Η φαινομενικά γαλήνια οικογένεια του «Κυνόδοντα» στην ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, παρέπεμπε σε οικογενειακά εγκλήματα διαρκείας πίσω από φράχτες και κλειστές πόρτες | Kino International
Απόψεις

Η αγία ελληνική οικογένεια του «Κυνόδοντα»

Οταν το 2009 η ταινία του Λάνθιμου έκανε πρεμιέρα πολλοί είχαν πει ότι «τέτοια πράγματα δεν συμβαίνουν εδώ». Τα απανωτά οικογενειακά εγκλήματα που βγαίνουν στη φόρα, με τελευταίο αυτό της Λέρου, δικαιώνουν, δυστυχώς, τη μυθοπλασία που κάποτε είχε χαρακτηριστεί υπερβολική
Αστερόπη Λαζαρίδου

Σπίτια με ψηλούς φράχτες ή με πόρτες ερμητικά κλειστές. Οι οικογένειες μοιάζουν αρτιμελείς: πατέρας, μητέρα, παιδιά, κάποιες φορές ακόμα και γιαγιά – παππούς να συμπληρώνουν το πρότυπο της ευτυχισμένης ελληνικής οικογένειας. Τα παιδιά μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς στο ίδιο σπίτι – πραγματική ευλογία όπως πίστευαν οι παλιοί. «Τα διαζύγια προκαλούν ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά, η οικογένεια πρέπει να μένει ενωμένη» είναι η καραμέλα που πιπιλάει για χρόνια η ελληνική κοινωνία. Και ακόμα να λιώσει…

Τι συμβαίνει όμως με τα παιδιά όχι των χωρισμένων, αλλά των παντρεμένων γονιών; Και πόσο τελικά χειρότερο, πιο τοξικό και επικίνδυνο είναι να μεγαλώνουν και οι δύο γονείς τα παιδιά τους κάτω από την ίδια στέγη, όταν η στέγη αυτή δεν θυμίζει σε τίποτα χαρωπές σκηνές από το «Μικρό σπίτι στο λιβάδι»;

Οταν στις 22 Οκτωβρίου του 2009 η ταινία «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου σε σενάριο που συνυπέγραφε με τον Ευθύμη Φιλίππου, έχοντας πρώτα κάνει παγκόσμια αίσθηση μέσα από διεθνή φεστιβάλ, έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα, οι περισσότεροι έσπευσαν να σχολιάσουν «τέτοια πράγματα δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα, μόνο στη βόρεια και στην κεντρική Ευρώπη».

Το σενάριο θύμιζε τότε επιστημονική φαντασία, ή έστω αλληγορία. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ρεαλιστικό: ένας πατέρας κρατά τη γυναίκα, τις δύο κόρες και τον γιο του αποκομμένους από τον έξω κόσμο. Είναι ο μόνος που μπορεί να βγαίνει εκτός σπιτιού, ενώ οι υπόλοιποι είναι αναγκασμένοι να ζουν αποκλειστικά στο σπίτι και όταν θέλουν να ξεσκάσουν, βγαίνουν στον κήπο.

«Κυνόδοντας»: τα μέλη της οικογένειας στα τέσσερα, υπακούουν τις εντολές του πατέρα-αφεντικού (Χρήστος Στέργιογλου) σαν εκπαιδευμένοι σκύλοι

Μέσα σε αυτόν τον μικρόκοσμο δημιουργούνται εστίες αιμομιξίας, ενώ η μητέρα, εντελώς παροπλισμένη, ζητάει από τον άντρα της να της φέρει σοκολατάκια επιστρέφοντας στο σπίτι από τη δουλειά. Ο κυνόδοντας, έχει να κάνει με την ενηλικίωση. Ο πατέρας λέει στα παιδιά του το ίδιο παραμύθι ξανά και ξανά: θα είναι έτοιμα να βγουν εκτός σπιτιού μόνο όταν τους πέσει, από μόνο του, το συγκεκριμένο δόντι.

Μέσα σε αυτό το αρρωστημένο περιβάλλον, αυτό το δόντι του σκύλου παίρνει μυθικές διαστάσεις: οι «υπήκοοι» του πατέρα, του φέρονται σαν να είναι τα πιστά σκυλιά του. Πέφτουν στα τέσσερα, γρυλίζουν και του γλείφουν το χέρι σε ένδειξη υποταγής. Είναι πολύ σαφές ποιος είναι το αφεντικό.

Πριν από την ταινία του Λάνθιμου, το 2002, είχε σοκάρει, αυτή τη φορά όχι με την ένοχη υποτονικότητά της, αλλά με τα άβολα ντεσιμπέλ της, η ταινία «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη: εδώ παρακολουθούμε τους χωρίς τέλος εκκωφαντικούς καβγάδες μιας οικογένειας μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός μικροαστικού διαμερίσματος.

Βρισίδια που θα έκαναν ακόμα και τον πιο περπατημένο τύπο του υποκόσμου να κοκκινίσει, οικογενειακό μίσος και εγκλήματα οργής να καραδοκούν σε κάθε κακοβαμμένο δωμάτιο. Και σ’αυτήν την περίπτωση, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που βρήκαν την ταινία «υπερβολική και τραβηγμένη».

Υπάρχει και η περίπτωση της ταινίας «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά, που έχοντας ξεχωρίσει στο Φεστιβάλ Βενετίας, όταν έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα στις 7 Νοεμβρίου 2013, ακόμα μία φορά θεωρήθηκε φιλμ που θα έπρεπε να τοποθετείται στην κοινωνία κάποιας κεντροευρωπαϊκής χώρας και όχι στην ελληνική: ένα κορίτσι αυτοκτονεί πέφτοντας από το μπαλκόνι του σπιτιού του, την ημέρα των ενδέκατων γενεθλίων του. Επειδή ακριβώς αυτή είναι η ηλικία που ο πατέρας αρχίζει να κακοποιεί σεξουαλικά τα παιδιά του ή να τα εκδίδει σε φίλους και γνωστούς. Συνένοχες σε όλο αυτό, η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας και η μάνα. Η οικογένεια στρώνει τραπέζι, τρώει πλούσιο πρωινό, όλα μοιάζουν φυσιολογικά, αλλά δεν είναι.

Σκηνή από την ταινία του Αλέξανδρου Αβρανά «Miss Violence» και σκηνή οικογενειακής ευτυχίας που θα ζήλευε όποιος προέρχεται από «διαλυμένο σπίτι»

Δεν έχει να κάνει με το αν οι συγκεκριμένες ταινίες σου αρέσουν ή όχι, αν συμφωνούν ή προσβάλλουν την αισθητική σου. Εχει να κάνει με το κατά πόσο μια ολόκληρη κοινωνία εξακολουθεί να κλείνει αυτιά, μάτια και στόμα στα βάναυσα εγκλήματα της διπλανής πόρτας.

Τα όσα φρικιαστικά ήρθαν στο φως για τους γονείς που κακοποιούσαν σεξουαλικά επί χρόνια τα παιδιά τους στη Λέρο -με την ανατριχιαστική λεπτομέρεια ότι ο πατέρας ήταν και υπάλληλος στο ψυχιατρείο του νησιού-, ήταν άλλη μία γερή δαγκωματιά από τον καλοακονισμένο κυνόδοντα.

Πόσα δελτία ειδήσεων πρέπει να δούμε, πόσα «πω πω δεν το πιστεύω…» πρέπει να γράψουμε στα social media μέχρι να παραδεχτούμε ότι η μυθοπλασία έχει γίνει, σε πολλές περιπτώσεις, ωμός ρεαλισμός ακόμα και σε μια χώρα που ήταν άλλοτε γνωστή παγκοσμίως για τους αρχαίους προγόνους της και όχι για τους σύγχρονους παιδεραστές και παιδοκτόνους της;

Το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας δεν είναι πια και τόσο παραμύθι. Ο κακός λύκος βρίσκεται μέσα στο σπίτι. Και κρατάει και τα κλειδιά.

«Miss Violence»: ο pater familias (Θέμης Πάνου) στην κεφαλή του τραπεζιού, σε ένα τραπέζι που δεν θυμίζει πια οικογενειακή γιορτή

Κατόπιν εορτής, όλοι δηλώνουν συγκλονισμένοι. Είναι οι ίδιοι που φοβούνταν να αντιδράσουν, δεν ήθελαν να ανακατευτούν, ή που δεν είχαν καταλάβει τίποτα και μόλις προσγειώθηκαν από τα σύννεφα. Και όμως. Τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που υποφέρουν κεκλεισμένων των θυρών, σε όσο καλά κουφώματα κι αν έχεις επενδύσει, δεν γίνεται να μην τα διαπεράσουν.

Ποιος όμως στ’ αλήθεια είναι σε θέση να βγει από τον μικρόκοσμό του και να αντιδράσει; Μέρα με τη μέρα γινόμαστε περισσότερο σχολιαστές, αναλυτές, και λιγότερο αυτόπτες μάρτυρες. Ξεπερνάμε τέτοιου είδους ειδήσεις με την ίδια βαριεστημένη άνεση που κάποτε βγήκαμε από μια κινηματογραφική αίθουσα, πετάξαμε το κουτί με τα ποπ-κορν και είπαμε «εντάξει…πολύ τραβηγμένο…αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν εδώ…». Ή καλύτερα, δεν συμβαίνουν σ’ εμάς. Αρα είναι σαν να μην συμβαίνουν.