μνήμη Δέσποινας Κατηφόρη
Τη θυμήθηκα αυτή την ιστορία διαβάζοντας την έρευνα του ΚεΦίΜ για την Επανάσταση και τις αντιλήψεις των σημερινών Ελλήνων γύρω από αυτήν. Τι είδους Επανάσταση ήταν η ελληνική, εθνική ή κοινωνική; Κάπου την είχα ξανακούσει αυτή την ερώτηση…
Πρέπει να ήταν το καλοκαίρι του ’85, λίγο μετά τις εκλογές για τους άλλους, λίγο μετά την εξεταστική του Ιουνίου για όσους ήμασταν τότε φοιτητές. Είχαμε τελειώσει και περιμέναμε τα αποτελέσματα. Το μάθημα ήταν δύσκολο: Ελληνική Επανάσταση και η καθηγήτρια που το παρέδιδε είχε περίεργες συνήθειες. Καταρχάς ήταν η πρώτη φορά που συναντούσα καθηγητή να μην προτείνει βιβλίο, πολύ περισσότερο ένα δικό του σύγγραμμα. «Διαβάστε από όποια Ιστορία θέλετε», είχε πει και είχαμε ενθουσιαστεί πριν διαπιστώσουμε ότι η επιλογή ήταν ήδη μια πρώτη δυσκολία. Και μετά, δεν αναρτούσε τους βαθμούς έξω από την πόρτα του γραφείου της, όπως συνήθως γινόταν τότε που δεν υπήρχαν υπολογιστές και ευαισθησίες προσωπικών δεδομένων. Καλούσε τους φοιτητές της έναν-έναν και τους έλεγε η ίδια αν πέρασαν και τον βαθμό τους. Η ιδέα δεν ήταν ευχάριστη…
Με τα αριστερά ντουζένια της εποχής, είχα διαλέξει να διαβάσω κυρίως από τον πρώτο τόμο της Ιστορίας του Τάσου Βουρνά. Μυθικό πρόσωπο, τον έβλεπα κάθε φορά ανεβαίνοντας τη Σόλωνος στο μικρό πατάρι του βιβλιοπωλείου των αδελφών Τολίδη, σκυμμένο να γράφει κάτω από το φως ενός μικρού λαμπατέρ. Ηταν μια βόλτα στην Ιστορία εκείνη την εποχή το περπάτημα στη γειτονιά της Νομικής – από τον Μανώλη Γλέζο στο γραφειάκι στο βάθος των εκδόσεων Βέγας στην Ιπποκράτους, μέχρι τον Βουρνά, δίπλα τις εκδόσεις του Στρατή Φιλιππότη, λίγο πιο κάτω στην Ασκληπιού τη Δωδώνη του Λάζου, λίγο πιο πάνω στη Σόλωνος το βιβλιοπωλείον της Εστίας. Αλλά αυτή ήταν η καθημερινή διαδρομή για όσους είχαν παραδόσεις στη Νομική ή τη Φιλοσοφική.
Μπήκα στο γραφείο της διστακτικά. Η Δέσποινα Κατηφόρη, αυτή ήταν η καθηγήτρια, πέθανε πρώιμα και ήταν μια ιστορικός που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης ανάμεσα στους συναδέλφους της αλλά δεν έγινε ποτέ γνωστή στο γενικό κοινό. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα με κοίταξε και με ρώτησε το όνομά μου. Εβγαλε το γραπτό από μια στοίβα και το διέτρεξε σιωπηλή. Μετά με ρώτησε: «Πείτε μου τη γνώμη σας. Η Επανάσταση ήταν εθνική ή κοινωνική;» Δεν είχα δυσκολία. Αρχισα να μιλάω για ώρα, εξηγώντας γιατί ο εθνικός χαρακτήρας της ήταν μια ατυχής παρεξήγηση, μια συγκάλυψη κι ένα κατασκεύασμα του Παπαρρηγόπουλου και διάφορα ακόμη, πολύ αναλυτικά, που η μνήμη μου μού έχει κάνει τη χάρη να διαγράψει από τον (όχι πολύ) σκληρό της δίσκο. Κάποια στιγμή σταμάτησα και δεν έλεγε τίποτα. Η σιωπή για εμένα ήταν πολύ αμήχανη και αποφάσισα να τη σπάσω ρωτώντας: «σωστά;». Την απάντησή της δεν θα την ξεχάσω: «Δεν ξέρω», μου είπε. «Πάνε 25 χρόνια που το σκέφτομαι και δεν έχω καταλήξει». Ακόμα θυμάμαι πώς είναι να παγώνεις ακούγοντας καλά νέα – και το βήμα προς το πτυχίο ήταν μικρή παρηγοριά. Δεν την ξαναείδα ποτέ.
Κάθε φορά που έρχεται η συζήτηση στην Επανάσταση του ’21, είναι αδύνατον να μην την αναλογιστώ. Αν αυτή είναι η δουλειά ενός πανεπιστημιακού δασκάλου, επηρέασε το πώς σκέφτομαι το αντικείμενό της περισσότερο από οποιοδήποτε από τα βιβλία που διάβασα, πριν ή αργότερα. Και τώρα, στα 200 χρόνια, πώς θα γλιτώσουμε από τη σιγουριά πως η αλήθεια ήταν μία και –έστω κι αν χρειαστήκαμε δυο αιώνες– τη βρήκαμε, ή μάλλον τη βρήκαν και θα μας την πουν; Πώς θα αποφύγουμε την επέτειο ως ευκαιρία να «μάθουμε» την Ιστορία, χωρίς μια αυθεντία να μας εκπλήξει αναγνωρίζοντας ότι «δεν ξέρει», πως η αναζήτηση είναι ο προορισμός και οι απαντήσεις δεν είναι ποτέ οριστικές;