγραφε τα πάντα, το κάθε τι αγαπημένο, όσο κι αν ήτανε μικρό, μην και παραπέσει.
Με το ένα χέρι με υποδέχτηκες στον κόσμο και με τ’ άλλο με φωτογράφισες, με τα σπάργανα ακόμα. Και σ’ όλα τα παιδικά μου χρόνια, σε στιγμές παραδεισένιες που μου δώριζες -είτε στις παραλίες της Χαλκιδικής είτε στο μονοκινητήριο Cessna με το οποίο με πήγαινες βόλτα στη Σκιάθο- ήξερα πως κι αν τα χέρια σου ζορίζονταν στην αγκαλιά και τα αγγίγματα, κι αν τα πραγματικά σου μάτια λαχταρούσαν να σταθούνε με τις ώρες πάνω μου αλλά δίσταζαν, η μηχανή σου, ο χρόνος που μου αφιέρωνες κι ας δούλευες δυο δουλειές για να μη μου λείψει τίποτα, ήταν η δική σου γλώσσα για να μου λες συνέχεια πόσο μ’ αγαπάς.
Υπήρξα άδικος μαζί σου. Η τεμπέλικη παιδική μου καρδιά γύριζε σαν το ηλιοτρόπιο προς την πληθωρική αγάπη της μάνας μου, μιας άλλης Λωξάντρας που σ’ αγαπούσε απείρως πιο πολύ απ’ όσο ήξερε κι εκείνη να σου δείξει. Και για χρόνια σ’ έψεγα για το είδος του πατέρα που δεν ήσουν: ο μεγάλος λούτρινος κούκλος που δεν παύει να χαϊδεύει, να αγκαλιάζει, να φιλά. Άργησα να καταλάβω τις όψεις της αγάπης που δεν σκάνε μπρος σου σαν πυροτεχνήματα: την έγνοια τη διαρκή, τη φροντίδα του γεμάτου ψυγείου και των πληρωμένων διδάκτρων, των στερήσεων που επέβαλλες στον εαυτό σου για να ’χω μεγαλώνοντας περισσότερα απ’ όσα είχες εσύ. Και πιο πολύ ακόμα άργησα να αντιληφθώ τα όνειρά σου για μένα, και πως δεν ήταν αντανακλάσεις δικών σου απωθημένων, ούτε μια σειρά προειλημμένων αποφάσεων, αλλά τα όνειρα του φιλόστοργου μπαμπά που δεν λαχταρά παρά την ευτυχία του παιδιού του, με κάθε τίμημα και τρόπο.
Πέρασαν χρόνια από τότε. Χρόνια απώλειας και ξενιτεμού, μα και χρόνια που μ’ έκαναν άντρα και μπόρεσα να σταθώ απέναντί σου με καθαρή ματιά, και να ζυγιάσω τη μεγάλη σου καρδιά στα λόγια και τις πράξεις σου. Υπήρξες περήφανος για μένα, μα δεν φαντάστηκες ποτέ πόσο περήφανος ήμουν και είμαι εγώ που είμαι γιος σου.
Πριν λίγες μέρες, μου κράταγες πάλι το χέρι. Σ’ ένα άλλο νοσοκομείο. Εγώ στα τριάντα τέσσερα κι εσύ στα εξήντα ένα. Και κάθε μέρα περίμενες τις τιμές των αιμοπεταλίων μου σαν τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών, και τα μάτια σου πανηγύριζαν με κάθε νέα άνοδο. Μέχρι για την θριαμβική πορεία της νοσηλείας μου ήσουν περήφανος, λατρεμένε μου Τασούλη.
Και τώρα πια, επιτέλους, γνωρίζω την άπλα της αγκάλης σου, που ’χει χωρέσει κάθε κομμάτι της χαράς μου, με πρώτο και καλύτερο τον σύντροφό μου, που – κοίτα να δεις πώς τα φέρνει η σκανταλιάρα η ζωή – είναι και συνονόματός σου.
Θέλω να σου δώσω κι άλλες χαρές, σου χρωστώ πολλά ακόμα και δεν σκοπεύω να γυρίσω την πλάτη στο ιερό χρέος της αγάπης.
Θέλω να κρατήσεις το εγγονάκι σου που τόσο λαχταράς και τόσο λαχταρώ κι εγώ να σου δώσω, και να γίνουμε μαζί μπαμπάδες απ’ την αρχή.
Θέλω να ζήσεις ευτυχισμένος με τη δική σου θαυμάσια σύντροφο – που έγινε δεύτερη μάνα μου, όπως δεύτερος γιος σου έγινε το Κουτάβι.
Με περιέχεις και σε περιέχω, μπαμπά. Οι ρόλοι μας αλλάζουν, μες στα νερά του ίδιου ποταμού που μας παρασέρνει σε καινούργιες πολύτιμες μνήμες.
Και κάθε μέρα, κάθε στιγμή, αυτό που μας δένει δυναμώνει.