Τον καιρό που πίστευα ακραδάντως ότι κρατούσα τον ανώτατο θρησκευτικό άρχοντα της υφηλίου από τους όρχεις, τριγύριζε στον χώρο της δουλειάς μου ένας σκοτεινός τυπάκος ακαθόριστης ηλικίας που φορούσε παλιομοδίτικα σακάκια και δεν μιλούσε ποτέ. Ήταν μια άχρωμη σκοτεινή υποπροσωπικότητα, κοντός και κλειστός σαν αναδιπλωμένο στρείδι, με μάτια χωμένα βαθιά μέσα στις κόχες τους. Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς δουλειά έκανε στην επιχείρηση, λαθροβιούσε αόριστα στις παρυφές της πολυπρόσωπης αυλής του λαμπερού αφεντικού. Ένα μεσημέρι, παρακολουθώντας από απόσταση μια συζήτηση δημοσιογράφων περί μεγαλόπνοων επενδύσεων, χρηματιστηρίου, αγορών και προθεσμιακών καταθέσεων, αποφάσισε ξαφνικά ν’ ανοίξει το στόμα του. Δεν ξέρω γιατί διάλεξε εμένα, πάντως έστρεψε το πέτρινο βλέμμα του προς το μέρος μου και είπε με την ένρινη φωνή του: «Καλύτερα ν’ αγοράσεις μια γκαρσονιέρα».
Έμεινα άναυδος στο άκουσμα της απόκοσμης παραίνεσής του. Ο συνδυασμός της ανέκφραστης φάτσας του, του χαμηλού πνευματικού βεληνεκούς του, της καταφανούς επενδυτικής ασχετοσύνης του και της παλαιολιθικής συμβουλής στην οποία κατέληξαν όλα τούτα, ήταν η επιτομή του κωμικού. Συγκράτησα με κόπο την έκρηξη του περιφρονητικού γέλωτα που αναδύθηκε ως τα κράσπεδα του λάρυγγά μου και απάντησα: «Δεν χρειάζομαι γκαρσονιέρα, Σταύρο, υπάρχουν και ξενοδοχεία». Ήμουν ένα γνήσιο τέκνο της απατηλής πλουσιοπάροχης εποχής που διανύαμε και η άποψη ενός μεσόκοπου παιδιού για τα θελήματα σαν κι αυτόν είχε την αξία ενός κόκκου άμμου μπροστά στο παπούτσι μου.
Όμως ο Σταύρος ανασήκωσε τα φρύδια, με κοίταξε με το φιδίσιο βλέμμα του και μου ψιθύρισε: «Κι εγώ σου λέω να πάρεις μια γκαρσονιέρα. Φτηνή, υπόγεια. Όχι για να γαμάς.». Σοβάρεψα λίγο, καθώς οι χάντρες που είχε για μάτια με πάγωσαν: «Τότε, τι να την κάνω την γκαρσονιέρα;» απόρησα. Ρούφηξε βαθιά το τσιγάρο του και με τράβηξε παράμερα σα να ήθελε να μου αποκαλύψει κάποιο μυστικό από το οποίο εξαρτιόταν η μοίρα της ανθρωπότητας: «Να την έχεις. Χωρίς να το ξέρει κανένας.». Κούνησα ερωτηματικά τα δυο χέρια μου, αδυνατώντας ν’ αντιληφθώ τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ακατανόητης πράξης. Στο πρόσωπο του τύπου σχηματίστηκε μια δυσοίωνη γκριμάτσα:
«Να την έχεις για το βράδυ που θα μείνεις χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά και χωρίς μετοχές. Γιατί εκείνο το ίδιο βράδυ, θα σ’ έχουν διώξει και οι γυναίκες σου και τα παιδιά σου. Τότε θα καταλάβεις την αξία της. Ψάχνοντας σε κάποια τσέπη σου θα βρεις ένα ξεχασμένο ευρώ, θ’ αγοράσεις μ’ αυτό ένα πακέτο φρυγανιές, θα χωθείς στην υπόγεια γκαρσονιέρα και θα τη βγάλεις τη βραδιά. Την άλλη μέρα βλέπεις τι θα κάνεις, όμως εκείνο το βράδυ θα σου χρειαστεί. Ενώ αυτά που κάνεις τώρα, δε θα σου χρειαστούν.».
Μετά από πολλά χρόνια, ψάχνω αυτό τον κόκκο άμμου που λεγόταν Σταύρος για να του εξομολογηθώ ότι τελικά διέθετε δυο σπάνια χαρίσματα: Της απαράμιλλης διορατικότητας και της σκοτεινότερης σοφίας του καιρού του. Πλην τότε, ούτε μπορούσα ούτε ήθελα να το καταλάβω.