Ο Δημήτρης Σκουλίδης ήταν ο άνθρωπος-κρεμμύδι. Όσο τον ξεφλούδιζες έβρισκες κι άλλες πολλές διαστρωματώσεις, όλες αψές κι ευωδιαστές. Ήταν ένας ωραίος άντρας, ευθυτενής και ευγενής. Έμοιαζε μειλίχιος και «στρογγυλός» – ήταν άνθρωπος με γωνίες, με ισχυρές απόψεις, με κοφτερή σκέψη που χτύπαγε στο κόκαλο. Ήταν θρέμμα εκείνης της ανεπανάληπτης «δρακογενιάς» – η φίνα λιτότητα, που άφηνε ο τίτλος του μελλοθάνατου, είχε ζυμωθεί με τον χαρακτήρα του.
Ο Δημητρός ήταν η ψυχή της παρέας – ο άνθρωπος που θα προσφερόταν να κάνει τα αγώγια, που θα κερνούσε (αποφασιστικά και χωρίς φασαρίες), που θα συνέδραμε τους ανήμπορους, θα μιλούσε στους λιγόλογους και θα έθετε ένα προκλητικό ερώτημα για συζήτηση, απ΄ αυτά που συζητούσε μόνος με τον εαυτό του.
Ήταν «εργοστασιάρχης και Αριστερός, ο ζωντανός παραλογισμός» όπως έλεγε δηκτικά, «μια επιλογή καταναγκαστική» όπως συμπλήρωνε. Ήταν ένας αγωνιστής εργοδότης που ενσωμάτωσε στη «ΣΕΡΡΑΙΑ» όλη την προσωπική του περιουσία, σ΄ έναν ασίγαστο αγώνα για την επιβίωση της επιχείρησης, ζώντας με την οικογένειά του σ΄ ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι, στο νοίκι, μικρό, που ξεχείλιζε από όλα εκείνα τα ταπεινά απομεινάρια πολύτιμων αναμνήσεων.
Τον Δημήτρη αποχαιρετούμε στην Καισαριανή σήμερα στις 5 μ.μ. όσοι ευλογηθήκαμε από την τύχη της γνωριμίας του. Η Καλλί, η τσουχτερή, δίκαιη κι άξια Καλλί, τον παραδεχόταν σαν φίλο της «καρδιακό», για τον Λεωνίδα ήταν ο αδελφικός φίλος – η «συνείδησή» του έλεγε, με τον Μανόλη είχαν μοιραστεί μια ζωή – από το κελί των μελλοθανάτων στο Επταπύργιο μέχρι το δωμάτιο του «Ευαγγελισμού», για τη (δύσκολη, σοφή και περήφανη) Νόρα ήταν ο αιώνιος συμπαραστάτης και ο άξιος συνομιλητής της. Μια παρέα που χάθηκε. Η τρυφερή, πονεμένη, αξιοπρεπής κι ευφυής Μερόπη, τους αποχαιρετά όλους μαζί, νοερά, σήμερα μαζί μας.
Αναζητείστε το βιβλίο του «Ψηφίδες» (εκδ. Εξάντας) – «λέξεις σαν καρφιά» που έλεγε κι ο φίλος του Αναγνωστάκης. Αντιγράφω ένα επίκαιρο σχόλιό του, σήμερα που «οι λέξεις είναι ερημικές και ακατοίκητες»: «όλοι μιλάνε, αλλά ο καθένας ακούει τη δική του φωνή. Μετά, ή κατά τη συζήτηση, άλλος αφομοιώνει, άλλος αντιλογεί, άλλος αποφεύγει τον άλλον, άλλος υποκρίνεται, άλλος αφομοιώνει αργότερα.
Η έλλειψη κουλτούρας του διαλόγου, του συζητείν. Συζητώ, σημαίνει την από κοινού εύρεση του ζητούμενου. Δύσκολη η αποφόρτιση του εγωισμού, δύσκολη η αποδοχή ότι και ο άλλος ξέρει, ή έστω μπορεί να καταλάβει».
Ο Δημητρός, η ψηλή, ευγενής και σεμνή φιγούρα, ξεχείλιζε από ανθρωπιά. Από τη φωλιά του, με την Μερόπη και τον Αλέξη, ανταποκρινόταν στο κάλεσμά σου, πάντα πρόθυμος, γεμάτος έννοια και αγάπη. Ήξερες, ότι στο πέρασμα του χρόνου, ήταν πάντα «εκεί».
(Από προχτές με βασανίζει η σκέψη, για τα ραντεβού που δεν έγιναν, για τις ευκαιρίες επικοινωνίας που χάθηκαν – οριστικά και τελεσίδικα. Και αυτή η σκέψη τσούζει. Πολύ).