Όταν εργάζεται η σιωπή, Πετρόπουλε, τότε γράφονται τα μεγάλα τραγούδια, όταν καθισμένη στη γωνία της, στην αγωνία της, στην ομοιοκαταληξία της, αρχίζει. Όταν την πιάνει η τρέλα και ο σεβντάς. Τότε μην ενοχλείτε, μην ομιλείτε, οδηγεί. Δουλεύει. Κοπιάζει. Σεβασμός στα δικαιώματά της. Εργοδότης και εργαζόμενη η ίδια.
Όταν εμείς δουλεύουμε στις μηχανές, στα τηλέφωνα, στα ηχεία, στους δρόμους, καλωδιωμένοι από παντού, με τον κόσμο γύρω να καταπίνει το οξυγόνο μας, το υδρογόνο μας, το νερό μας, να αφαιρεί το χρόνο μας, να παρενοχλεί τη σκέψη, την αισθητική, τη φαντασία μας, όταν όλοι παίζουμε στη διαπασών, αυτή στην παύση της, στην ερημιά της, στα κενά της, στα στενά της, στην τρύπα της, στο θολάμι της, στο ησυχαστήριό της, στη βάρκα της, στα νερά της. Εκεί χορεύει, ξοδεύει, ταξιδεύει, στους δικούς της σκοπούς, χαράζει, σχεδιάζει τις δικές της στρατηγικές, τις δικές της συντεταγμένες για να το πω με τα λόγια σου, Πετρόπουλε.
Ιχνογράφος η σιωπή. Καταλαβαίνεις; Σαν τη μύγα μες στο γάλα. Αφήνει το στίγμα της. Δεν αρέσει όμως. Ενοχλεί. Σαν τον εργάτη της σιωπής. Δεν τον αντέχουμε. Είναι σπασίκλας. Φυτό μες στη σιωπή του, μονόξυλο μες στα νερά του. Ξενέρωτος.
– Καλά και με τα δικά μας τα νερά ποιος ασχολείται; Ποιος τα προσέχει;
– Τα δικά μας τα νερά, Πετρόπουλε, είναι στάσιμα, λιμνάζουν, χλωμιάζουν, μουχλιάζουν. Τα κατοικεί ο βάτραχος. Η φασαρία και βουή. Ο βούρκος.
Η Σιωπή δουλεύει με τη δική της αξίνα, τη δική της αξία, τα δικά της εργαλεία. Έχει τις βραγές και τα αυλάκια της. Τη ροή και τη ρότα της. Τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Τα φτυάρια, τα έχει χαρίσει όλα σε μας. Μας είναι χρήσιμα να σκάβουμε, να υποσκάπτουμε ο ένας τον άλλον. Καθένας στην τέχνη του.
– Και πότε κάθεται η σιωπή; Πότε έχει ρεπό; Πότε γιορτάζει; Πρωτομαγιά απεργεί;
– Εργάτης της σιωπής, είπαμε, Πετρόπουλε, όχι κηφήνας, ούτε δουλοπάροικος.
– Και όταν πεισμώνει; Βγάζει φωνή;
– Ναι μια φωνή χωρίς ήχο. Ένα τραγούδι χωρίς λόγια και μουσική. Ανάκουστο, παράξενο, αήττητο και τρομερό σαν την σιωπή των σειρήνων. Όποιος την άκουσε ξελογιάστηκε, μαγεύτηκε, δεν γύρισε ποτέ πίσω. Αν την ζυγώσεις -αν βρεις τη δύναμη να βγάλεις το κερί από τ’ αυτιά και κόψεις αλυσίδες- θα βρεις στα χείλη της το αγκίστρι που γλυκοπονά. Θα βρει το πόδι σου το δρόμο του, η καρδιά το χτύπο της και τον ρυθμό της. Τον εαυτό της.
Κρείττον του λαλείν το σιγάν, Πετρόπουλε. Μην το ψάχνεις.