Μονοσήμαντο ή πολυσήμαντο, υπάρχει ένα πρόβλημα που σέρνεται ανέκαθεν σε κάθε συνείδηση και σε κάθε κοινωνία ανθρώπων, όπου η συνύπαρξη τίθεται απολύτως σε κάθε πνευματικό έλεγχο. Σχηματικά, μπορούμε να πούμε ότι για κάθε άτομο εκκρεμεί ένα δίλημμα που έχει αποφασιστική σημασία για τον κοινωνικό του βίο. Είτε η δραστηριότητά του έχει κεντρομόλο ροπή – δηλαδή ό,τι κάνει το κάνει μόνο για τον εαυτό του – είτε φυγόκεντρο, όπερ σημαίνει ότι τα έργα του αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του συνόλου και δεν λογαριάζουν διόλου το ατομικό συμφέρον.
Τα παραδείγματα εν προκειμένω είναι διαφωτιστικά. Χειρώναξ, τεχνικός, ζωγράφος, ηθοποιός; Δεν ενδιαφέρεται για την κοινωνική του υπόσταση. Αν καταβάλλει το τίμημα του έργου μόνο για να ωφελήσει τον εαυτό του, κινείται μέσα στην κοινωνία ινκόγκνιτο, μετέχει πλασματικά στον κοινωνικό θίασο. Με άλλα λόγια, ως αλήθεια του θεωρεί μόνο τον ιδιωτικό του βίο, μόνο τη σχέση της συνείδησης με τον εαυτό της. Πρόκειται για ολομέτωπη αρνητικότητα (ό,τι δεν είμαι εγώ δεν έχει αξία) που μοιάζει να βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την άλλη στάση, η οποία καταφάσκει στα πάντα εκτός από τον εαυτό της (όπερ σημαίνει: τα πάντα είναι οι άλλοι, εγώ δεν είμαι τίποτα).
Ξέρουμε ότι ήδη από την πλατωνική «πόλι» και από τον αριστοτελικό «πολιτικό» (κοινωνικό δηλαδή) άνθρωπο, άνευ κοινωνίας άνθρωπος δεν νοείται. Δεν νοείται ομιλία χωρίς αποδέχτη, καθότι η κοινωνία συνιστά όμιλο (ομάδα ομιλούντων), συνεργασία (ο ένας προσφέρει ψωμί, ο άλλος τα όπλα και ο τρίτος τη διοίκηση) και φυσικά συνύπαρξη. Οπότε μπορούμε να διερωτηθούμε: τι νόημα έχει ο απόλυτος ιδιωτικός βίος; Ακόμα και ο κυνικός μόνο στην αγορά τοποθετεί το πιθάρι του. Για να ζήσει έχει ανάγκη τα μάτια των άλλων. Από την άλλη μεριά, ο άνθρωπος που προσφέρει τα πάντα στην κοινότητα και δεν κρατάει τίποτε για τον εαυτό του αντιμετωπίζει το ίδιο οξύμωρο: μπορεί να ζει μόνο ως συμπλήρωμα της ζωής των άλλων. Αυτό και μόνο δεν έχει αντιγυρίσματα, αναγνώριση, αποδοχή;
Ο Χέγκελ αποκάλεσε «αμοιβαία απάτη» αυτό το δίπολο, με την πεποίθηση βέβαια ότι τόσο ο κεντρομόλος βίος όσο και ο φυγόκεντρος οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Με την όποια δραστηριότητά του ο αρνητής της κοινότητας την ωφελεί, έστω και κατά παράβαση των προθέσεών του. Επάλληλα, ο αφοσιωμένος επίκουρος της κοινότητας, προσφέροντας ανυστερόβουλα τον εαυτό του, τελικά τον ωφελεί διότι αναγνωρίζεται ως απαραίτητος, ως πυλώνας του κοινωνικού βίου.
Κατά συνέπεια η «απάτη», ή οποία όντως υπάρχει και είναι λειτουργικότατη, αφορά μια παιδική σχεδόν αυταπάτη για τη διαχείριση του εγώ μέσα στην κοινωνία. Υπάρχει ο άνθρωπος που ζει φορώντας γάντια, που κυκλοφορεί μασκοφόρος, που μετέχει στην κοινωνική φάρσα κατά συνθήκη, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η αληθινή του ζωή άρχεται μόλις κλείσει την κοινωνία εκτός οίκου. Περίεργη αυταπάτη βέβαια, καθότι σε ό,τι τον περιβάλλει υπάρχει η υπογραφή των άλλων (σπίτι, ενδύματα, τρόφιμα, τσιγάρα, καταπότια, μιντιακά μηνύματα είναι πλασμένα από ξένα χέρια. Στεγανός ατομικός κόσμος δεν νοείται. Και μόνο η υποψία ότι το μακρύ χέρι των άλλων τον αγγίζει ανά πάσα στιγμή φέρνει τρέλα στον μανιακό ατομοκεντριστή. Ούτε δέχεται βέβαια να αναλογιστεί ότι το εγώ του είναι κοινωνικό πλάσμα, επιφαινόμενο μιας κοινωνικής υπόστασης που κάποτε την παρίσταναν σαν έναν τερατώδη εκατόγχειρα (με μύρια κεφάλια, χέρια και πόδια). Αργά ή γρήγορα, αμφότερες οι στάσεις εξαναγκάζονται να παραδεχτούν ότι το πρωταρχικό είναι το κοινωνικό – αυτή είναι η μήτρα που ζωοποιεί τόσο το εγώ όσο και το εμείς, οι προθέσεις έχουν δευτερεύουσα σημασία, το πρωτεύον είναι η συνύπαρξη, που επειδή εμφανίζεται απρόσωπη, είναι πανίσχυρη.
Οι μαρξιστές αξιοποίησαν με τον τρόπο τους αυτό το εγελιανό οξύμωρο. Αν εκλάβουμε το κοινωνικό δράμα ως «ανθρώπινη κωμωδία», όπου όλοι μετέχουν με τις ιδιάζουσες προθέσεις τους, το ιστορικό αποτέλεσμα εμφανίζεται πλέον σαν ένα απίθανο συνονθύλευμα, το οποίο, παρότι ενέχει τα επιμέρους εγώ, ουδεμία ομοιότητα παρουσιάζει με τα όσα φαντάστηκαν τα άτομα. Όπου φτάνουν πολλοί γεννιέται ποταμός, όπου πατούν πολλοί γίνεται δρόμος. Σαν τον άγγελο του Χιούμ που με τα ίδια φτερά που τον εμποδίζουν να δει, γίνεται κοντόθωρο γιατί εμποδίζεται από το εγώ του. Πίσω από τη ράχη του, πίσω από όλες τις ράχες και τις αυταπάτες, η ιστορία πλάθει έργα με τα έργα τους και γεγονότα με τον χρόνο τους, τα οποία υπερβαίνουν τις επιμέρους προθέσεις, καίτοι διατηρούν κάποια ψήγματά τους.
Χιλιάδες ἀνθρωποι ύψωσαν τις πυραμίδες, κανένα δακτυλικό αποτύπωμα δεν περισώθηκε. Η αμοιβαία απάτη μπορεί να απειλεί τα άτομα με πολτοποίηση, αλλά παραμένει πάντα δημιουργική. Το ειρωνικό μειδίαμα στο τέλος κάθε εποχής προδηλώνει και κάτι το σπαρακτικό για κάθε περιφρουρημένο ή αφρούρητο εγώ, που εντέλει βυθίζεται στην Ιστορία, όπως το ναυάγιο το καταπίνει ο ωκεανός.