Τώρα ίσως και να μπορώ να το πω, τώρα που χάθηκε εκείνος ο αξιοθρήνητος φόβος μου μη και δεν αρέσω, μπορώ να πω πως πέρασα την πρώτη τη μικρή και είμαι μαθητής της πρώτης της μεγάλης.
Μαθητής Πρώτης Τάξεως. Έμαθα επιτέλους το άλφα, έχω μπροστά μου άλλα 23 γράμματα.
Έχω οράματα για τη γούνα μου.
Και είναι λοιπόν καιρός να το καυχηθώ γιατί όποιος τον καιρό της καυχήσεως ταπεινοφρονεί, υποκρίνεται τον ταπεινόφρονα.
Πέρασα λοιπόν με άριστα δέκα την πρώτη τη μικρή και τρέχω να δείξω τον έλεγχο στους γονείς μου, τρέχω και ο δρόμος είναι χωματένιος και κακοτράχαλος αλλά αυτό ούτε που με νοιάζει, απεναντίας μου αρέσει και μου ταιριάζει, σκοντάφτω πού και πού αλλά κι αυτό το έμαθα στην πρώτη τη μικρή, αν πέφτω να σηκώνομαι με το δικό μου χέρι, τρέχω λοιπόν γιατί αυτό θέλω πιο πολύ, να δείξω τον έλεγχο στον πατέρα μου, στη μητέρα μου. Σε αυτούς θέλω.
Περνώ τον Ισθμό, αδειάζω τις τσέπες μου στη θάλασσα, φτάνω στον τόπο μου όσο πιο γρήγορα μπορώ. Στο σπίτι μας. Είναι όλα σβηστά και κλειδωμένα, κάθομαι έξω στο πέτρινο πεζούλι και τους περιμένω, σηκώνω την πέτρα, κάτω της βρίσκω την ιστορία του προγόνου μου που κέρδισε στα Λεύκτρα και απαρηγόρητος θρηνεί που είναι νεκροί οι γονείς του για να τους το πει, τον έπαινό τους να ακούσει.