Για δυο μέρες μόνο, αυτό το τελευταίο σαββατοκύριακο της περιλάλητης ελληνικής αμεριμνησίας, κατεβάζω τις πρίζες, τον γενικό, κλείνω τηλεοράσεις, απομακρύνω ελληνικό και ξένο Τύπο (άλλωστε μπαγιάτικες οι εφημερίδες) και προσπαθώ να αδειάσω το κεφάλι μου από Το Θέμα. Έξασφάλισα τη διήμερη ευτυχία μου με λίγα ευρουδάκια. Για δυο μέρες, pas mal. Προκειμένου να πέσω χαμηλά πιο χαμηλά με το τιμημένο και πρώην σεβαστό κουκουέ που ιδίοις ωσί το άκουσα να λέει ότι δεν συμφωνεί με το Σύνταγμα γι αυτό και δεν το ακολουθεί και αφού διάβασα το Ριζοσπάστη (ναι ναι, μη με κοιτάτε έτσι έχω πουλήσει και Οδηγητή στη ζωή μου) να διορθώσει τα ρώσικα αρχεία και να ισχυρίζεται μόνος αυτός ότι είναι χαλκευμένα τα ντοκουμέντα για τη σφαγή στο Κατίν, κατάλαβα για μια ακόμη φορά ότι αυτή η εκδρομή δεν έχει τέλος, οπότε ας κάνω ένα διάλειμμα. Απομάκρυνα το δείκτη του ραδιοφώνου μου από τα δήθεν ή αμιγώς ειδησεογραφικά, τον γύρισα στον “Όασις” που είναι ο αγαπημένος μου σταθμός (γιατί με βλέπω με καριέρα ταξιτζή σοτυς επόμενους μήνες) και ακούγοντας το άσμα του τίτλου φύτεψα το πολύτιμό απόκτημά μου που μου κόστισε μόλις ένα δεκάευρο: τέσσερις βασιλικούς και 6-7 πετούνιες για να καλύψουν το κάτω στις γλάστρες και ζαρντινιέρες. Διότι αγαπητοί μου δεν λέει να φύονται τα ωραιότερα των ανθέων μεν αλλά το κάτω της γλάστρας να μας υπενθυμίζει διαρκώς το μαύρο χώμα που θα συναντήσουμε έτσι κι αλλιώς. Άλικες, παρθενικά λευκές, μαβιές, έξαλλες πορφυρές, με ραβδώσεις, οι πετούνιες κοστίζουν ελάχιστα, πιάνουν και απλώνονται τέλεια χωρίς πολλά φιλιά και χάδια. Όσο για του βασιλικούς, περιττή η φλυαρία: και ποιά σαλάτα και ποιο φαί και ποια δάχτυλα δεν ομορφαίνουν με την ευωδιά τους. Ένα απαλό χάδι πρωί πρωί κιαι στιγμιαία όλα διορθώνονται.
Και μετά και μετά; και μετά συνέχισα την εκπαίδευση (υποχρεωτική και αναγκαστική) στην σφιξούρα ετοιμάζοντας το ολιγοέξοδο μεν, εξαιρετικό δε γεύμα για τους κατοίκους της καρδιάς μου. Κατ’ αρχήν την καλύτερη φάβα με καραμελωμένα κρεμμύδια του συντρόφου εδώ στο protagon Ηλία Mαμαλάκη στην οποία τολμώ να προσθέσω τηγανισμένες κάπαρες για να χει και κάτι κριτσανιστό και μετά μια:
Ανοιξιάτικη μακαρονάδα με αντζούγιες και ψημμένες πιπεριές. Κοπιάστε οι ενδιαφερόμενοι:
2 κόκκινες πιπεριές
2 κίτρινες
100 γρ. αντζούγιες
1 καυτερή πιπερίτσα
2 σκελίδες σκόρδο
5 κουταλιές τρίμματα φρέσκου ψωμιού
4 κουταλιές μαϊντανό ψιλοκομμένο
7-8 κουταλιές καλό ελαιόλαδο
ένα πακέτο πέννες
Αλάτι φυσικό και πιπέρι φρέσκο
Ψήνω στο γκριλ τις πιπεριές από όλες τις πλευρές τους μέχρι να μαυρίσουν (αλλά να μην καρβουνιαστούν), τις ξεφλουδίζω όσο είναι ζεστές και τις κόβω σε φαρδούτσικες λωρίδες. (Ναι, προφανώς και πετάω τα σπόρια).
Στο τηγάνι μου ζεσταίνω 3 κουταλιές απ’ το λάδι για να υποδεχτεί το λιωμένο σκόρδο. Μετά το σκόρδο, ρίχνω και τα τρίμματα του ψωμιού και σε χαμηλή φωτιά τα φέρνω βόλτες ώστε να γίνουν χρυσαφιά και να μην καούν. Άπαξ και χρυσίσουν, τα αποσύρω και τα ρίχνω σε ένα μπόλ αλατίζοντάς τα.
Βάζω το νερό για τις πένες σε βαθιά κατσαρόλα, αλατίζω και όσο βράζουν οι πένες (7 λεπτά, όχι παραπάνω παρακαλώ!), ξεπλένω σε τρεχούμενο νερό τιςε αντζούγιες, τις στεγνώνω με χαρτί κουζίνας και τις κόβω σε φιλέτα. Ψιλοκόβω και την πιπερίτσα. Ανακατεύω παρέα σε ένα μπολ πιπεριές, αντζούγιες, μαϊντανό και καυτερή πιπερίτσα. Τους ρίχνω και τις εναπομείνασες 4 κουταλιές λάδι.
Σουρώνω τις πένες, κρατάω από το νερό τους ένα φλιτζάνι και ξαναρίχνω τις πένες στην κατσαρόλα με κλειστή τη φωτιά. Νοστιμίζω με τη σάλτσα της αντζούγιας, ανακατεύω κι αν νομίζω ότι χρειάζεται ρίχνω λίγο από το νερό που έχω φυλάξει.
Μεταφέρω αμέσως σε βαθύ χοταστικό μπολ σερβιρίσματος (χειροποίητο κεραμικό της Τοσκάνης κατά προτίμηση παρακαλώ για να μην ξεχνάμε και το στυλ μας) και πασπαλίζω με τα σκορδωμένα μυρωδάτα τρίμματα. Τρώμε χωρίς καθυστέρηση καμμία!
Ως προς το τυρί, δογματική δεν είμαι. Πράξετε κατά το δοκούν του ουρανίσκου σας.