Παντού στον κόσμο, όπου τουλάχιστον συζητείται μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση, συμβαίνει κάτι που συγκλονίζει τη ζωή όλων. Συντάξεις, δικαιώματα, εισοδήματα, οικογενειακοί προγραμματισμοί, όνειρα: όλα αναθεωρούνται και μπαίνουν σε νέες βάσεις – αν είσαι μεγάλος έχεις προλάβει κάτι να πάρεις, αν είσαι μικρός προλαβαίνεις να κάνεις νέα σχέδια, αν είσαι κάπου στη μέση την πάτησες, «too old to rock n’ roll, too young to die» που τραγουδούσαν και κάποιες ψυχές.
Ναι, η τέχνη μπορεί να τα πει όλα και καλύτερα. Στην περίπτωσή μας ένα ποίημα κάνει τη δουλειά. Αλλωστε είναι τόσο σουρεαλιστικά αυτά που ζούμε, που μόνο ποιητικά μπορεί κανείς να τα περιγράψει με ακρίβεια…
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τυπάκος
που νόμιζε πως ήτανε πολιτικός βαρβάτος,
Κατρούγκαρο τον έλεγαν, δεινός αερολόγος,
άρχισε την καριέρα του σαν συνταγματολόγος.
Ψηλός, ξανθούλης, αλαζών και επαναστάτης όμως,
όλο τα χέρια κούναγε σα να ‘ταν τροχονόμος,
κεκέδιζε σαν θύμωνε, είχε μια νευρικότητα
σα να έπασχε από πίεση κι από δυσκοιλιότητα.
Πάντα ντυμένος έβγαινε μ’ άψογο κουστουμάκι
σκαρπίνια στα ποδάρια του, μαντήλι στο τσεπάκι
κοοσμοπολίτης έμοιαζε, μακρύ μαλλάκι φίνο
σαν τζιτζιφιόγκος, σαν δανδής που ήρθε απ’ το Λονδίνο.
Κνίτης ήταν στα νιάτα του από τους πιο ταγμένους,
τώρα τους προλετάριους τους έχει πια χεσμένους,
το αυτί του καπιταλισμού μ’ εργάτες δεν ιδρώνει,
μα απ’ τον Καμμένο, τον Κουικ και τη Χρυσοβελώνη.
Ο Αλέξης σαν τους κάλεσε και μοίρασε υπουργεία,
(ήταν μια μέρα όλο χαρά κι αριστερή μαγεία),
τον ρώτησε ο πρωθυπουργός, «Κατρούγκαρε γουστάρεις
να πάρεις τ’ Ασφαλιστικό να πας να το φουντάρεις;»
«Μετά χαράς πρωθυπουργέ, τιμή μου και καμάρι μου,
έχω ιδέες τρομερές έτοιμες στο συρτάρι μου,
το δώδεκα τοις εκατό θα έχω για πυξίδα,
εγώ που τόσο έπαιρνα, άψογα δεν τα πήγα;
Λοιπόν, πολυπλοκότητες και άλλες αηδίες,
αυτά για τ’ Ασφαλιστικό είναι παρασπονδίες,
συντελεστές και πίνακες και χρόνια και ταμεία
και πρόωρες και όψιμες, κόβονται με τη μία.
Η σύνταξη θα συνδεθεί με το ύψος του εισοδήματος,
που φέρνει εξορθολογισμό κι οικονομίες κλίμακος,
μια συνταξούλα είν’ αρκετή για όλες και για όλους,
εργατικούς, τεμπέληδες, έξυπνους και χαχόλους.
Και δικηγόροι και γιατροί κι όλοι οι γραβατάκηδες
και κάτι αγρότες και βοσκοί των κάμπων κουτσαβάκηδες,
να ξέρουν πως το πάρτι τους εγώ θα το τελειώσω,
πρόωρες κι επικουρικές πίσω θα τους τις χώσω.
Κουτσοί, τυφλοί, καρδιοπαθείς, κι όλη η τεμπελαρία
καλά θα κάνουν να στραφούν λίγο προς την Συρία,
να δουν εκεί οι ανάπηροι πώς ζούνε, πώς περνάνε
κι όχι να μου μαζεύονται να κράζουν πως πεινάνε».
Κι ορμάει ο Κατρούγκαρος έναν μπαλτά αρπάζει,
συντάξεις, δικαιώματα, όπου τα βρει τα σφάζει
κι όσο τα πετσόκοβε δίχως καμιάν οδύνη,
φώναζε «αποκαθιστώ, εγώ δικαιοσύνη».
Η τρόικα στο πλάι του συμβούλευε κι εκείνη,
μην του ξεφύγει τίποτα μεσ’ την πολλή βιασύνη,
«κόψε κι αυτό Κατρούγκαρε, είναι παλιό ρουσφέτι,
ρε πώς αλλάζει ο άνθρωπος» λέγαν οι κουαρτέτοι.
Σε κάθε τους συνάντηση ανέβαζαν τον τζίρο
γέμιζε ο κόσμος πτώματα στο Χίλτον γύρω-γύρω
κι έβγαινε ο Κατρούγκαρος στα αίματα λουσμένος,
«σκληρά διαπραγματεύομαι» έλεγε κορδωμένος.
Τον βλέπανε οι άνθρωποι τραβούσαν τα μαλλιά τους
και βλαστημούσαν, φτύνανε, την τότε ανεμελιά τους,
τις ελπίδες τους στον ΣΥΡΙΖΑ είχαν εναποθέσει
μα στη σφαγή του Δράμαλη βρεθήκανε στη μέση.
Παίρνανε τις δουλίτσες τους, πήγαιναν Βουλγαρία,
στα Σκόπια, στο Βλαδιβοστόκ, στην Κύπρο, στην Σερβία,
φώναζαν στα παιδάκια τους, «τρεχάτε σ’ άλλα μέρη
εδώ γυρίζει ένας τρελός, με τον μπαλτά στο χέρι».
Κι οι βουλευτές που βλέπανε τον κόσμο τους να βρίζει,
στα καφενεία των χωριών να τους προπηλακίζει,
ως το Μαξίμου τρέξανε κι είπανε στον Αλέξη,
«πρωθυπουργέ ο Κατρούγκαρος μας έχει καταστρέψει».
Κι ο Αλέξης χαμογελαστός τους λέει «μη σας νοιάζει,
πάντα η βρώμικη δουλειά θέλει έναν καμικάζι,
θέλει τον πιο πανύβλακα που υπάρχει στον στρατώνα,
έτοιμο να θυσιαστεί για το καλό του αγώνα.
Μα μόλις κάνει τη δουλειά και γίνει η αξιολόγηση,
θα κάνω εγώ στον κόσμο μας βαθιά εξομολόγηση,
θα πω πως άλλες εντολές του ‘δινα ο καημένος,
μα εκείνος άλλα έκανε γιατί ήτανε βλαμμένος,
θα τον πετάξω στα σκυλιά να φάνε να χορτάσουνε
όπως στον Γιάννη μ’ ένα νί, πάνω του θα ξεσπάσουνε,
σαν βρούνε τα σκυλιά φαϊ, τι τρώνε δεν ρωτάνε
ούτε έχουν αμφισβήτηση γι αυτούς που κυβερνάνε».