Στην κλασική εικονογραφημένη ατάκα «αγάπη μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις…», εννέα στις δέκα φορές, είναι ακριβώς αυτό που η αγάπη νομίζει. Μόνο που στην εποχή της ιντερνετικής απιστίας γίνεται όλο και πιο δύσκολο να το αποδείξει.
Καλώς ορίσατε στη νέα ερωτική πραγματικότητα και στον φανταστικό κόσμο του «micro-cheating»! Εκεί όπου το κλασικό «αγάπη μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις» συναντά το «απλά μιλάμε στο inbox…». Ο συγκεκριμένος ξενόφερτος όρος, με τον οποίο καταπιάνονται πλέον και εκτενέστατα αφιερώματα στο BBC και στον Guardian, έχει από καιρό χτυπήσει και την πόρτα της ελληνικής πραγματικότητας. Τα ξένα δημοσιεύματα διερωτώνται «πόσο αθώα μπορεί να είναι μια φατσούλα που βγάζει καρδούλες από τα μάτια της;». Συνεχίζουν με μια γλυκόπικρη παραδοχή: «ας μην κοροϊδευόμαστε… και ποιος δεν το κάνει;». Και κάνουν λόγο για τις «πλατωνικές on line φιλίες που γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες».
Σε ελεύθερη μετάφραση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για το «κέρατο εξ αποστάσεως». Οταν ο καλός σου ή η καλή σου, χαζεύουν άλλους στα social media με την ίδια άνεση που σταματούν μπροστά από μια βιτρίνα σε περίοδο εκπτώσεων. Το αν θα μπουν μέσα να ψωνίσουν ή θα αποφασίσουν να βολευτούν με αυτά που ήδη έχουν, είναι μια άλλη ιστορία.
Τα σημάδια ότι το άλλο σου μισό ψάχνεται και αλλού για να γεμίσει το δυσαναπλήρωτο κενό του είναι πολλά. Κάνει ή του κάνουν ασταμάτητα likes κάτω από κάθε καινούργιο ποστ – αν μάλιστα μπουν στον κόπο να κάνουν like και σε παλιότερες αναρτήσεις, τότε η κατάσταση έχει βγει εκτός ελέγχου. Αυτά είναι τα προκαταρκτικά του περίφημου «micro-cheating». Και μετά τα likes, καταφθάνουν οι «καρδούλες». Πόσο αθώα όμως είναι μια καρδούλα; Οι σύγχρονοι καρδιοκατακτητές δεν φτάνουν σε απάτητες βουνοκορφές για την αγάπη τους. Ποιος χρειάζεται την κοντινή επαφή όταν έχει γρήγορη σύνδεση;
Το πόσος χρόνος χρειάζεται κάποιος ή κάποια για να περάσει απ’ το «σαλόνι» του δημόσιου τοίχου στην «κρεβατοκάμαρα» του inbox ποικίλλει. Ομως, αργά ή γρήγορα, θα συμβεί.
Κι εκεί πια, με τις ψηφιακές γρίλιες κατεβασμένες, το ιντερνετικό φλερτ περνάει σε άλλο επίπεδο. Εχουμε για παράδειγμα τις χαχανούλες και τους χαχανούληδες που απαντούν με ένα παρατεταμένο «χαχαχαχαχα» για να ενθαρρύνουν τα αστειάκια και τα πειράγματα.
Υπάρχουν και οι ζωόφιλοι που, για να μην καρφωθούν, θα στείλουν ένα βιντεάκι με κάποιο κανίς που παίζει Σοπέν, ένα ρακούν που χορεύει κλακέτες, έναν ιπποπόταμο που τα έφτιαξε με μία τίγρη. Και το απαγορευμένο αντικείμενο του πόθου θα απαντήσει με κάτι αντίστοιχο. Και αυτό το National Geographic τροπάριο μπορεί να κρατήσει μήνες.
Μου το είχε εξηγήσει κάποιος κάπου κάποτε: «Μιλάω εδώ και καιρό με μία κοπέλα στο Facebook. Παίρνω την επιβεβαίωση που θέλω και είμαι εντάξει. Δεν θέλω να τη δω από κοντά και να απατήσω τη γυναίκα μου. Αλλά πώς να στο πω, με ανεβάζει που νιώθω ότι με γουστάρει και κάποια άλλη»… Φαντάστηκα τη γυναίκα του, την ίδια στιγμή που εκείνος τσιλιμπουρδίζει στον υπολογιστή με την κλασική δικαιολογία «χαζεύω κάτι στο Ιντερνετ», να κάνει ακριβώς το ίδιο από το κινητό της.
Παλιότερα, τα ζευγάρια που δεν ήθελαν να χωρίσουν κατέφευγαν κάποια στιγμή στις χωριστές κρεβατοκάμαρες. Τώρα η κρεβατοκάμαρα παραμένει μία, και τη λύση δίνουν τα χωριστά τάμπλετ.
Στην περίπτωση όμως που ένα από τα δύο μέλη του ζεύγους αρχίσει να υποψιάζεται αυτή την online απιστία και δεν του αρέσει καθόλου, είναι πολύ δύσκολο να την αποδείξει. Μπορεί να ακούγεται οξύμωρο, αλλά όσο πληθαίνουν οι γραπτές αποδείξεις με τόσα μηνύματα, βιντεάκια, τραγουδάκια και gifάκια, τόσο μειώνονται τα επιχειρήματα που έχεις ως Πουαρό της δίωξης ερωτικού εγκλήματος.
«Απλά μιλάμε… δεν έχει γίνει τίποτα… να, δες το inbox μου αν θες… κάτι με ρώτησε για τη δουλειά μου και μετά ανταλλάξαμε κάτι χαζοβιντεάκια – μην τρελαίνεσαι» είναι η συνηθέστερη απολογία.
Και ύστερα το μπαλάκι βρίσκεται στη δική σου μεριά του γηπέδου. Νιώθεις απόρριψη επειδή η αγάπη σου δεν μοιράζεται μαζί σου βιντεάκια με χαρισματικά ρακούν; Και πότε ήταν η τελευταία φορά που σου αφιέρωσε ένα τραγούδι που με τόση ευκολία βρήκε στο YouTube και το έστειλε κάπου αλλού σα να μη συμβαίνει τίποτα;
Δεν είναι ότι δεν συνέβαιναν μπουρδουκλώματα και τσιλιμπουρδίσματα και σε παλιότερες εποχές. Τότε όμως τουλάχιστον, οι άνθρωποι ήταν πιο ευρηματικοί. Εβγαιναν από το σπίτι, επινοούσαν ολόκληρες ιστορίες – πάρτε παράδειγμα την ταινία «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» του Αλέκου Σακελλάριου. Τώρα, όπως όλες οι εξεγέρσεις γίνονται μέσα από τα social media, έτσι και οι απιστίες. Πατάς ένα κουμπί, χαϊδεύεις λίγο την οθόνη αφής, και πας παρακάτω.
Υποτίθεται ότι όλοι μπήκαν κάποτε στο Facebook και στα λοιπά παράγωγά του για «επαγγελματικούς λόγους». Τι να το κάνεις όμως… Τελικά, ούτε δουλειά ούτε γκόμενα βρήκαν.
Κάπου εδώ ελλοχεύει το σύνδρομο Μπραντ Πιτ για τους κυρίους και Τζένιφερ Ανιστον για τις κυρίες: με τόση φαινομενική υπερπροσφορά από ιντερνετικές «καρδούλες», που σημαίνει ότι έχεις ξαφνικά μεγάλη ζήτηση, νιώθεις σαν σταρ του σινεμά με τις θαυμάστριες και τους θαυμαστές να μη σε αφήνουν λεπτό σε ησυχία.
Εννοείται πως όλο αυτό είναι μια ψηφιακή ψευδαίσθηση. Γιατί πολύ απλά, όλοι αυτοί οι θαυμαστές δεν είναι πιστοί σε ένα μόνο είδωλο. Χτυπούν πολλές πόρτες, στέλνουν πολλά πανομοιότυπα inbox και όποιος προλάβει πρώτος.
Ο πραγματικός Μπραντ Πιτ το ξέρει πολύ καλά αυτό. Γνωρίζει ότι λίγο παρακάτω υπάρχει και ο Τζορτζ Κλούνεϊ. Οπως και η Τζένιφερ Ανιστον ξέρει πλέον καλά, ότι κάποτε ηττήθηκε από την Αντζελίνα Τζολί. Ο Πιτ από το Παγκράτι όμως, και η Ανιστον από την Κηφισιά, δεν έχει την παραμικρή υποψία. Ετοιμάζεται να τυπώσει εκατοντάδες αυτόγραφα που στο τέλος δεν θα ξέρει τι να τα κάνει.