Απόψεις

Κυριακή στο περίπτερο

Τι είναι αυτό που κάνει τα πρωτοσέλιδα του ακραίου να βρίσκουν πελάτες στο περίπτερο;
Κώστας Γιαννακίδης

Το πρωί της Κυριακής πήγα στο περίπτερο για εφημερίδα και έπεσα επάνω σε αυτόν τον «τοίχο». Ολες οι εκδόσεις της ημέρας ήταν εκεί, κρεμασμένες στα μανταλάκια, σαν μπουγάδα που δεν λέει μήτε να ξεπλυθεί, μήτε να στεγνώσει. Μπροστά τους ήταν ακίνητοι δύο-τρεις άνθρωποι, ηλικιωμένοι. Είχαν το ύφος που παίρνει και ο φιλότεχνος μπροστά σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Δεν έχει σημασία τι βλέπεις, αλλά πόσο σε ενδιαφέρει αυτό που βλέπεις. Το κεφάλι τους πήγαινε αριστερά-δεξιά λες και είχαν ένα τραγούδι μέσα στα αυτιά τους. Και τα μάτια ακολουθούσαν τα μεγάλα, χωρίς τόνους γράμματα.

Εμεινα και εγώ μπροστά στον χάρτινο τοίχο να βλέπω τα γράμματα και τις εικόνες. Αδύναμος, παθητικός, όπως όλοι οι αναγνώστες. Μπορεί να ξέρω πώς βγαίνουν οι εφημερίδες, όμως όταν κάτι είναι τυπωμένο, παίρνει τον πρώτο λόγο. Δεν είναι φθηνά υλικα το χαρτί και το μανταλάκι. Δίνουν κύρος. Και εκδοχές. Αυτό που, κατά τη γνώμη σου, πρέπει να διαβαστεί μόνο από τα άψυχα μάτια ενός ψαριού, για κάποιον άλλον αντιπροσωπεύει την αλήθεια. Ευτυχώς. Κανένας μας δεν θέλει να ζει σε έναν κόσμο με μία αλήθεια. Ομως αυτό που συμβαίνει με τα πρωτοσέλιδα του ελληνικού Τύπου είναι μία άσκηση λογικής. Είναι εξετάσεις πολιτικής και κοινωνικής παιδείας.
Διαβάστε τα πρωτοσέλιδα της φωτογραφίας. Ξερονήσια, βασιλιάς, στρατηγοί, Γκλέτσος, Παντελίδης. Πόσοι άνθρωποι θα αγοράσουν αλήθεια από εκεί; Δεν χρειάζεται να πάρεις εφημερίδα υπό μάλης και να τη βάλεις σπίτι σου. Αρκεί που βάζεις στο μυαλό σου τον τίτλο. Και, ξέρετε, το μυαλό δεν είναι σαν το χώμα. Οσο πιο στεγνό και άγονο είναι ένα μυαλό, τόσο πιο εύκολα του φυτεύεις ιδέες, πάθη και εμμονές. Σήμερα κάποια άνθρωποι θα πουν στο σπίτι ή στο καφενείο ότι ο βασιλιάς ετοιμάζεται να σώσει τη χώρα. Το διάβασαν κάπου. Αυτό τους επιτρέπει να αναπαράγουν την είδηση, αλλά να μην ελέγχονται για την εγκυρότητά της.

Πώς στέκονται οικονομικά όλοι αυτοί; Ε, λοιπόν, μη νομίζετε ότι η απάντηση βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο κάτω από τραπέζι και πίσω από σκιές. Ξέρω μία-δύο περιπτώσεις που είναι όχι απλώς βιώσιμες, αλλά και κερδοφόρες. Κάθονται δύο άνθρωποι, γράφουν σχεδόν ό,τι τους κατέβει στο κεφάλι, τζιράρουν δύο χιλιάδες φύλλα και στο τέλος της ημέρας έχουν βάλει και ένα πεντακοσάρικο καθαρά στην τσέπη.

Ναι, εντάξει, αλλά στο περίπτερο πώς στέκονται; Πώς πιάνουν τον πελάτη; Πρώτον επειδή φωνάζουν, είναι προκλητικές, βάφουν κόκκινα τα χείλη και πετάνε έξω το μπούτι. Και δεύτερον, επειδή ο πελάτης κάνει τους συμψηφισμούς του λαϊκισμού. Σου λέει ότι και οι άλλοι ίδιοι είναι, χυδαίοι του σαλονιού που πουλάνε καλοφτιαγμένα ψέματα ή φτιάχνουν οι ίδιοι την αλήθεια. Τον ακούς και τρελαίνεσαι. Και θέλεις να πνίξεις τις λέξεις μέσα στο σάλιο του, να μη ξαναβγάλει κουβέντα. Ομως το πρόβλημα, γαμώ την τρέλα μου, είναι ότι δεν μπορείς να του αλλάξεις γνώμη.