Της τηλεφωνεί μες στην μαύρη, ψυχρή νύχτα από θάλαμο του δρόμου και της ψιθυρίζει λαχανιαστά:
Τα χέρια μου είναι δυό βαριά άχρηστα ζώα
αφού δε σ’ άγκαλιάζουν
μισώ τα μάτια μου που πιά δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου
θάθελα να συντρίψω με τις γροθιές μου τους δρόμους, τα λεωφορεία, τα τράμ
που κάποτε μας πήγαιναν στην ευτυχία
και να φτιάξω μια πόλη ερειπωμένη
απ΄ την πελώρια απουσία σου…*
Όταν κλείνουμε τα μάτιά μας όλα συμβαίνουν. Όταν ανοίγουν, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ που σιχαινόταν το δήθεν χαϊδευτικό Λιζ , έχει πεθάνει. Δεν παντρεύτηκε τον Μπάρτον για τρίτη φορά επειδή εκείνος πέθανε πρώτος. Το πε, το εξομολογήθηκε, το βγαλε στη φόρα και την ίδια στιγμή δεν έδωσε για δημοσίευση την τελευταία επιστολή που είχε λάβει από αυτόν. Την κρατούσε στο πιο ακριβό απ' τα συρτάριά της.
Αυτοί που εξυμνούσαν τα μάτιά της, μωβ, μενεξεδιά (μέχρι και οι χρωματιστοί φακοί μυωπίας είχαν την αποκοτιά να το μιμηθούν) γέλαγαν με τα προγούλια και τις ζάρες του λαιμού της. Η ηθοποιός με την λεπτότερη, δαντελένια μέση είχε γεράσει παραμορφωμένη και μπογιατισμένη. Ε και; Τους αποστόμωνε στο λεπτό, δεν επιστράτευε το χιούμορ της, δεν χρειαζόταν, μιλούσε με φυσικότητα το γεγονός ότι ήταν μαζί χορτασμένη και διψασμένη, «δεν είμαι σαν οποιαδήποτε άλλη, είμαι εγώ». Πλήρωνε τα δώρα.
Ήταν τέλεια η ομορφιά της, αψεγάδιαστη αλλά δεν ήταν μονοδιάστατη εικόνα. Ήταν σάρκινη, βελουδένια, ταφταδένια, υγρή γιατί καιγόταν από τις πυρκαγιές της επιθυμίας, της λαχτάρας, φιλοδοξίας, ζήλιας, κατακτητικότητας, μη παράδοσης και είχε το τέλειο περίβλημα. Η σαγήνη δεν αφορά άδειες ομορφιές ούτε άδεια κεφάλια.
Παραδίνεσαι;
Δεν παραδίνομαι.
* Στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη.