Το είχα παρατηρήσει πριν από λίγο καιρό, όταν, βγάζοντας τον σκύλο μου βόλτα στη γειτονιά μου, στα Κάτω Πατήσια, άκουγα αμερικάνικη προφορά από παιδάκια που έπαιζαν σε διπλανή πυλωτή. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, σκέφτηκα ότι θα ήταν τίποτα αμερικανάκια ανηψάκια κάποιου Κατωπατησιώτη που ήρθαν στην Ελλάδα για διακοπές.
Τις επόμενες ημέρες, τα σημάδια άρχισαν να αυξάνονται. Μία Ιταλίδα με σταμάτησε στην Κυψέλη πελαγωμένη, κρατώντας έναν χάρτη και ψάχνοντας την οδό «Drosopoulou». Λίγο πιο πέρα, στεκόταν ο άντρας της, μαζί με δύο μεγάλες βαλίτσες. Τους κατεύθυνα προς την Δροσοπούλου και συνέχισα τον δρόμο μου.
Λίγο πιο κάτω, στα Κάτω Πατήσια για την ακρίβεια, παρατήρησα παράξενη κινητικότητα για τα δεδομένα της περιοχής. Δύο νεαρά κορίτσια που μιλούσαν γερμανικά, έβγαζαν selfies μπροστά από το συνοικιακό ψιλικατζίδικο και μετά, με φόντο την όχι και τόσο φωτογενή είσοδο της πολυκατοικίας στην οποία αργότερα μπήκαν.
Ολα αυτά τα παράξενα φαινόμενα συνεχίστηκαν: κατσουφιασμένοι τουρίστες να περπατούν κοντά στον σταθμό του Αγίου Νικολάου σχολιάζοντας κάτι του τύπου «πού πήγε ο ελληνικός ήλιος;»-τις ημέρες που είχαν την τιμητική τους οι μπόρες του Ιουνίου.
Με τα τουριστικά περιστατικά που έκαναν τα Πατήσια και την Κυψέλη να θυμίζουν όλο και πιο πολύ Κουκάκι και Μοναστηράκι, κάποια στιγμή δεν άντεξα και ρώτησα ένα ζευγάρι Ιταλών, που με σταμάτησαν επειδή έψαχναν την οδό «Rodou». «Πώς και ήρθατε εδώ;» ήταν η ανιχνευτική ερώτησή μου. «Κλείσαμε ένα πολύ όμορφο διαμέρισμα μέσω Airbnb!» ήταν η ενθουσιώδης απάντησή τους. «Εχει και θέα στην Ακρόπολη!» προσέθεσαν όλο χαρά.
Εκείνη τη στιγμή κοκκάλωσα. Ημουν σχεδόν σίγουρη ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση ένα διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου σε ένα συνοικιακό στενό που δεν βρίσκεται στο Μετς ή στο Κουκάκι, να έχει θέα στην Ακρόπολη. Αλλά ποια ήμουν εγώ που θα τους στερούσα το όνειρο; Την επόμενη μέρα, τους συνάντησα στον δρόμο για τον σταθμό του μετρό «Αττική». Ο ενθουσιασμός είχε δώσει τη θέση του στην απορία. «Δεν έχει θέα στην Ακρόπολη. Μας είπαν ψέματα. Και το διαμέρισμα δεν είναι τόσο ωραίο από κοντά. Φαινόταν πολύ διαφορετικό στις φωτογραφίες. Οταν ρωτήσαμε τον ιδιοκτήτη, μας είπε ότι το σπίτι έχει θέα στην Ακρόπολη, αλλά από την ταράτσα της πολυκατοικίας, αν κοιτάξεις από ένα συγκεκριμένο σημείο. Αλλά και πάλι, ο διαχειριστής της πολυκατοικίας δεν δίνει τα κλειδιά για να ανέβουμε».
Τους ντράπηκα τους ανθρώπους. Εκανα ένα πρόχειρο αστείο ότι καλύτερα που δεν την βλέπουν από το σπίτι, ώστε να πάνε να τη δουν από κοντά, κτλ, κτλ. Σκέφτηκα ότι το Airbnb, αυτή η τόσο επιτυχημένη παγκοσμίως ιστοσελίδα καταχώρησης, εύρεσης και ενοικίασης καταλυμάτων που κοντεύει να εκθρονίσει τα ξενοδοχεία από την αλλοτινή τους παντοδυναμία, έχει λόγω κρίσης μετατρέψει τους Αθηναίους σε κλώνους του Κώστα Χατζηχρήστου, στην ταινία «Φως, νερό, τηλέφωνο, οικόπεδα με δόσεις». Εκεί οι διάφοροι επιτήδειοι έταζαν σπίτια με θέα στη θάλασσα και μετά μοίραζαν κιάλια στους ενδιαφερόμενους. Στην εποχή μας λοιπόν, όποιος έχει ένα κουτσό-στραβό δυαράκι στα Πατήσια, μπορεί να μην καταδέχεται να μείνει ο ίδιος εκεί, αλλά το φωτοσοπάρει και το πασάρει σε τουρίστες που έχουν την ψευδαίσθηση ότι στην Αθήνα, ο Παρθενώνας είναι ορατός οπουδήποτε κι αν βρίσκεσαι.
«Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!» όπως είναι και η αξέχαστη ατάκα στην ταινία «Καλώς ήρθε το δολάριο» του Αλέκου Σακελλάριου. Εκεί, τα κορίτσια του λιμανιού περίμεναν τον στόλο και μάθαιναν τσάτρα-πάτρα αγγλικά για να μπορούν να συνεννοηθούν. Εδώ, περιμένουν όλοι μια άλλη φυλή, τα Airbnbάκια και τα φαντάζονται επίσης ματσωμένα και ζουμπουρλούδικα.
Πάντως, με τούτα και μ’εκείνα, τα Κάτω Πατήσια και η Κυψέλη έχουν αποκτήσει κάτι από ιταλική φινέτσα και γερμανική πρωτοπορία. Κι εκεί που οι εγχώριοι ρατσιστές βλέπουν «κακούς και βρώμικους μετανάστες», η Airbnb φυλή βλέπει «μια πολυεθνική, πολύχρωμη γειτονιά». Κι όταν έχει ανάγκη να δει τον Παρθενώνα, κάνει τον κόπο, παίρνει το μετρό ως τον σταθμό «Ακρόπολη» και πηγαίνει να βιώσει μια πιο προσωπική εμπειρία.