Τα μάτια κατάμαυρα, κάρβουνο έτοιμο ν’ αρπάξει φωτιά. Μεγάλες βλεφαρίδες έριχναν μια σκιά λίγο πάνω απ’ τα υπέροχα μήλα. Ανάλογα με το φως. Προσπαθούσε να μαζέψει ένα μακρύ, στιλπνό, ατίθασο μαλλί απ’ τη μανία του αέρα, να μην μπαίνει μπροστά στον φακό τής πανάκριβης φωτογραφικής μηχανής της. Τα έπιασε πρόχειρα με ένα αστείο λαστιχάκι και άρχισε να κλικάρει ασταμάτητα. Θόλωνε η εικόνα από τα δάκρυα μα έπρεπε να συγκρατηθεί. Συνάνθρωποί της, κυρίως παιδιά, πνιγμένα, άψυχα κορμάκια, σαν πάνινες κούκλες… Πόνος η ψυχή της.
Συμπατριώτες της. Άνθρωποι που δεν αντέχουν τους πολέμους, χρόνια τώρα, ψάχνουν «φοίνικες» να ξαναγεννηθούν. Έτσι κι αυτή. Δεν μπορούσε να καταλάβει παιδί κοντά έξι χρονών, γιατί οι γονείς του έχωναν βιαστικά μέσα σε σεντόνια, ρούχα, κονσέρβες, κουβέρτες. Φοβόταν. Έτρεμε απ’ τον πανικό που έβλεπε στα μάτια της μάνας του και την αγωνία και ευθύνη στου πατέρα του.
Κρύο. Γιατί τόσο πολύς αέρας; Κρύωνε. Χωμένο στην αγκαλιά της μάνας του, έτρεμε μαζί της. Έτρεχαν να σωθούν από βόμβες, σφαίρες, μαχαίρια, απ’ τον ίδιο το θάνατο. Περπατούσαν, έτρεχαν μερόνυχτα ώσπου έφτασαν στη θάλασσα. Δεν είχε ξαναδεί θάλασσα. Ήταν μαύρη, σκούρα, ανταριασμένη. Σαν να την προκαλούσε. Δεν ήθελε να μπει σε εκείνο το καΐκι. Ήταν μικρό. Ο ένας πάνω στον άλλο, ο αέρας να χτυπάει το πρόσωπο. Κανένα ρούχο δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη μανία της θάλασσας και την κακία και κερδοσκοπία κάποιων άλλων, που τους έταξαν μια άλλη γη. Μια άλλη ζωή, πιο ασφαλή για 5 ή 10.000 ευρώ.
Τους μάζεψαν χωρικοί από δύσβατες παραλίες. Ήταν τυχερή. Μόνο αυτή και καμιά δεκαριά ακόμη. Ο πατέρας «έφυγε». Την άφησε μονάχη να σπαράζει με λυγμούς στην αγκαλιά μιας μάνας που πάντα δείχνει ότι αντέχει τον πόνο, γιατι αλλιώς θα έχανε και το παιδί της. Ιταλία και μετά πίσω στην Ελλάδα. Στην άλλη γη της Επαγγελίας, έτσι του είχαν πει. Δύσκολα. Πολύ δύσκολα. Σκάλες και σπίτια καθάριζε η μάνα κι αυτό από κοντά κρυμμένο σε γωνίες μην ενοχλεί. Πότε πότε πήγαινε σε φανάρια και πουλούσε χαρτομάντηλα. Όσοι ήθελαν να δουν την απελπισία σε μαύρο φόντο, αγόραζαν. Οι πιο πολλοί, κοιτούσαν ευθεία αδιάφοροι, φοβούμενοι -ίσως- ότι θα υποκύψουν. Μεγάλωσε, πήγε σχολείο, σπούδασε φωτογραφία το μεγάλο της όνειρο. Ήταν καλό κορίτσι. Είχε γεμάτη καρδιά για όλους τους κατατρεγμένους. Κυνηγούσε θέματα που αφορούσαν αδικία, αποκλεισμούς, φθαρμένους ανθρώπους που εκμεταλλεύονταν άλλους. Όλο έψαχνε και πάντα έβρισκε θέμα.
Τελευταία έτρεχε σε όλα τα νησιά της Ελλάδας. Άνθρωποι από τη χώρα τους ξεβράζονταν στις ακτές λες και η θάλασσα τους μισούσε και τους ξερνούσε. Πονούσε. Θυμόταν. Πώς να μη θυμόταν; Προχθές στη Μυτιλήνη. Ένα κορίτσι με ροζ ζακετάκι, νεκρό. Άψυχο. Ακούνητο. Έτρεχαν τα μάτια της πάλι. Δεν μπορούσε να εστιάσει στη φρίκη. Παραδίπλα σαν αερικά με χρυσά φτερά δυο παιδιά πόζαραν παγωμένα με την ειδική χρυσή κουβέρτα σε κάποιον άλλο φωτογράφο.
Αν αυτό το κοριτσάκι, αυτή η ψυχή των έξι χρόνων, κατάφερνε να μην καταπιεί τόσο μανιασμένο νερό αλατισμένο, ίσως στεκόταν σαν μια γνήσια ανθρώπινη οντότητα η ηρωίδα μου, να βοηθήσει τα παιδιά -για όνομα του όποιου θεού αφήνει να πεθαίνουν αυτές οι ψυχές. Η Μαρίζ -έτσι την ονόμασα- κείτεται νεκρή μέσα στο ροζ ζακετάκι της. Δεν πρόλαβε να πάει στην Ιταλία, ούτε στην Ελλάδα. Το πνεύμα της τα φαντάστηκε όλα αυτά καθώς «φωτογράφιζε» τον εαυτό της.
Αν… πόσα αν να μετρήσω, είχε την τύχη να ζήσει, θα ήταν εκεί, με διπλό ρόλο. Φωτογράφος και θύμα ενός ανάλγητου κόσμου. Ενός κόσμου που μετράει μόνο αριθμούς… Μείον, πόσοι;