Πιτσιρίκα, στην εφηβεία μου με εντυπωσίαζε η βαθιά, σταθερή φωνή του, η ηρεμία και η τρυφερότητα στο βλέμμα του, η καλοσύνη που διέκρινα πάνω του παρατηρώντας τους ανθρώπους. Αργότερα μου φάνηκε πως το βλέμμα του ήταν θάλασσα αγκαλιάς. Μεγαλώνοντας σκεπτόμουν πως κανείς δεν κοιτά με τέτοια τρυφερότητα και στοργή, αν δεν έχει περάσει χοντρά ζόρια. Η συζήτηση που κάναμε το επιβεβαίωσε. Ο Γρηγόρης Βαλτινός είναι η προσωποποίηση του ήθους, της καλλιεργημένης σκέψης, της αξιοπρέπειας και ενός αδιόρατου χαδιού: στην φωνή και στο βλέμμα.
«Ο στόχος του καλλιτέχνη είναι να ταράζει τον κόσμο. Μέσα από το Θέατρο, θα ήθελα να ξυπνήσω τις συνειδήσεις, να κάνω τα μυαλά να σκεφτούν λίγο διαφορετικά και να πεισμώσω τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Σου δίνει αυτή τη δυνατότητα η τέχνη αυτή, στην οποία μπαίνει κανείς για διάφορους λόγους, είτε είναι επιφανειακοί, είτε βαθύτεροι. Μπορεί να λένε οι γύρω σου ότι είσαι εκφραστικός, όμορφός ή ότι το ‘χεις. Πιστεύω πως κάποιος μπαίνει στην τέχνη του Θεάτρου για ιδιοτελείς σκοπούς.. Το θέατρο σου δίνει την δυνατότητα να διορθώσεις τα πράγματα μέσα σου. Ουσιαστικά ψάχνεις πράγματα για να βελτιώσεις τον εαυτό σου. Να βρεις τις σκοτεινές σπηλιές σου και να τους δώσεις φως, να μορφωθείς και να διαμορφωθείς. Όσο προχωράς στο θέατρο, τόσο συνειδητοποιείς πως το βάθος είναι μεγαλύτερο. Λένε πως το έτος μηδέν για έναν ηθοποιό είναι τα 20 πρώτα χρόνια. Άρα καταλαβαίνει κανείς πως τα είκοσι πρώτα χρόνια δουλεύει για να βρει τα εκφραστικά του μέσα και να καταλάβει, πώς η λέξη γίνεται εικόνα, με ποια λέξη πρέπει να εκφράσει την εικόνα, τι να κάνει κανείς το σώμα του όταν συμβαίνουν πράγματα ψυχής και άυλα πάνω στην σκηνή. Είναι μια μαγική τέχνη.
Ωστόσο, στα 33 χρόνια μου στο Θέατρο δεν έχω δει πολλές αλλαγές και μεταμορφώσεις στο χαρακτήρα μου. Ξεκίνησα την ζωή μου ως ενήλικας. Θέλω να πω πως ήμουν ώριμος και στην παιδική μου ηλικία λόγω συνθηκών. Οι γονείς ήταν χωρισμένοι, μεγάλωνα με την μαμά, μού έλειπε το ανδρικό πρότυπο. Προσπάθησα, λοιπόν, να το βρω στα διαβάσματά μου, στους γύρω μου, στο σινεμά. Είχα από μόνος μου μια μιμητική τάση. Κάποιοι ήρωες που μου άρεσαν τους μιμούμην. Συνειδητοποίησα εκ των υστέρων, όταν ήρθα σε επαφή και με τα βιβλία της ψυχολογίας, ότι ήταν μια αναζήτηση του εγώ, έπρεπε να βρω κάποιο πρότυπο, να είμαι κάποιος. Συνήθως, τα παιδιά, όταν λείπει ο πατέρας, γίνονται οι ίδιοι πατεράδες του εαυτού τους, είτε τον αναζητούν παντού. Έτσι μπήκα στην ζωή ώριμος. Αυτό με έκανε και καλύτερο πατέρα. Έχοντας περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια, δεν ήθελα να δημιουργήσω παρόμοια τραύματα στα παιδιά μου. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό είναι καλό, γιατί γίνεται υπερπροστατευτικός και τους αφαιρεί τις δυσκολίες από την ζωή δίνοντάς τους την εντύπωση πως η ζωή είναι μόνο εύκολη. Το είχα υπ’όψιν, όμως, και φρόντιζα να τους υπενθυμίζω πως τα πράγματα δεν ήταν και δεν θα είναι πάντα εύκολα.
Αν έβαζα έναν τίτλο στο έργο της ζωής μου, θα χρησιμοποιούσα την φράση της συγχωρεμένης της μητέρας μου, την οποία έχασα πρόσφατα. «Δεν βαριέσαι παιδί μου, ζωή είναι θα περάσει». Δεν την υιοθετώ βέβαια, αλλά την υιοθετώ ως χιούμορ. Μου άρεσε που η ζωή μου ήταν δύσκολη και ήταν στο χέρι μου οι επιλογές. Ήταν τεράστια η ευθύνη μου μέσα σ’ένα πέλαγος άγνοιας, μου άρεσε που, αυτό που θα επέλεγα, θα με έσωζε ή θα με κατέστρεφε. Αυτό με έκανε πιο ώριμο και πιο προσεκτικό και ίσως με βοήθησε να πετύχω στην Τέχνη που διάλεξα. Και δεν εννοώ καριερίστικα, αλλά με την έννοια του ότι επέλεξα να κάνω θέατρο, που το λατρεύω και το προστατεύω, διότι έχω καλή σχέση μαζί του. Για να προστατεύσεις κάτι πρέπει να δυναμώσεις εσύ. Έτσι ήταν στα χέρια μου και η ζωή μου και το θέατρο, για να το οδηγήσω σε καλά μονοπάτια. Η πορεία ήταν εξίσου επικίνδυνη και αβέβαιη.
Πλάτες δεν είχα ποτέ, ούτε καν τις δικές μου. Η μόνη δύναμη ήταν της μητέρας μου που με στήριζε από το σπίτι. Δεν είχα καμία γνωριμία, παρά αφού τελείωσα το Εθνικό Θέατρο. Έπαιρνα κάθε χρόνο μια διάκριση και χαιρόμουν, όχι γιατί ξεχώρισα, αλλά γιατί μου έλεγε ότι αυτό που διάλεξα ήταν το σωστό. Ποτέ δεν είχα έπαρση. Με χαρακτηρίζει η ταπεινότητα, ακριβώς διότι βλέπω το μέγεθος των πραγμάτων και μπορώ να εκτιμήσω πόσο μικρός είμαι απέναντι στα πράγματα, πόσο μικρός είμαι απέναντι στην τέχνη, πόσο λίγα πράγματα έχω κατακτήσει, πόσο σπουδαίες είναι οι ζωές των άλλων. Είναι τόσο σημαντικό να εκτιμάς τον άλλο, να μην έχεις την έπαρση του εγώ, να μην θεωρείς πως είσαι το κέντρο του κόσμου. Είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να χάσω τα πάντα. Αυτό λοιπόν το πανηγύρι της ζωής πρέπει κάποιος να το εκτιμήσει και να το χαρεί, όσο πάει. Αν καταφέρεις και αφήσεις μια αύρα πίσω σου επηρεάζοντας κάποιες ψυχές ή σκαλίζοντας τις καρδιές κάποιων ανθρώπων, θα έχεις ένα μικρό μέρος της αθανασίας, θα σε θυμούνται για κάποια χρόνια και θα επηρεάσεις το σύνολο της ζωής στο μέλλον.
Θα ήμουν δυστυχής, αν δεν ήμουν ηθοποιός και κάνοντας μια δουλειά για επιβίωση. Θα μπορούσα, ίσως, να είμαι πιλότος. Με έχει τόσο πολύ κουρδίσει ο Μακεδόνας που είναι πιλότος και με παρασύρει.
Όταν μου έγινε η πρόταση για την μουσικοθεατρική παράσταση «Ποιος τη ζωή μου» που αφορά στην ζωή του Μίκη Θεοδωράκη, λειτούργησα παρορμητικά και σκέφτηκα πως θα ασχοληθώ με σπουδαία μουσική. Εκ των υστέρων απεδείχθη πως ο κόσμος την είχε μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς διότι τον φέρνει κοντά στα πράγματα που έχει εγκαταλείψει , τις αξίες, τις ιδέες, την περηφάνια του, η αξιοπρέπεια του, την μεγάλη ποίηση και την σημαντική και σπουδαία μουσική. Όχι την αγοραία για να χορέψει πάνω στα τραπέζια μέχρι τα ξημερώματα. Το έκανα κι εγώ αυτό το ξεφάντωμα μια –δυο φορές, για να το γνωρίσω, αλλά δεν έχω ζήσει έτσι, δεν μου αρέσει αυτή η αποχαύνωση, αυτό το τίποτα. Το γνώρισα και έφυγα. Αυτό το κάθε βράδυ με τα χιλιάδες καλαθάκια από τα λουλούδια που πληρώνονται με μαύρα λεφτά, την αγοραία μουσική, με τις γκόμενες πάνω στα τραπέζια και μετά να ψάχνουμε για κάποιο after. Νομίζω πως μέρος των πραγμάτων που μας οδήγησε στην καταστροφή αυτού του είδους είναι η νοοτροπία μας. Και αυτά σας τα λέει ένας άνθρωπος που λατρεύει την λαϊκή μουσική και την διασκέδαση με φίλους στα μαγαζιά. Μιλάμε, όμως, για άλλο είδος. Μετά ήρθε ο εκφυλισμός, η ολίσθηση και τα ξένα πακέτα. Νομίζαμε πως οι ευρωπαίοι είναι χαζοί και θα μας έδιναν συνέχεια λεφτά. Εμείς δηλώναμε ψεύτικα χωράφια και πρόβατα για να αγοράζουμε BMW κοροϊδεύοντάς τους. Ήταν ένα σχέδιο να αποχαυνώσουμε ένα λαό που ήταν αρκετά έτοιμος για αυτό.
Τώρα, λοιπόν, που ήρθε η ώρα να πληρώσουμε τον λογαριασμό και το τίμημα ξεπουλώντας νησιά, σπίτια, πετρέλαια και φυσικό αέριο, μείναμε άφωνοι. Η παράσταση υπενθυμίζει στον θεατή πως πρέπει να αγωνίζεται για να σώσει τον εαυτό του, την ψυχή του, την πατρίδα του. Αυτά τα τρία πάνε μαζί. Δεν φοβάμαι να μιλήσω γιατί όλα πια παρεξηγούνται. Δεν με αγγίζει αυτό. Η καραμέλα του να φοβάσαι να πεις κάτι, για να μην σε βρίσει ο κάθε τουϊτεράκιας και μπλογκάκιας, πρέπει να σταματήσει. Η ανοχή είναι κακός σύμβουλος και είναι μέρος του σχεδίου. Πρέπει να κρίνουμε και να σχολιάζουμε με ωφέλιμο τρόπο. Η απάθεια και η αποχή μάς έφερε εδώ. Ο πολίτης πρέπει να κάνει πράξεις. Η πράξη στον πολίτη είναι η ψήφος του, που την έδινε αλόγιστα, πράξη είναι η καθημερινότητά του, το τι θα κάνει με τα σκουπίδια του και το περιβάλλον του, η αλληλεγγύη, η φροντίδα για το σύνολο. Αυτά εν τέλει είναι η πατρίδα. Είναι η γλώσσα, η αισθητική, το ήθος, η μόρφωση, η καλλιέργεια. Δεν είναι το χώμα που ορίζεται από κάποια σύνορα. Πατρίδα είναι όλα αυτά που εγκαταλείψαμε. Γι’ αυτό μας κλέβουν τώρα τα χώματά που πατάμε.
Δυστυχώς, δεν έχουμε τον τρόπο να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, διότι το σύστημα απεδείχθη πιο έξυπνο από εμάς κάνοντας τον εχθρό μας αόρατο. Υπάρχει μια αόρατη εξουσία που κατευθύνει τους λαούς. Αν αυτή τη στιγμή ρίξεις την κυβέρνηση, μια άλλη θα υπάρξει με τα ίδια χαρακτηριστικά. Αυτό το έχει αισθανθεί ο κόσμος και γνωρίζει πως αν αγωνισθεί δεν θα το αλλάξει. Πιστεύω πως πρέπει να υπάρξουν πιο δυναμικές αντιδράσεις, πιο συμβολικές και με μεγαλύτερη διάρκεια. Η απεργία δεν είναι πια όπλο του λαού. Είναι επικίνδυνο να κάνω προπαγάνδα αγωνιστικών ενεργειών αυτή τη στιγμή, αλλά πιστεύω πως τα συνδικάτα πρέπει να κάνουν ένα πλάνο, σταματώντας να συνεργάζονται με τα κόμματα που τους υποδεικνύουν να κάνουν κάτι. για να πέσει η κυβέρνηση και να αναλάβουν οι δικοί τους την εξουσία. Αυτή η νοοτροπία δεν έχει σταματήσει, υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν να ξανακάτσουν στις καρέκλες. Οι απεργιούλες της μιας μέρας για να μαζέψουν κουπόνια για το κόμμα, πρέπει να σταματήσουν. Πρέπει να κατεβάσουμε ρολά και να τους πούμε πως δεν αντέχουμε άλλο να πληρώνουμε εμείς.
Ο ένας σήμερα τρώει τον άλλο. Υπάρχουν άνθρωποι που έφαγαν το καρότο της ευημερίας και του εύκολου πλουτισμού. Ο έλληνας είναι περίεργη φυλή. Είναι λίγο κακομαθημένος, πιστεύει πως πάντα φταίνε οι άλλοι, είναι λίγο γκρινιάρης, πιστεύει πως μπορεί να αναθέσει τη δουλειά του στους άλλους. Υπάρχουν άνθρωποι που πάνε τα πράγματα μπροστά, μοχθούν. Επιπλέον, δεν όλοι οι πολιτικοί κακοί, λωποδύτες και αλήτες. Αυτή η κρίση είναι η ευκαιρία να εκπαιδευτούμε και να πάψουμε να λύνουμε τα πράγματα στο καφενείο. Όταν λένε «έλα μωρέ, Ελλάδα είναι» και είναι σαν να μιλούν για οίκο ανοχής, ουσιαστικά απαξιώνουν την ίδια μας την ύπαρξη. Είναι δεδομένο πως αυτός ο λαός αντιδρά με χαλαρότητα, με παρανομία, με ατιμωρησία. Αυτό με εξόργιζε πάντα. Είναι ένας από τους λόγους που έγινα οργανωτικός και απέκτησα πειθαρχεία, που διάλεξα μια δουλειά και προσπάθησα να την κάνω όσο πιο τέλεια γίνεται από αντίδραση. Δεν μπορούσα να μιμηθώ το κακό και το άσχημο, γιατί με πονούσε και με ενοχλούσε. Δεν ήμουν ποτέ εκδικητικός τύπος. Άλλωστε αυτό δεν πάει τα πράγματα μπροστά.
Θαυμάζω την αισθητική, την ομορφιά της ψυχής, την καλοσύνη που θεωρώ αρετή και αναπαράξιμη, ένα χάδι, την ομορφιά που έχει το βάθος του βλέμματος, την πειθαρχεία, την εντιμότητα, το φιλότιμο την αλληλεγγύη, την αγάπη. Θαυμάζω ό,τι έχει ανάγκη η ψυχή του κάθε ανθρώπου. Ό,τι μετατρέπει το άυλο σε ενέργεια και σπρώχνει την ατμομηχανή της ζωής.
Δεν γράφω, αλλά είμαι καλός διορθωτής. Αγαπώ την ποίηση που με έφερε στο θέατρο, με την ποίηση παλεύω ακόμα. Γι αυτό και συμμετέχω σε συναυλίες και απαγγέλω ποιήματα. Αγαπημένο μου ποίημα…δεν θα ξεφύγω από τον Καβάφη, την «Σατραπεία», το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», ούτε από τον Ελύτη . Ξεχωρίζω τελευταία και τον Ρίτσο, δεν μου αρέσει και τόσο ο Σεφέρης, η Δημουλά μου αρέσει σε πολλά σημεία, ο Αναγνωστάκης, ο Λειβαδίτης επίσης. Αγαπώ το μιούζικαλ, γιατί συνδυάζει ποίηση, μουσική, τραγούδι, πρόζα. Θα ήθελα να ξανακάνω τον «Βιολιστή της Στέγης», προτού γεράσω περισσότερο και δεν μπορώ να πάρω τα πόδια. Είναι το πιο προσφιλές μιούζικαλ στην Ελλάδα . Οι Έλληνες δεν τα πάνε καλά με το μουσικό θέατρο, αλλά τον «Βιολιστή» τον αγαπούν.
Στο «Ιλίσια» διάλεξα για φέτος το «Δείπνο με φίλους» (που είχα ξανακάνει πριν από δεκατρία χρόνια), επειδή έχει σχέση με την καθημερινότητα. Σε μια εποχή κρίσης τα προβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων με απασχολούν περισσότερο, γιατί έχουν οξυνθεί δεδομένου του λογάριθμου της κρίσης. Πού πάνε οι φίλοι όταν το ζευγάρι χωρίζει, πότε πρέπει να χωρίζει, αξίζει να μείνει μαζί το ζευγάρι, όταν έχει προβλήματα, τι γίνεται με τα παιδιά. Νοιώθω πως δεν έχω κλείσει τους λογαριασμούς μου με αυτό το έργο, γι αυτό και επιστρέφω με νέα διανομή στους Παύλο Χαϊκάλη, Μπέσσυ Μάλφα, Ρένια Λουϊζίδου και εμένα. Μεταξύ 10 με 20 Οκτωβρίου θα γίνει η πρεμιέρα. Το έργο το έχω ήδη στο μυαλό μου, αλλά είμαι ανοιχτός στο να αλλάξω οτιδήποτε, αν μου προτείνει κάτι κάποιος ηθοποιός.
Όπως γίνεται σε όλα τα καλά θεατρικά έργα, στο τέλος δικαιώνονται όλοι οι ήρωες. Πρέπει να δώσουμε τα δίκια στους ήρωες μας, αλλά ταυτόχρονα να πολεμήσουμε την ρίζα του κακού. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει, αλλά διαμορφώνεται. Αυτό κάνει το θέατρο, προσπαθεί να πολεμήσει το κακό. Αλλοίμονο να μην διαμορφωνόμασταν από τις συνθήκες της ζωής μας. Έχουμε ως άλλοθι το περιβάλλον, τους άλλους ανθρώπους, την τηλεόραση. Ε, ας το πολεμήσουμε αυτό. Ας ανοίξουμε ένα βιβλίο και ας κλείσουμε την τηλεόραση αν δεν μας ικανοποιεί. Τώρα διαβάζω κάποια βιβλία που αφορούν στο θέατρο. Διαβάζω παράλληλα αρκετά βιβλία, κυρίως όταν ετοιμάζω νέα δουλειά.
Δεν με βρίσκω περισσότερο στην σκηνοθεσία από την υποκριτική, είναι μέσα μου πενήντα-πενήντα. Σκηνοθέτης έγινα για να γίνω καλύτερος ηθοποιός. Ως σκηνοθέτης οφείλεις να παίξεις όλους τους ρόλους, άρα να τους αγαπήσεις και να τους αισθανθείς.
Τους ανθρώπους τους βρίσκουμε και στα αλώνια και στα σαλόνια και στα λιμάνια. Αν ο καλλιτέχνης δεν είναι γειωμένος, αν δεν έχει επαφή με το χώμα, με την λάσπη, με τον άστεγο, με τον πολύ πλούσιο για να δει πώς βλέπει από ψηλά ο θεός τον κόσμο- έτσι νοιώθει ο πλούσιος- αν δεν έχει επαφή με τα δύο άκρα, δεν μπορεί να καταλάβει την ζωή, θα κάνει λάθος ερμηνείες. Όλη μου η προσπάθεια είναι να μείνω γειωμένος. Μ’άρέσει να μην ξεφύγω ποτέ, ούτε λόγω δουλειάς, ούτε λόγω της προβολής που μου έδωσε. Ποτέ δεν ψωνίστηκα με αυτό το πράγμα. Μου αρέσει να με γνωρίσει και να με αγαπά ο κόσμος, αλλά ποτέ, μα ποτέ, δεν θα νοιώσω ανώτερος από τους άλλους.
Το θέατρο και η ζωή είναι το ίδιο πράγμα. Δεν σταματά ποτέ ο άνθρωπος να σκέπτεται , να μιλά, αν αποφασίσει να ακολουθήσει αυτήν την Τέχνη. Σαν ένα μεγάλο έρωτα που θέλουμε να είμαστε διαρκώς δίπλα του».
* Η συζήτηση μεταδόθηκε από τον «Παλμό 99.5» στις 17 Αυγούστου 2013.
* Ο τρίτος κύκλος των παραστάσεων «Ποιος τη ζωή μου» ξεκίνησε στις 26 Αυγούστου.