Συναντήσαμε τον αναπληρωτή Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού κ. Κώστα Τζαβάρα το μεσημέρι της Τετάρτης στο γραφείο του στο Υπουργείο Πολιτισμού στη Μπουμπουλίνας. Ευθύς και ειλικρινής απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις μας σε μια συζήτηση που διήρκησε πάνω από μιάμιση ώρα. Τον ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη που μας παραχώρησε και ελπίζουμε στο μέλλον να υπάρξουν και άλλες. Καλή σας ανάγνωση.
"Αν κατέβαινα στο Χυτήριο για να προασπίσω με τον τρόπο αυτό το ανέβασμα της παράστασης «Corpus Christi», θα παραβίαζα τις αρχές που ενέπνευσαν τη δήλωσή μου υπό την ιδιότητα του Υπουργού Πολιτισμού. Στη βία δεν απαντάς με βία, ούτε με σόου σε απευθείας μετάδοση στις τηλεοράσεις. Τέτοιες λογικές είναι μαθηματικά βέβαιο πως οδηγούν στην επικράτηση των άκρων και κατά συνέπεια στην ολοκληρωτική καταρράκωση του πολιτισμού που υπακούει πρωτίστως στην αρχή της αριστοτελικής μεσότητας.
Η απροκάλυπτη βία και η πολιτική μισαλλοδοξία, πρακτικές που αρχίζουν να ανθίζουν στην ελληνική κοινωνία και υιοθετεί η Χρυσή Αυγή, προφανώς και δεν πρόκειται να σβήσουν όσο διαρκεί η κρίση. Ανάλογη ήταν και η εικόνα της Γερμανίας του 1920 που οδήγησε στην κατάρρευση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στη νίκη του ναζισμού. Η γνώση της ιστορίας δυστυχώς αντί να απωθεί από την επανάληψη ολέθριων καταστάσεων του παρελθόντος, τις καλλιεργεί και πάλι. Όσο η κοινωνία θα δηλητηριάζεται με αντιπολιτικές και αντικοινοβουλευτικές ιδέες και ταυτόχρονα με τη συνεχή ενοχοποίηση συλλήβδην και αθρόως όλων των άλλων, απορρίπτοντας το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του ως διεφθαρμένο, όσο ο αρνητισμός των πάντων, η αμφισβήτηση και τελικά η εκ προοιμίου απαξίωση κάθε αυθεντίας θα ανθίζουν, τόσο περισσότερο η ελληνική δημοκρατία θα κλυδωνίζεται από την αυτοδικία, την αυθαιρεσία και τη βία των ακραίων μειοψηφιών.
Στο ερώτημα αν οι πολιτικοί ευθύνονται για την κατάντια, απαντώ ευθέως πως ευθύνονται, αλλά όχι μόνο εκείνοι, και όχι όλοι για τον ίδιο λόγο και κατά το ίδιο μερίδιο ενοχής. Το τσουβάλιασμα όλων αδιακρίτως των πολιτικών -αγαπημένη συνήθεια και λογική διαφόρων- αποτελεί μια επικίνδυνη πρακτική που αδικεί βέβαια μία μεγάλη μερίδα πολιτικών ιδίως νέων, αλλά προσβάλλει και τον δημοκρατικό πολιτισμό που αποτελεί ιδεολογικό θεμέλιο της κοινωνικής μας οργάνωσης. Αυτός ο πολιτισμός επιβάλλει ακριβοδίκαιη μεταχείριση σε κάθε δημόσιο άνδρα χωριστά για ότι έχει κάνει ή έχει παραλείψει να κάνει. Συλλογική ευθύνη δεν υπάρχει. Η σημερινή πολιτική και κοινωνική συγκυρία είναι αποτέλεσμα εκτός των άλλων και μιας πολιτιστικής έλλειψης των αξιών που σιγά-σιγά εγκαταλείψαμε ή ξεχάσαμε, όσο πιο πολύ προχωρούσαμε στην ιστορική περίοδο της μεταπολίτευσης.
Σήμερα κυριαρχούν η αδιαφορία για το διπλανό μας, η υποκρισία και η επιτήδευση αλλά και το ξερίζωμα του αισθήματος της ντροπής που κάποτε λειτουργούσε στον τόπο μας και ταυτιζόταν εν πολλοίς με το κοινό, περί δικαίου, αίσθημα. Ωστόσο, τα οικονομικά και προσωπικά αδιέξοδα που βασανίζουν τον τόπο, θα αρχίσουν να ξεπερνιούνται μόνον εφόσον ξαναστραφούμε στον συνάνθρωπο και καταλάβουμε ότι πέρα από τα μουσεία και τα μέγαρα ο αληθινός πολιτισμός υπάρχει πρώτα μέσα μας.
Παιδί της ελληνικής επαρχίας, μπήκα στη Νομική Αθηνών το 1973 μέσα στη νύχτα της επταετίας. Οι σπουδές μου άνοιξαν παράθυρο σε ένα νέο κόσμο και προσέλαβαν γρήγορα και το νόημα της συμμετοχής στον αγώνα για βελτίωση των ατομικών και συλλογικών όρων της ζωής μας.Υπήρχε τότε έντονη η θέληση στους κύκλους των φοιτητών να αντισταθούν στην αυθαιρεσία της εξουσίας και την κοινωνική αδικία. Σε ό,τι υποβάθμιζε και σε όποιον κακοποιούσε τις αξίες του ανθρωπισμού, λογόκρινε και κατακρεουργούσε τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Συνέχισα με μεταπτυχιακές σπουδές στη Σορβόννη στο ευρωπαϊκό δίκαιο και στη Nanterre με κοινωνιολογία και συνδικαλιστικό δίκαιο. Φυτώριο των ιδεών του Μάη του ’68 τούτο το πανεπιστήμιο. Μαθητής του Μπαντιού και του Μποντριγιάρ, διανοούμενοι που πρώτοι αμφισβήτησαν όλα τα δόγματα μιας «αγίας» αριστεράς που πάνω στο ταριχευμένο πτώμα της τόσοι και τόσοι οικοδόμησαν επιτυχημένες καριέρες μέχρι σήμερα, προσποιούμενοι ότι αγωνίζονταν για τον ερχομό μιας επανάστασης που ήδη είχε γίνει από το 1917.
Σύντομα όμως τα συνθήματα έγιναν κάλπικα, ποδοπατήθηκαν και σβήστηκαν ακόμη και από τους τοίχους. Η κοινωνία και η ιστορία της μεταπολίτευσης βασίστηκαν σε μια ξέφρενη και χυδαία τάση αχαλίνωτου ατομικισμού, σε έναν «υπέροχο» αχταρμά προσωπικών φιλοδοξιών χωρίς αρχή-μέση και τέλος. Οι ιδέες πετάχτηκαν μακριά και αντικαταστάθηκαν με κούφια αισθήματα μιας απατηλής πληρότητας και κοσμικότητας, που στηριζόταν στην αποφυγή κάθε δημιουργικής εργασίας, στην απόρριψη του προσωπικού μόχθου και της ικανότητας ως μέσου κοινωνικής ανάδειξης και αναγνώρισης. Μία κοινωνία που κατανάλωνε ασταμάτητα, την ίδια στιγμή που παραιτούνταν από κάθε παραγωγική και δημιουργική δράση. Όλοι θωρακίστηκαν με δικαιώματα, αλλά λίγοι στα αλήθεια είχαν δίκιο. Η παρανομία του δικαιώματος ήταν το χειρότερο χαρακτηριστικό της μεταπολίτευσης. Εάν εγκαίρως είχαμε όλοι μαζί απορρίψει αυτές τις νοοτροπίες και κυρίως την χρησιμοποίηση του κράτους ως μηχανισμού ικανοποίησης ατομικών και συντεχνιακών αιτημάτων, σήμερα δεν θα είχαμε φτάσει σε αυτήν τη δεινή θέση.
Οι σημερινές ανάγκες των ανθρώπων είναι ένας συνεχής αγώνας για επιβίωση: πού θα βρεθούν χρήματα για το νοίκι, τα φροντιστήρια, τη συντήρηση. Πολλοί με ρωτούν πού χωράει ο πολιτισμός μέσα σε τόσα καθημερινά προβλήματα. Ο αληθινός πολιτισμός –απαντώ- δεν είναι μόνο τα αρχαία, οι μουσικές σκηνές και τα φουαγιέ των θεάτρων. Το πιο συνεκτικό κομμάτι του πολιτισμού δεν είναι τα έργα, αλλά οι άνθρωποι. Όχι μόνο οι καλλιτέχνες, μιλώ για όλους τους ανθρώπους. Ο αληθινός πολιτισμός, αυτός που έχει ανάγκη ο τόπος για να ξεπεράσει την κρίση, είναι ο πολιτισμός της καθημερινής ζωής, οι αξίες και αρχές που μόνο μέσα από την ζωή των ανθρώπων μπορούν να ξεπηδήσουν και να ανθίσουν. Είναι όλα εκείνα τα απλά πράγματα που συνθέτουν το λαϊκό πολιτισμό της καθημερινότητας, με πρωταρχικό στοιχείο την επαφή με τον άλλο, τον ανθρωπισμό και την ανεκτικότητα στο διαφορετικό.
Ο ανθρωπισμός που μας έλειψε κατά τα προηγούμενα χρόνια, είναι η βασική προτεραιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού. Η παρούσα οικονομική κρίση περιορίζει αναγκαστικά τους διαθέσιμους πόρους για έργα και υπ' αυτή την έννοια μπορεί να λεχθεί ότι δυσκολεύει το έργο μας. Όμως, την ίδια στιγμή προσφέρει για πρώτη φορά την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε ότι μονάχα η επιμονή μας σε λογικές και νοοτροπίες του παρελθόντος ευθύνεται για τη σημερινή δυσπραγία μας και όχι τόσο η έλλειψη χρημάτων. Η ακτινοβολία και η οικουμενική αναγνώριση του ελληνικού πολιτισμού (αρχαίου, βυζαντινού, σύγχρονου) υπήρξε πάντα δεδομένη. Το παραπέρα έχει σημασία. Στο πλαίσιο της απαγκίστρωσης από τις πολιτικές του παρελθόντος (που έχει οριστικά και αμετάκλητα τελειώσει), το Υπουργείο Πολιτισμού προσπαθεί με νέες ιδέες και όχι δανεικούς πόρους, να ξεκινήσει σειρά δράσεων και πρωτοβουλιών για να στηρίξει και να προωθήσει τις αξίες του καθημερινού πολιτισμού. Προσβλέπουμε στη δημιουργία ενός πολιτισμού που δεν θα έχει ανάγκη κρατικής χρηματοδότησης. Θα αναβλύζει μέσα από την κοινωνία και θα προκύπτει από αυτόνομες διεργασίες. Εκατό λουλούδια να ανθίζουν, εκατό σχολές να μάχονται.
Οι καλλιτέχνες δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνονται δημόσιοι υπάλληλοι. Για το λόγο αυτό στις θέσεις κλειδιά των πολιτιστικών θεσμών πρέπει να εναλλάσσονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και αδιαμφισβήτητων ικανοτήτων και να μη δημιουργούνται παρέες ή συντεχνίες προθύμων. Η υποστήριξη εξάλλου κάποιων «αστέρων» του πολιτισμού συστηματικά από τους ίδιους και τους ίδιους δημοσιογράφους και καλλιτέχνες, δικαιολογημένα προδίδει ιδιοτέλεια και ευλόγως δημιουργεί υπόνοιες παρεοκρατίας στα πολιτιστικά πράγματα.
Οι δράσεις του Υπουργείου ξεκινούν και βασίζονται σε τρεις κινητήριους άξονες. Πρώτα τη διάχυση του πολιτισμού ως την άκρα περιφέρεια, η οποία αποτελεί μια από τις βασικές πρόνοιές μας. Σε συνεννόηση ήδη με τους μέχρι σήμερα εποπτευόμενους και επιχορηγούμενους φορείς, π.χ. τη Λυρική Σκηνή, το Μέγαρο Μουσικής, το Εθνικό Θέατρο και τις ειδικές μονάδες που έχουν συγκροτηθεί (π.χ. η Όπερα Βαλίτσα), θα ξεκινήσουμε μια σειρά πολιτιστικών εκδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα. Στόχος του Υπουργείου αποτελεί, οι δράσεις αυτές να γενικευτούν και να ανταποκριθούν στο κάλεσμά μας όλοι οι επιχορηγούμενοι από το Υπουργείο φορείς. Η επιχορήγηση άλλωστε επιβάλλει μια κάποια ανταπόδοση του επιχορηγούμενου, η οποία στην περίπτωσή μας είναι η στοιχειώδης ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου. Ζω χρόνια στην επαρχία, η γυναίκα μου εργάζεται εκεί, τα παιδιά μου μεγάλωσαν στον Πύργο. Είναι χρέος του Υπουργείου η μεταφορά του πολιτισμού εκτός των τειχών της πρωτεύουσας, γκρεμίζοντας όλες εκείνες τις ελιτίστικες νοοτροπίες για έναν πολιτισμό λίγων. Ο αληθινός πολιτισμός δεν ανήκει ούτε σε συντεχνίες, ούτε σε κάστες. Και όσοι βολεύτηκαν σε τέτοιες συντεχνιακές νοοτροπίες, καλό θα ήταν από δω και πέρα να τις ξεχάσουν.
Δεύτερος άξονας δράσης του Υπουργείου θα γίνει η προώθηση του εθελοντισμού. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο εθελοντισμός μπορεί να αποτελέσει μοναδική ευκαιρία για μια νέα αξιακή θεώρηση των πραγμάτων, ενός νέου πολιτισμού που έχει ανάγκη η κοινωνία σήμερα. Η ελεύθερη συμμετοχή των πολιτών σε εθελοντικές εργασίες σε μουσεία, θέατρα, αρχαιολογικούς χώρους, ακόμη και στη διαφήμιση, την προώθηση και την προβολή κοιτίδων πολιτισμού – χωρίς φυσικά να επηρεαστεί – η θέση των ήδη εργαζομένων, θα φέρει στο προσκήνιο νέες κοινωνικές δυνάμεις, που θα είναι φορείς αξιών και αρχών αντιπάλων προς το πνεύμα της μεταπολίτευσης.
Τρίτος άξονας του Υπουργείου είναι η προστασία και ανάδειξη της άυλης πολιτιστική κληρονομιάς. Κατηγορήθηκα από κάποιους για ασάφεια και σε κάποιους άλλους η λέξη ακούστηκε περίεργα. Όμως σκεφτείτε: η προστασία των αρχών, των αξιών, της γλώσσας, όλων εκείνων των στοιχείων που άντεξαν στο χρόνο και παρέμειναν ζωντανά, μέσα από συμβολικές μορφές που δεν είχαν υλική αλλά άυλη υπόσταση, όλων αυτών των στοιχείων που παραδίδονται από γενιά σε γενιά, αποτελούν τη ζώσα κληρονομιά μας, που συνεχώς αναδημιουργείται. Ότι δεν μπαίνει σε μουσεία, αλλά αποτελεί πολιτιστικό περιεχόμενο της ζωής μας που μας παραδίδεται συνεχώς από τις προηγούμενες γενιές και ασκεί καθοριστική επίδραση στον τρόπο που βιώνουμε τις σχέσεις μας με τον εαυτό μας και το διπλανό μας".