Μετρό Αγίας Παρασκευής, γύρω στη μία και μισή. Ταμείο στο σταθμό δεν υπάρχει και τα αυτόματα μηχανήματα δε δέχονται πενηντάευρω. Λέω στο φύλακα τι μου συμβαίνει και μου εξηγεί ότι η μόνη λύση για να βγάλω εισιτήριο είναι να χαλάσω το μονάκριβο χαρτονόμισμά μου. Προσπαθώ να μη συγχυστώ γιορτινές μέρες από τον παραλογισμό –μα να παρακαλάς για να είσαι νόμιμος;- και ψάχνω κάποιον να μου κάνει ψιλά. «Με συγχωρείτε, μήπως μπορείτε να μου χαλάσετε το πενηντάρικο για να βγάλω εισιτήρια;», ρωτάω ένα νεαρό κύριο, ο οποίος πήγαινε βόλτα με τα δυο του παιδιά και τη γυναίκα του. Αποκρίνεται χαμογελαστός. «Αδελφέ, αν είχα να σου χαλάσω πενηντάρικο θα ήμουν πλούσιος. Πάρε 1,40 για το εισιτήριο να κάνεις τη δουλειά σου!».
Τον ευχαριστώ, του εύχομαι καλή χρονιά και ενθουσιασμένος από την καλοσύνη του μπαίνω στο συρμό. Στη διαδρομή, κρατώντας το εισιτήριο και βλέποντάς τον ευτυχισμένο με τη φαμίλια του, σκεφτόμουν πόσο έχουν λείψει από την καθημερινότητά μας αυτές οι αυθόρμητες καλές πράξεις. Κατεβαίνω στον Ευαγγελισμό και ανεβαίνω τη Μαρασλή για να πάω στο Κολωνάκι. Περπατώντας, διαπιστώνω ότι έχω 2% μπαταρία στο κινητό και ότι δε θα μπορούσα να συνεννοηθώ με το φίλο μου για το που ακριβώς θα βρεθούμε. Αγχωμένος, αποφασίζω να μπω στα Starbucks, στην Πατριάρχου Ιωακείμ. «Με συγχωρείτε, μήπως έχετε φορτιστή για i-phone;», ρωτάω μια μελαχρινή κοπέλα που βρισκόταν στο ταμείο.
«Αχ, τον ξέχασα στο σπίτι. Δεν πήρες βρε παιδί μου και συ ένα τηλέφωνο να μου πεις ότι θα περάσεις! Μην ανησυχείς όμως, θα πάμε απέναντι στο ανθοπωλείο, στη φίλη μου τη Τζενάρα. Αυτή σίγουρα θα έχει», μου λέει με τσαχπινιά η άγνωστη υπάλληλος. Πράγματι, μπαίνουμε στο ανθοπωλείο, γνωρίζω τη Τζενάρα, συνεννοούμαι με το φίλο μου, αφήνω το κινητό να φορτίζεται και πάμε για καφέ στη Μηλιώνη. Συζητώντας, του περιγράφω τα περιστατικά με την καλοσύνη των ξένων και συνειδητοποιώ πως αυτοί οι τρεις άγνωστοι άνθρωποι, ο πατέρας, η υπάλληλος και η ανθοπώλης, μου έχουν φτιάξει τη διάθεση. Όση ώρα μιλούσα, με κοιτούσε με δυσπιστία, δυσκολευόταν να πιστέψει την ιστορία μου. Λογικό, η ανθρωπιά σπανίζει στις μέρες μας, πόσο μάλλον να σου έρθει με το τσουβάλι! Μάλιστα, στο τέλος με δούλεψε κιόλας. «Έλα, Γρηγόρη Αρναούτογλου του Κολωνακίου, πάμε τώρα…». Τουλάχιστον, επειδή είναι καλός άνθρωπος κι αυτός, κέρασε τις μπύρες.
Επιστρέφοντας στο ανθοπωλείο, σκέφτηκα να μοιραστώ μαζί σας την ιστορία αυτών των ανθρώπων. Πήγα λοιπόν στην υπάλληλο των Starbucks και την ανθοπώλη, κι αφού τους εξήγησα τι μου έχει συμβεί, τους ζήτησα να μου γράψουν μια ευχή για καλή χρονιά. Ενδεχομένως, επειδή κι εσείς δε θα με πιστεύατε, έβαλα το φίλο μου να μας φωτογραφήσει. Δυστυχώς, από τις φωτογραφίες λείπει ο πατέρας που μου έδωσε το εισιτήριο. Βλέπετε, εκείνη τη στιγμή που μου έδινε τα χρήματα δεν ήξερα τι μέρα θα ακολουθούσε. Να είστε όλοι καλά και παρά τα προβλήματα που έχετε, μην σας παίρνει από κάτω. Το χρωστάμε σε αυτούς που μας αγαπούν. Ήρθε ο καιρός να ανακαλύψουμε ξανά την ανθρωπιά μας, όπως μπορούμε, όσο μπορούμε. Ένα εισιτήριο, ένας φορτιστής, όλο και κάπου θα μπορούμε να βοηθήσουμε.
Καλή χρονιά να έχετε! Από μένα, τη Ρία και τη…Τζενάρα!