«Παντού νεκροί και πτώματα. Όλες τις ώρες και όλες τις μέρες. Βρέφη και διαλυμένα γερόντια, έφηβοι και ανέγγιχτες θυγατέρες πέφτουν ξέπνοοι σαν να κατρακυλούν αθόρυβα από τον ουρανό. Τους σηκώνουν άρον άρον και τους τραβούν στα νεκροτομεία, τους βάζουν στα άθλια συρτάρια του ψυκτικού νεκροθαλάμου, για να τους φυτέψουν την άλλη μέρα στη νεκρούπολη της ενορίας τους. Μελλοντικός νεκρός ο καθένας μας, κυκλοφορεί ανάμεσα σε τωρινούς και αβοήθητους νεκρούς». Η περίληψη του βιβλίου του Ζώντες και τεθνεώτες από τις εκδόσεις Καστανιώτη (Ιούνιος 1991).
Ήμουν 14, καλοκαίρι στο Τολό. Χρειάστηκαν να περάσουν άλλα τόσα και περισσότερα χρόνια για να τον γνωρίσω από κοντά. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ στο σπίτι της Άννας Λυδάκη, που τα μπουκάλια κόκκινο κρασί πάγωναν στο ξύλινο τραπέζι της βεράντας. Ο Κωστής Παπαγιώργης, η Ράνια και οι φίλοι του.
Τον περίμενα απόμακρο, σχεδόν ανθρωποφοβικό, με λίγες κουβέντες και βλέμμα σοβαρό. Κι έπεσα έξω. Μπέρδευε στη συζήτηση την ελληνική ιστορία με τις λαϊκές τραγουδίστριες, το ποδόσφαιρο με τα μπουζούκια, εικόνες εθνικού διχασμού, πολέμου και πολιτικής, κεφάλαια χωμένα ανάμεσα σε γέλιο και πειράγματα άτακτου αγοριού. Για μένα ένα τεράστιο μάθημα που δεν προλάβαινα τι να πρωτοκρατήσω.
Και μετά, περασμένα μεσάνυχτα, μερικοί νύσταξαν κι αποχώρησαν και οι άλλοι πήγαμε στην άλλη άκρη της πόλης, που τραγουδούσε ο φίλος του, ο Ορφέας Περίδης. Ο Κωστής και η Ράνια μαζί, σαν έφηβο ζευγάρι, καταλήξαμε στο Παρασκήνιο, της Καλλιδρομίου. Και τους άφησα εκεί, λίγο πριν τις 5 τα ξημερώματα, αγκαλιασμένους, να θυμούνται τις ιστορίες των φωτογραφιών στον τοίχο.
Όλο νύχτα τον συναντούσα με μουσική. Η στάση ζωής του, η γνώση του και τα διαβάσματά του, τα πάθη του, οι συναντήσεις των φίλων του και η γυναίκα του, η Ράνια παντού, για όλα.
Δεν φεύγει κανείς όταν πάρει τόση αγάπη. Ζει μέσα και γύρω από αυτούς που ενώθηκε.
Δεν φεύγει κανείς όταν διδάσκει με τις επιλογές του τρόπους αντίστασης στον αμοραλισμό.
Δεν φεύγει κανείς όταν μένουν ζωντανά τα κείμενά του. Η συλλογιστική του χάους και της ύπαρξης.