Μέχρι εκεί που αρχίζει ο υγρός κόσμος ο καθείς προσέρχεται όπως μπορεί, όπως θέλει ή και όπως φαντάζεται. Μέχρι το όριο που η θάλασσα αρχίζει, φθάνουν οι καταβολές και το στάτους, τα υπάρχοντα και τα αποκτήματα, οι εμμονές και τα γουαναμπί, οι πρόζες κι οι πόζες.
Ο ένας με το βεσπάκι και την τσούπρα πίσω, βερμούδα μιλιτέρ, μακό και σανδάλι – γκιρ γκιρ αγκομαχάει το δίτροχο μέχρι την ακτή.
Ο άλλος με το οικογενειακό ΙΧ και τη σαγιονάρα χι, «στερέωσε, Μάκη, καλά την ομπρέλαααα, μη την ψάχνουμεεε», το φορητό ψυγειάκι, το περσινό ροζ φλαμίγκο και «Κωνσταντίνεεεε, αντιηλιακόοοοο» (τι ν’ απόγιναν οι Κώστες, άραγε;).
Το υβριδικό δεν είναι σαφριδικό ούτε και αμφίβιο, όσα κι αν φτάνει η δόση. Μέχρι το χωμάτινο πάρκιγκ μπορεί να πάει κι αυτό ενώ η συνοδηγός-υπερπαραγωγή μάλλον μπέρδεψε το μπιτς με τα βαφτίσια: πλαφ σε νερό έχουν και τα δυο, θα μου πεις. Απεταξάμην-look και ακροποδητί στην καυτή άμμο, σα Γιούρια Γκριγκαρόβιτς, σπεύδει στο αλεξήλιο ζντουπ ζντουπ μπιτσομπάρμπαρον για τσεκίν ή ινσταγράμματη «περνάμε τέλεια» φωτό.
Και να σου, από θάλασσα μεριά σκάει μύτη ο πειρατής των ακτών, ο Τζακ Σπάροου απ’ την Καρδιτσομαγούλα, με το φουσκωτό ή το κότερο-πάμε-μια-βόλτα. Εκεί στο όριο του στέρεου με το υγρό κι αυτός, ο θαλασσόλυκος, διότι έκανε κράτηση: δικό του το πρώτο τσαντίρι πίστα. Επιδημία παράκτια, που εξαπλώνεται, οι κυβικές ξυλοκατασκευές σαν σκηνή του Ροδόλφο Βαλεντίνο ή του Λόρενς της Αραβίας με μπάϊ-δε-σι καναπέδες, μαξιλάρες και λευκές κουρτίνες ν’ ανεμίζουν: δένουν υπέροχα κι από πάντα με το ελληνικό τοπίο. Οχι, σεμεδάκια δεν έβαλαν ακόμη. Από αιώνες περίμεναν οι απαράμιλλες ακτές τον διακοσμητή και τον κιτσέμπορα λίγο να σουλουπώσουν του Θεού το γούστο. Άσε που ο κωφός ντιτζέης είναι σίγουρος πως παίζει καλύτερη μουσική από το γλυκοψιθυριστό φλιτς φλατς του κύματος.
Με βεσπάκι, με ΚΤΕΛ, με αμάξι ή με σκάφος, μέχρι εκεί που ξεκινά ο υγρός κόσμος ο καθείς προσέρχεται όπως μπορεί, όπως θέλει ή και όπως φαντάζεται. Ακολουθεί πάντα το ένα, το μοιραίο, το καίριο βήμα προς το νερό, προς έναν άλλο κόσμο. Μόλις το κύμα αγκαλιάσει, μόλις η αρμύρα, η ρευστότητα, η δροσιά και η αναβάπτιση αγγίξουν δέρματα, όλα τα φορτία, τα βάρη, τα λιλιά, οι φανφάρες και οι έξεις δια μαγείας σβήνουν και χάνονται.
Εκαστος με το σώμα του και μόνον. Aντε το πολύ και μ’ ένα φύλλο συκής, που, μέσα στο ατέλειωτο γαλάζιο, σιγά να μη φαίνεται αν είναι μάρκας ή απ’ τη λαϊκή. Μέσα στην αγκαλιά της θάλασσας, που μονομιάς, με την πρώτη απλωτή, το δικό της κράτος, τον δικό της νόμο, το δικό της πολίτευμα επιβάλλει. Η καθεμιά και ο καθένας γυμνή-γυμνός, ίδια-ίδιος και ίση-ίσος μ’ όλους τους παραπλέοντες. Και πού να πιάσει και κανένα μπουρίνι εεεε…