Η συνέντευξη – «περιβόλι» του Αλέξη Αλεξανδρή στο Sport24 σήκωσε την ποδοσφαιρική μας γειτονιά στο πόδι. Διότι είναι πρωτοφανές, ένας διεθνής παίκτης -δεινός σκόρερ και μεγάλη «φίρμα» της εποχής του-, ο οποίος σήμερα προσπαθεί να κάνει καριέρα ως προπονητής, να ομολογεί -έτσι απλά- ότι υπήρξε κατά συρροή… «βουτηχτής» για να κερδίζει κάλπικα πέναλτι. Δεν είναι εύκολο να το παραδεχτείς, ότι «έκλεβες» νίκες και τίτλους -άρα και χρήματα- από τους συναδέλφους σου. Εστω κι αν ο κόσμος το ‘χε τούμπανο. Ακόμη πιο δύσκολο είναι να περηφανεύεσαι γι’ αυτό.
Το δόγμα της νίκης πάση θυσία, που εξέφρασε, δεν είναι δική του πατέντα. Ολοι όσοι έχουν πάει στο γήπεδο έστω μια φορά, γνωρίζουν ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα παιχνίδι 22 «αγγέλων» που αγωνίζονται τίμια και καθαρά για την επικράτηση. Οπως σε όλα τα παιχνίδια -αλλά και στον μεγάλο αγώνα της ζωής- υπάρχει και η «κλεψιά». Κάποιος θα πέσει για να εκμαιεύσει το φάουλ ή το πέναλτι, κάποιος θα βάλει το χεράκι του στην μπάλα, ελπίζοντας πως δεν θα τον δουν, κάποιος άλλος θα εκβιάσει με πονηριά την κίτρινη κάρτα ή την αποβολή του αντιπάλου του. Ο Αλεξανδρής δεν μας είπε κάτι καινούργιο. Μας είπε, όμως, σχεδόν καμαρώνοντας, πως τα ‘κανε κι αυτός. Το πραγματικό «σοκ» ήταν ο κυνισμός του.
Η αισθητική του για το ποδόσφαιρο -όπου όλα επιτρέπονται, όπως στον πόλεμο- την οποία, δυστυχώς, συμμερίζονται αρκετοί από ‘κείνους που σήμερα παριστάνουν τους έκπληκτους, συνοψίζεται σε ένα απόσπασμα των δηλώσεών του: «Εντάξει, εγώ μπορεί να έπεσα (για πέναλτι). Εσύ, σαν διαιτητής, έπρεπε να το δώσεις; Εγώ παίζω για να κερδίσω. Είμαι ανταγωνιστικός ακόμα και απέναντι στο παιδί μου. Αν θες να είσαι πρωταθλητής, δεν υπάρχουν fair play και μ@λ@κίες. Θέλω να κερδίσω. Πώς θα κερδίσω; Με οποιονδήποτε τρόπο. Κλέβω ακόμα και το παιδί μου. Φέρνω έξι – πέντε στα ζάρια, και του λέω πως έφερα εξάρες».
Ενα από τα χαρακτηριστικά πέναλτι που κέρδισε ο Αλεξανδρής στην καριέρα του
Χωρίς κανείς να τον εξαναγκάσει, ο Αλεξανδρής δικαίωσε όσους φώναζαν -τότε- για τις «απάτες» του. Εξέθεσε την παλιά του ομάδα, σε μια εποχή που βάλλεται και αμφισβητείται για όσα -πολλά- κατέκτησε τα τελευταία 20 χρόνια. Και τα είπε, όλα αυτά, μερικές ημέρες πριν από το ντέρμπι Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός στη Λεωφόρο. Που, έτσι κι αλλιώς, «μυρίζει μπαρούτι». Δεν σκέφτηκε, καν, πως αυτή την εποχή προσπαθεί να στεριώσει κάπου ως προπονητής, και να πάψει να κάνει τον D.J. τα βράδια. Οτι μπορεί κάποιοι από τους υποψήφιους εργοδότες του να μην τον προσλάβουν στην ομάδα τους, για να μην τη μολύνει με τα «ιδανικά» του. Γιατί το έκανε; Μωράθηκε, στα 49 του;
Καθόλου. Ο πρώην ποδοσφαιριστής «τα ‘χει τετρακόσια». Δεν δίστασε να πει την αλήθεια, επειδή είναι περήφανος γι’ αυτήν. Το θεωρεί μεγάλη «μαγκιά», που κατάφερνε να νικά με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο. Γι’ αυτό, δεν είχε λόγο να το κρύψει. Στο κάτω – κάτω, δεν είναι ο μόνος που το έκανε. Είναι ο μόνος που το παραδέχτηκε. Μας είπε κατάμουτρα ότι κάποια από τα δέκα Πρωταθλήματα της καριέρας του δεν τα κατέκτησε μόνο με το -αναμφισβήτητο- ταλέντο του, αλλά και με την πονηριά του. Αφού οι διαιτητές τα «σφύριζαν», τα πέναλτι ήταν νόμιμα. Το νόμιμο είναι και ηθικό. Δεν είναι;
Οχι για όλους, ευτυχώς. Τον Μάιο του 2000, στον τελικό Κυπέλλου ΑΕΚ – Ιωνικός στο Ολυμπιακό Στάδιο, ο Ντέμης Νικολαΐδης είχε χρησιμοποιήσει το χέρι του για να στείλει την μπάλα στα δίχτυα του αντίπαλου τερματοφύλακα, Φώτη Στρακόσια. Ο διαιτητής του αγώνα (Γιώργος Δούρος) ξεγελάστηκε και καταμέτρησε το γκολ υπέρ της ΑΕΚ. Αν και το αποτέλεσμα ήταν ακόμη στο 0-0, ο ίδιος ο σκόρερ προέτρεψε τον ρέφερι να το ακυρώσει. Ετσι κι έγινε. Οπως εξήγησε αργότερα ο Ντέμης, «δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα κέρδιζα ένα Κύπελλο κλέβοντας τους συναδέλφους του Ιωνικού, δεν θα κοιμόμουν ήσυχος». Δυο χρόνια αργότερα, τον βράβευσε η Διεθνής Επιτροπή για το Fair Play, στην Φρανκφούρτη. Τιμήθηκε και στην Ελλάδα. Πρωτάθλημα, όμως, δεν πήρε ούτε ένα στην ένδοξη καριέρα του. Οπως δεν πήρε και ο Νίκος Λυμπερόπουλος.
Το Fair Play του Ντέμη Νικολαΐδη
Δεν είναι μόνο ζήτημα ήθους του καθενός, αλλά και περιβάλλοντος. Ο Βασίλης Μπορμπόκης, παλιά δόξα της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ, έχει να το λέει: Στις πρώτες του μέρες στη Σέφιλντ Γιουνάιτεντ, είχε «βουτήξει» για να κερδίσει πέναλτι. Οχι μόνο δεν του το έδωσε ο διαιτητής, αλλά και διαπίστωσε -έκπληκτος- ότι οι οπαδοί της δικής του ομάδας τον αποδοκίμαζαν. Οπως καταλαβαίνετε, δεν το επιχείρησε ποτέ ξανά. Ο Αλέξης, όμως, γνώριζε την αποθέωση. Ακόμα και στις «βουτιές» του.
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν είχε κανένα πρόβλημα να μιλήσει για το «χέρι του Θεού» στο περιβόητο ματς της Αργεντινής με την Αγγλία στο Μουντιάλ του 1986. Το έκανε διότι, όπως ακριβώς ο Αλεξανδρής, ήξερε πολύ καλά ότι απευθύνεται σε ένα φιλικό κοινό. Σχεδόν όλος ο Κόσμος, που ήταν στο πλευρό του, τον θαύμασε (και) για την πονηριά του. Μόνον οι Αγγλοι και κάτι άλλοι… «κολλημένοι» με την ευγενή άμιλλα απέμειναν, όλα αυτά τα χρόνια, να θεωρούν τον Ντιέγκο έναν «απατεώνα που δεν ζήτησε, καν, μια συγγνώμη». Ολοι οι υπόλοιποι βλέπουν και ξαναβλέπουν τη φάση, για να την ευχαριστηθούν.
Τέλος, το ζήτημα είναι και καθαρά πρακτικό. Ο Αλεξανδρής έβλεπε ότι οι «βουτιές» του έπιαναν τόπο. Το ίδιο και ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, που σε κάθε επαφή του με τον αντίπαλο αμυντικό μέσα στην περιοχή… πάθαινε ηλεκτροπληξία. Ή ο Δημήτρης Σαραβάκος, που έπεφτε σαν πυροβολημένος όταν οι διαιτητές τα έδιναν στον Παναθηναϊκό. Αν πρόκειται να την κάνει την παλιοδουλειά, ο παίκτης οφείλει να γνωρίζει, πού (και αν) «τον παίρνει». Ιδίως τώρα, που η απόπειρα του ποδοσφαιριστή να ξεγελάσει τον διαιτητή τιμωρείται με κίτρινη κάρτα. Τον Αλεξανδρή, «τον έπαιρνε». Και στην ΑΕΚ του 1991-1994, και στον Ολυμπιακό, ιδίως μετά το 1996.
Επειτα από τον ντόρο που έγινε γύρω από τη συνέντευξή του, ο παλαίμαχος επιθετικός της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού επανήλθε -σήμερα- με μια ανάρτησή του στα sosial media: «Ποτέ μην απολογείσαι γι’ αυτό που νιώθεις. Είναι σαν να λες συγγνώμη που είμαι αληθινός». Σε αυτό έχει δίκιο. Δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να διατυμπανίσει με ειλικρίνεια, έστω με αυτόν τον brutal τρόπο, τη φιλοσοφία του για το ποδόσφαιρο (και τη ζωή). Και είναι δικαίωμά του, να μεγαλώσει το παιδί του με τις ίδιες αρχές. Στη θέση του, πάντως, θα το προετοίμαζα και για τις αρνητικές συνέπειες του «δόγματος Αλεξανδρή», για την περίπτωση που φορέσει λάθος φανέλα. Οχι στο ποδόσφαιρο, αλλά στη ζωή.