Μανάρια μου αγαπημένα και διαβαστερά,
Σας γράφω εν είδει απολογίας για το γεγονός ότι εδώ και κάμποσο καιρό έχουμε στερηθεί την παρέα ο ένας τ’ αλλουνού. Στο σημείο αυτό έχετε κάθε δίκιο να πείτε, «Καλά μωρή κουφάλα Κορτώ, τράβα και λίγο το δεξί βυζί γιατί τ’ αριστερό έπιασε κότσι απ’ το τράβηγμα: μας γράφεις για να μας εξηγήσεις γιατί δεν μας γράφεις;» Κατ’ αρχάς, το οξύμωρον τούτον σκουντουφλάει σ’ ένα βασικό πρόβλημα: ότι κόσμος και ντουνιάς όχι μόνο χέστηκε που ’χω καιρό να γράψω, αλλά αφού χέσ’κε (ο ορθός αόριστος το χέζουμι), σκουπίσ’κε, έκανε τον μπιντέ του ή πλύθ’κε με το τηλέφωνο (κάθε κώλος και η βολή του) και αναρωτήθηκε φευγαλέα τι να ’παθε το όσχεον (στην καθομιλουμένη, η αρχιδοσακούλα) του κι αίφνης φαγουρίζεται με τέτοιαν ένταση. Ωστόσο, εγώ απευθύνομαι ως φωνή βοώντος εν τη ερήμω όστις είδε παίδαρον Τουαρέγκ και του εσηκώθη και τον επήρε στο κατόπι με κουτσή γκαμήλα βακτριανή (σαν την δούκισσα της Κορνουάλης, αλλά στο πιο θηλυκό), για εκείνες κι εκείνους που έπειτα από τόσον καιρό απουσίας έχουν σκαρφαλώσει σε ταράτσες, κάγκελα, και κρηπιδώματα φραγμάτων, και απειλούν να προβούν στο απονενοημένο διάβημα (όρος που θα έπρεπε να περιλαμβάνει και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι).
Κατ’ αρχάς να ξεκινήσω με την αιτία της μακράς και ασυγχώρητης σιωπής μου, που δεν είναι άλλη απ’ την πουτάνα τη βιοπάλη, που κανονικά αυτή θα ’πρεπε να ’ναι ολυμπιακό άθλημα αντί για τη συνήθη με τα κορμάκια τα πρόστυχα, να γινόμασταν κι εμείς τα παιδιά της αργατιάς και του μόχθου χρυσοί ολυμπιονίκες, άλλο που φοβάμαι ότι με την κρίση και τα χρυσά τα μετάλλια έχουνε τσικουλάτο μέσα, και τα ξετυλίγεις και τα τρως και σου μένει μόνο η κορδέλα να βάλεις στο μαλλί και να βγεις στο νυφοπάζαρο για γαμπρό Ελβετό εξ Ελβετίας, διότι για να ’χει μαζωχτεί εκεί ούλο το χρήμα της οικουμένης ωραία θα περνάνε οι ουδέτεροι: χρήμα και σοκολάτα: η συνταγή της ευτυχίας – κι άμα σου λείπει η αγάπη απ’ την εξίσωση, βρίσκεις εκεί στη ραχούλα μια γελάδα μπιρμπιλομάτα και βολεύεσαι κι από γάλα.
Εγώ, που λέτε, όπως και κάθε συγκραφέας στο ξεκίνημά του, φανταζόμουν ότι με το που θα ’βγαζα το πρώτο μου βιβλίο (Το βιβλίο των βίτσιων, κάτι διηγήματα σιχαμένα τελείως που τα διαβάζεις και μετά πας και πλένεις τα ματάκια σου με αγίασμα και βορικό οξύ κι από μια σταγόνα κεζάπι στο καθένα), θα γινόταν όχι της γριάς ο γάμος, όχι της πουτάνας το κάγκελο, αλλά η Δευτέρα Παρουσία ένα πράμα: άνθρωποι θα τρώγανε τις σάρκες τους έξω απ’ τα βιβλιοπωλεία ποιος θ’ αγοράσει το τελευταίο αντίτυπο, μανάδες θα πουλάγαν τα παιδιά τους στη λαϊκή, η Εκκλησία θα με αφόριζε, μετά θα έκαιγε το βιβλίο μου στους απάνω δρόμους ενόσω η Αργυρώ που ’ταν αρχηγός κάπου θα το πλάκωνε να ξεδώσει απ’ τα’ αρχηγιλίκι, και στο τέλος θα με ρίχνανε και μένα στην πυρά ως άλλη Ιωάννα της Κις Λωραίν, αλλά απ’ το πολύ το συγκραφικό μεγαλείο δεν θα καιγόμανε, αλλά θα ’βγαινα απ’ τσι φλόγες καπνισμένος ως τσουκάλι μεν, άθικτος δε, σαν την Καλίσι τη χήρα του Ντρόγκο με την κοτσίδα (πρωθύστερο κι αναχρονισμός, δε λέω, αλλά κάπως πρέπει να τσιμπήσει και το νεανικό κοινό, το οποίο το ’99 που βγήκανε τα Βίτσια ίσα που ’χε μάθει να κατουράει στο γκιογκιό, κι άμα τους πεις ότι εμείς παλιά δεν είχαμε κινητά και ίντερνετ πέφτει κάτω και βγάζει αφρούς και δε συνέρχεται παρά αν του τάξεις το iPhone το 5 με περασμένο το app που το πατάς και βρίσκεις όλες τις γκόμενες με λέπρα και τύφο σε ακτίνα 10 χιλιομέτρων), μόνο που αντίς για δρακάκια θα ’χα στους ώμους μου τον λόγο που θα εκφωνούσα στη Σουηδική Ακαδημία, καθώς ενόσω γινόμανε μπάρμπεκιου μου ’χανε δώκει δύο Νομπέλ, (το οποίο Νόμπελ το λέγαμε παλιά, κι από τότε που τονίζεται στη λήγουσα μου φαίνεται πιο δεύτερο πράμα, σαν το Σαρμπέλ ή του φούρναρ’ του καρβέλ’) ένα Λογοτεχνίας για το πρώτο μου πόνημα, κι ένα Ειρήνης έτσι για το γαμώτο γιατί το ’χει πάρει μέχρι και η θεία μου η Πίτσα η Ναουσαία επειδή σταμάτησε ένα μουτζόπιασμα που ’χε ξεσπάσει σ’ έναν γάμο όταν ο γαμπρός έσκασε ντυμένος μπούλα με φλουριά και ζήτησε να τον φωνάζουν Χρυσαυγή καθ’ ότι αντί για τη γυναίκα του ηράσθη Χρυσαυγίτη.
Δυστυχώς, που λέτε, η ονειροφαντασιά μου αυτή δεν έμελλε να βγει αληθινή, και τα χρήματα που συγκέντρωσα απ’ τις πωλήσεις του πρώτου μου βιβλίου έφτασαν μετά βίας όσο έκανε ένα πακέτο Μάλμπορο το πρό Χριστού, και πάλι την έφαγα στα ρέστα την περιπτερού. Θα μου πείτε, βέβαια, από τότε μέχρι τώρα εσύ δεν έχεις βγάλει έξι χιλιάδες βιβλία και δεκαεφτάμισι παιδικά; Ναι μεν, αλλά – και μην κοιτάτε τώρα που είμαι και τύφλα (διόρθωση: κουρασμένος) και το παίρνω στο ψιλό – παλιά όταν έβλεπα τα αριστουργήματά μου (λέμε τώρα) να έχουν τον απούλητο λες και βρώμαγε το χαρτί ποδαρίλα καλοκαιρινή από σταράκι φορεμένο δίχως κάλτσα, κάθε φορά έπεφτα να πεθάνω απ’ τη θλίψη και το πένθος, διότι έτσι είμεθα πλασμένοι ημείς οι συγκραφείς, αν μας ρωτήσεις, τι προτιμάς, την αιώνιον ζωήν εις τον κόρφον του Παντοκράτορα, που θα σε ταΐζει καρυδόμελο για να ’χεις αντοχή να κυνηγάς τα εξαπτέρυγα που τυγχάνουν ασώματα και πας να τους βάλεις χέρι και πιάνεις μόνο πούπουλο λες και πασπατεύεις ξεσκονιστήρι της Φτερούς, ή να πουλάνε πιο πολύ τα βιβλία σου; Όλοι μα όλοι απαξάπαντες μηδενός εξαιρουμένου θα σου απαντήσουν «Να πουλάνε πιο πολύ τα βιβλία μου!» γι’ αυτό και η υψηλή διανόηση (ξαναλέμε τώρα) φρυάζει κάθε φορά που σκάει ένα μπεστ σέλερ που γαμεί και δέρνει, διότι σου λέει γιατί το ’γραψε αυτή η φοράδα η ατάλαντη και δεν το ’γραψα εγώ να σκουπίζω τον απαυτό μου με πεθαμενί πεντακοσάρικο, έτσι λυσσάξαμε κι εσχάτως με την αφράτη των Πενήντα Αποχρώσεων (χώρια το ξανθιστικό σαντρέ) και την έχουμε φάει τη γυναίκα, λες και μας τσούρνεψε τον παρά απ’ το στρώμα όπου το ’χαμε ραμμένο, και την αναθεματίζουμε θαρρείς και ήρθε η καλόψυχη χονδριά και μας έδεσε στην καρέκλα με τα μάτια γκούρλα όπως στο Κουρδιστό Πορτοκάλι και προέβη σε ψυχικό βιασμό αναγκάζοντάς μας να διαβάσουμε το βιβλίο της, που κάτι για γαμήσια λέει νομίζω, εξ ου και πουλάει, καθ’ όσον έχουμε και συντέλεια σε δυο μήνες μην ξεχνιόμαστε, οπότε ο κοσμάκης είναι σε φάση γαμάτε γιατί χανόμαστε, κι άμα δε βρίσκετε, διαβάστε πηδήματα να χορτάσει το μάτι σας εφόσον δεν χορταίνει η μαϊμού (που άμα έρθει το Τέλος του Κόζμου και αποδειχθεί ότι δεν είμαι αθάνατος όπως πιστεύω παιδιόθεν, θα απογοητευτώ τρομερά και θα κάνω τέτοια σκηνή στον Ύψιστο που θα πατήσει το rewind όπως σ’ εκείνο το φέσι το στενάχωρο του Χάνεκε, που το γύρισε και δυο φορές μάλιστα μην τυχόν και δεν το ’χαμε εμπεδώσει).
Προκειμένου να επιβιώσω όλα αυτά τα χρόνια λοιπόν, χωρίς να χρειαστεί να πουλήσω το κορμί μου το ατίμητο που ’ναι και μες στην τρούχα σε σημεία που δεν είθισται να μαλλιάζουν και δεν θα τ’ αγόραζε μήτε σαράφης χαρμάνης για τα χρυσά μου τα σφραγίσματα, έχω κάνει ότι πάρεργο μπορείτε να συλλάβετε: έχω γράψει σε εφημερίδες και σε περιοδικά της ντροπής και σε λογοτεχνικές επιφυλλίδες και σε φρι-πρέσια και σε τοίχους και σε σπήλαια και στον ουρανό με αερόπλανο και με πορδές στον άνεμο, κι όλα αυτά μη φανταστείτε ότι ήταν και πολύ προσοδοφόρα, καθ’ όσον ο κειμενογράφος σ’ αυτόν τον άτιμο ντουνιά είναι η τελευταία τρύπα του ζουρνά, και σου λέει η αρχισυντάκτρια που δουλεύει δώδεκα με δύο κι εξαντλείται η κοπέλα και δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της διότι τη χτυπάνε και τα Λουμπουτένια, εδώ έχουμε ένα κενό ανάμεσα στη διαφήμιση για το περιοδόπανο και το δωρεάν δείγμα λοσιόν για τη μουνόψειρα του Ινδικού που άμα την κολλήσεις αρχίζεις να γράφεις με ρίμα και σε μελοποιεί ο Μικρούτσικος, οπότε ξεπετάχτε μου κύριε ψωμόλυσσα καμιά χίλιες δυο χιλιάδες λέξεις εκεί ό,τι σας κατέβει, και το μεθεπόμενο μήνα περάστε με το ντέφι και την αρκούδα σας απ’ το λογιστήριο και κλάφτε γονατιστός μπρος στην ταμία, κι άμα έχει κέφια σας ρίχνει μέχρι πενηντάρι κι αγοράζετε κοτόπουλο βαθείας κατάψυξης (μαμούθ με δόντια) και ξεστουμπώνει και τ’ άντερο απ’ τα μακαρόνια τα σκέτα, που πας το πρωί στο μπάνιο και κάνεις φιδέ νούμερο 12 μαλλιά αγγέλου.
Κι έπειτα ήρθε η μετάφραση, με πρώτο μου παράτολμο εγχείρημα το Μυστικό του Brokeback Mountain (που όταν δεν πήρε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας μ’ έπιασε τέτοια λύσσα που έφαγα ένα τσουβάλι πατατάκια με ρίγανη που τα σιχαίνομαι, κι ανέβασα κι άλλο πίεση και μ’ είχε το Κουτάβι με τα Lasix του παππού να μην του μείνω στα χέρια), κι ακολούθησαν έκτοτε ένα κάρο βιβλία, αλλά κάρο κανονικό, με το καματερό – id est βόιδι – να σέρνει ντάνες με εικονογραφημένα παιδικά της συμφοράς για μπαλαρίνες, πριγκήπισες και αμφισεξουαλικές νεράιδες που ντύνονται με παντελόνι φανέλα με τσάκιση, εφηβικά μυθιστορήματα για να ’ρθει να δέσει η απελπισία του δύστηνου εφήβου με τις πίπες που υποχρεούται να διαβάζει νυχθημερόν, και φυσικά λογοτεχνία της βαρέων βαρών βαριάς κουλτούρας, όπου εκεί που ’χεις βγάλει την κακιά αρρώστια με το μαυρόψυχο (διότι ποιοτικόν ανάγνωσμα άμα δεν σου κάνει την καρδιά ματωμένη μπαλαλάικα, δεν νοείται) και λες, τι τραβάω ο ερίφης μ’ αυτόν τον παλιοκερατά τον συγκραφέα που γράφει όλο για κάτι κατατονικούς που περιφέρονται στις μεσοδυτικές πολιτείες σαν τα ζόμπι και ούτε μιλάνε ούτε λαλάνε μόνο κανά σκοτωμό ρίχνουν έτσι για να σπάει η καντήφλα, κι έρχεται που λες πάνω σ’ αυτό και μια σελίδα τίγκα στο αμετάφραστο πραγματολογικό υλικό, τη βρούβα που απαντά μόνο σε συγκεκριμένα υψίπεδα της Νεβάδα συστηματικά κατουρημένη από ασβούς και τσακάλια, τον βίσωνα με τα τρία μάτια που βρήκε τα τσάκρα του κι αντί να παίζει κυνηγητό μαζί σου κάθεται και σου απαγγέλλει χαϊκού και ψαρώνεις ο ερημόβλαχος, και τα εξαρτήματα παλιοτράκτερου, που για να βρεις πώς λέγονται στα Ελλήνικος πρέπει να βγεις στην εθνική με το μπούτι γδυμνό και τον κώλο τούρλα και να παρακαλάς να κλείσουν κανά δρόμο οι αγρόται και να ’ναι ανάμεσά τους και κανάς υπερβαιωνόβιος πάππος μερακλής που ξέρει από ανταλλακτικά προπολεμικά, και μα το Θεό καταλήγεις να αναρωτιέσαι, πώς μεταφράζανε παλιά οι αθρώποι που δεν είχανε ίντερνετ; (Η απάντηση είναι απλή: μετέφραζαν ό,τι τους κατέβαινε).
Μόνο που πέρασαν τα χρόνια, βάρεσε κι ο χάστουκος της κρίσης και μας φύγανε από δυο φρονιμήτες και τρία κιλά μαγκιά έκαστος, τα έντυπα κλείσανε και γίνανε σακουλάκια για κρουασάν και κωλόχαρτα με άρωμα ροδάκινο (που μια φορά το πήρα ο βλάκας και κοντέψαμε να πνιγούμε απ’ τη ροδακινίλα στο μπάνιο, λες και αποπατούσε ο Θεσσαλικός κάμπος ολάκερος) κι εμείς οι κακόμοιροι άνθρωποι του Αγίου Οινοπνεύματος βρεθήκαμε με τη – μαραμένη εξ αφραγκίας – ψωλή στο χέρι. Και σαν να μην έφτανε η περιρρέουσα κατάρρευση, που περνούσες κατά λάθος απ’ την Τσακάλωφ και ξάφνου σ’ έπιανε το λάσο της πωλήτριας που σε τράβαγε μέσα σαν το δαμάλι του ροντέο και σ’ εκλιπαρούσε ν’ αγοράσεις ένα επώνυμο μπρελόκ για να κρεμάς τα κλειδιά του σπιτιού που σου ’χε κατασχέσει η τράπεζα, και η Σκουφά φίσκα στην αχυρόμπαλα τη γουέστερν και τσι γύπες, και μέσα σ’ όλα αυτά να σου κι ο καλός σου ο ΟΑΕΕ που επιμένω ότι δεν είναι ασφαλιστικός φορέας αλλά κραυγή ξεκωλιάσματος ίσαμε το εγκάρσιον κόλον, και σου λέει, μεσιέ Κορτώ, σεις είστε επιτηδευματίας από τότε που οι ταινίες ήσανε βουβές κι ο Μητσοτάκης έπαιζε τσέρκι με τους μπόμπιρες απ’ το Village of the Damned, άρα δεν μπορεί, τόσα χρόνια στο κουρμπέτι θα κολυμπάτε στο χρυσάφι και η τσίμπλα σας θα βγαίνει σβαρόφσκι, οπότε αρπάχτε εκεί ένα τεκμήριο και μια αύξηση στις εισφορές ως οφείλουν να τα σκάνε οι βολεμένοι, μόνο φάρμακα μη γυρέψετε, διότι χρωστάμε σε όποιον μιλάει Ελληνικά κι έτσι αν κούφια η ώρα σας πιάσει καμιά μαλαφράντζα, μην έρθετε και μας γυρεύετε πενικιλλίνη, κι ετοιμαστείτε για την τριτογενή την μπαμπέσα, σαν αυτή που ’χε πάθει ο Νίτσαι (πληθ. του ‘Νίτσα’) στα στερνά του, και τον έντυνε κάθε μέρα η αδελφή του η παραδόπιστη σαν τον Ελ Σιντ στ’ αλόγατο, κι ερχόσαντε στίφη να θαγμάσουν το μεγαλείο του φιλοσόφου με το μουστάκι-μπατανόβουρτσα, μόνο που στο μεταξύ ο άνθρωπος είχε γίνει κομοδίνο απ’ τη σύφιλη, κι εκεί που τον ρωτάγανε για το Λυκόφως των Ειδώλων αυτός γκάριζε ξαφνικά: «Σύκα πουλάω!» κι όλοι λέγαν με νόημα «Τσ! Τσ! Σύκα, σου λέει ο μέγιστος! Τέτοια θα ’τρωγε κι ο Ζαρατούστρας όταν ήταν η εποχή τους, και μήπως φρόιλαϊν Αρπάχτρα σας βρίσκεται τίποτις φρουί γλασέ ή συκαλάκι του κουταλιού γιατί αυτό επιτάσσει η νιτσεϊκή σοφία;» Και βάλε τώρα στα τέβε και τους υπόλοιπους λογαριασμούς, μια απελπισία η όλη κατάσταση, κι εγώ να τραβάω κάτι δεκάωρα μεταφραστικά, που όταν σηκωνόμουν απ’ τον κομπιούτορα ήθελα μια ώρα να θυμηθώ ποιος είμαι και γιατί δεν επιστρέφουμε στη φύση να ζούμε μπέικα και να κυνηγάμε το γουρούνι να το κάνουμε σαλάμι κι αυτό να μην κάθεται το πούστικο και στο τέλος να τρώμε λαχανόρυζο πλάι στην ξυλόσομπα, κι απολαμβάνοντας τις μικρές χαρές της ζωής να σχεδιάζουμε το γκραν φινάλε, με φούντο από γκρεμνό ή με συνεχόμενη ακρόαση του τοξικού/ραδιενεργού/ποινικά- κολάσιμου/κλείστε-τους-συντελεστές-ισόβια-και πετάχτε-το-κλειδί ‘Πάμε Χαβάη’.
Και είναι και κάτι ακόμα πιο μελανό και στενάχωρο, αλλά πρέπει να το πω κι αυτό διότι έχει βάλει τον σκοτεινό και ρυπαρό του δάκτυλο στην ψυχή μου όπως και σε τόσες χιλιάδες ψυχές, και δεν μ’ αφήνει να παραδοθώ στην ελαφρότητα και την ανάταση της μπαλαφάρας με τη συχνότητα και το σθένος που θα ήθελα. Για να παραφράσω τον τιτάνα Καρυωτάκη, η πραγματικότης τελευταία με διώχνει. Μας διώχνει ο κόσμος, και δεν έχουμε μήτε την ποίηση για φθονερή καταφυγή. Όλα όσα βλέπουμε κι ακούμε και ζούμε κάθε μέρα, ο φόβος και η φρίκη κι ο θάνατος, όσο κι αν κάνουν το γέλιο ακόμα πιο πολύτιμο, δυστυχώς εμάς τους γελωτοποιούς, που ’μαστε συχνά πιο ευπαθείς κι από φθισικιά γκομενίτσα ρομαντικού μυθιστορήματος, μας πιάνουν απ’ το λαρύγγι και δεν μας αφήνουν ν’ ανασάνουμε, πολλώ δε μάλλον να βρούμε τη δύναμη να στρέψουμε το βλέμμα στον ιδιωτικό μας τραγέλαφο τη στιγμή που ολόγυρά μας ο κόσμος και οι άνθρωποι χάνουν μέρα με τη μέρα τη χαρά και το χρώμα τους. Το ρεζερβουάρ άδειασε, μανάρια, και τρέχω με ατμούς που λένε και οι Αμερικάνοι. Αδυναμία, θα μου πείτε, και θα ’χετε απόλυτο δίκιο, γι’ αυτό και κάθισα να σας γράψω αυτό το παραληρηματικό σημείωμα, ως ταπεινή απολογία.
Για το τέλος όμως, τον κυριότερο λόγο της μακράς κι ασυγχώρητης σιγής μου, κρατάω κάτι γλυκό: το καινούριο μου βιβλίο, που βρίσκεται στα μισά και θα βγει ένα θηρίο οχτακόσιες σελίδες να το ’χεις εύκαιρο κι άμα μπατάρει ο καναπές για υποστύλωμα, και που είναι και το δεύτερο μέρος τριλογίας (τρομάρα μου), που όταν ολοκληρωθεί θα αλλάξει άρδην το λογοτεχνικό στερέωμα εντός του διαμερίσματός μας, και ποιος ξέρει, μπορεί μια μέρα να το στείλω το magnum opus μου στον συνονόματο τον Πίτερ Τζάκσον, κι αυτός να το κάνει σουπλά, κι εγώ να του το ξαναστείλω μαζί με λέλουδα και το τελευταίο σιντί του Κιάμου, κι αυτός να πάρει ασφαλιστικά μέτρα και να κηρυχθώ persona non grata στη Νέα Ζηλανδία και η καριέρα μου να εκτοξευτεί μέχρι το ταβάνι, οπότε και θα μπορέσω επιτέλους να αλλάξω αυτή τη λάμπα που κάηκε την Πρωτοχρονιά του ’08 κι από τότε στο σαλόνι είμαστε με τα σπαρματσέτα και το κλεφτοφάναρο κι έχουμε γκαβωθεί.
Το συμπέρασμα: σας γράφω για να σας πω ότι δεν σας γράφω γιατί γράφω.
Όμως σας αγαπώ, φαντάσματα με το αχόρταγο μάτι, κι ελπίζω να συνεχίσετε να με στοιχειώνετε, και να μου θυμίζετε το χρέος μου απέναντι στις ιστορίες, τις αναρίθμητες ιστορίες που λέμε – που πρέπει να λέμε – ο ένας στον άλλον για να παρηγοριέται λιγάκι, φευγαλέα, η μοναξιά και η νύχτα της ψυχής…
*Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ είναι "Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά" (εκδόσεις Καστανιώτη)