Θέλω να σου μιλήσω με αφορμή την δολοφονία του Κουμανταρέα. Όχι για εκείνον. Εκείνος βρίσκεται εκεί που αυτόκλητα τοποθετήθηκε μόνος του, χωρίς να με ρωτήσει, χωρίς καν να τον ρωτήσω. Η σχέση μας αφορά εκείνον ως συγγραφέα και εμένα ως αναγνώστρια. Αλλά όχι τους άλλους. Ό,τι μου έδωσε πήρα, ό,τι πρόφτασα κράτησα από κείνον. Και εσύ και εγώ. Και αξία έχει να γράφεις για κάποιον όταν ζει. Να το χαίρεται ο ίδιος. Πρωτίστως ο ίδιος. Αυτή είναι η υπερτατη τιμή. Κι όμως πριν από τρεις μέρες στο Ίδρυμα Θεοχαράκη που ήταν η παρουσίαση του κοινού τους βιβλίου με τον Βασίλη Βασιλικό «Νεανική Αλληλογραφία» από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ ήταν τρεις κι ο κούκος. Απούσης κι εμής της ιδίας.
Θέλω να σου μιλήσω για την αδικία. Και τη δικαίωση που συνήθως δεν έρχεται. Μπορεί ο Μένης Κουμανταρέας να δολοφονήθηκε αδίκως, αλλά στη ζωή του να έλαβε κάποια δικαίωση. Όμως πριν από το τέλος του καθενός μας, ο ίδιος, με το τέλος που αποφάσισαν άλλοι, μάς υπενθύμισε πως δεν μπορούμε να λέμε τίποταοριστικό για κανένα, γιατί στην γωνία, κυριολεκτικά στην επόμενη στιγμή, τα πάντα μπορούν να ανατραπούν ανεπανόρθωτα. Το έγκλημα που συνέβη στον Κουμανταρέα, ο τραγικός τρόπος που έκλεισε η ζωή του, καταδεικνύει ότι η ίδια η ζωή αδυνατεί να επιφέρει τη δικαίωση. Ακόμα και για κείνον που στάθηκε τόσο χρήσιμος και τόσα χρήσιμα αποτελεσματικός για τους αναγνώστες που τον ψαχούλεψαν, τον αμφισβήτησαν, τον παραδέχτηκαν, τον θαύμασαν, τον προτυποποίησαν. Η γλυκύτητα, η οξύνοια, η διεισδυτικότητα, η ευγένεια, η διακριτικότητα και η καλοσύνη του δεν τον οδήγησαν στον αιώνιο ύπνο ήρεμα, αλλά σκληρά. Και μάλιστα στον πιο ασφαλή χώρο. Στο σπίτι του. Και μάλιστα από κάποιον του περιβάλλοντός του, όπως μέχρι στιγμής δείχνουν τα στοιχεία της αστυνομίας.
Αυτή τη δικαίωση, όσο κι αν την ψάξεις, δεν θα τη βρεις. Κάποιος, κάπου, πάντα, θα κοιτάζει κλεφτά για να στην αφαιρέσει, όταν κάποιοι άλλοι στην δίνουν απλόχερα. Και εκείνο το βλέμμα από τον ουρανό ίσως και να ξέρει τι θα γίνει, αλλά αφήνει τους άγριους να επιβάλλονται δολοφονώντας, κλέβοντας, εξαπατώντας, νικώντας τους ειρηνιστές. Η αθλιότητα των ηλιθίων επικρατεί για να δώσει βήμα και να καταστήσει ακόμα διαχρονικότερο του διαχρονικού τον Ντοστογιέφσκι. Να ξαναθυμήσει τον Μπρέχτ, τον Ιονέσκο, τον παραλογισμό κάθε επιπέδου και κάθε έκφρασης της ζωής, να μας φέρει αντιμέτωπους με την αδυναμία μας να αντισταθούμε στην αγριότητα της πόλης, της χώρας, της εποχής, του κόσμου που μας περιβάλλει.
Μου ήρθε στο μυαλό η φράση ενός παππού στον Ευαγγελισμό, δίπλα από το κρεβάτι του πατέρα μου πριν από 20 χρόνια σχεδόν. Ανάμεσα σε κείνες τις κραυγές που ζητούσε την Αφροδίτη, είχε κάπου-κάπου κάποιες αναλαμπές νοητικής διαυγείας. Σε μια από αυτές μού είχε πει: «Μην ζητήσεις ποτέ την δικαίωση. Θα δυστυχήσεις».
Ακριβώς έτσι ή κάπως έτσι. Αδικία παντού. Ή σχεδόν παντού. Κάποτε εσύ με τον εαυτό σου, κάποτε όλοι οι άλλοι με σένα. Χαστούκια παντού. Δίκαια και άδικα… Αντέχεται τόση αγριότητα;
«…αυτό το ονειρεμένο Χαστουκόδεντρο υπήρχε πάντα εκεί[…]για να τρυγάει ο καθένας το μερίδιό του στα χαστούκια που του αναλογούν, όσα είναι άδικο και δίκαιο να λάβει κι όσα είναι άδικο και δίκαιο να δώσει, τα χαστούκια που μπορούν ελεύθερα να μοιραστούν σαν τη βροχή, επί δικαίων και αδίκων: στον άστοργο πατέρα και στον άστοργο δάσκαλο, στον ψεύτη παπά και στον ψεύτη ζωγράφο, στον ασυνείδητο αστυνόμο και στον ασυνείδητο εφοριακό, στον ανήθικο γιατρό και στον ανήθικο δικαστικό, στον δούλο γραμματέα και στον δούλο ποιητή, στον αγορασμένο πολιτικό και στον αγορασμένο οπαδό, στον αγάμητο στρατοκράτη και στον αγάμητο τεχνοκράτη, στον κλέφτη τραπεζίτη και στον κλέφτη πρωθυπουργό, δηλαδή στον καθένα δόλιο εξουσιαστή των ψυχών…»
Απόσπασμα από το «Χαστουκόδεντρο» του Άρη Μαραγκόπουλου