Και να που η ευρωπαϊκή γιορτή του τραγουδιού συνέπεσε με την (εν μέρει) επιστροφή της κανονικότητας στη ζωή μας. Εμείς τουλάχιστον, με την πενταμελή παρέα μου (τέσσερις πλήρως εμβολιασμένοι, κι εγώ τελευταία και καταϊδρωμένη ακόμα να περιμένω), έτσι τη γιορτάσαμε: θρονιασμένοι στους καναπέδες γύρω από την τηλεόραση με θείο τσίπουρο, «Γιατρικό» διπλής απόσταξης στο χέρι, να σχολιάζουμε τις τραγουδιστικές εμφανίσεις των κρατών μελών και να συμφωνούμε ομόφωνα ότι ένα ήταν το τραγούδι: το απέδειξε για άλλη μια φορά η εκρηκτική Παπαρίζου μας, που παρά τα κιλάκια της (κι εμείς κι εμείς έχουμε βάλει, παρακαλώ, αφήστε το να περάσει ασχολίαστο αυτό) ξεσήκωσε τον κόσμο από την ταράτσα του Ρότερνταμ.
Δεν μ’ άρεσε ποτέ η Γιουροβίζιον. Πάντα κιτς κατασκευή μού φαινόταν (αλλά τι να πούμε τώρα και το κιτς καλτ κομμάτι της ζωής μας είναι) και μια πρόχειρη αντιγραφή -άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο- περισσότερο ή λιγότερο γνωστών τραγουδιών της ποπ, αλλά από καλές φωνές με κυρίαρχη γλώσσα τα αγγλικά. Και να που φέτος έγινε η ανατροπή: μηδέν στο πηλίκο το Εγγλεζάκι -καλά μηδέν, είναι δυνατόν;- στον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας από τους επίσημους εκλέκτορες- και δυο γαλλόφωνα τραγούδια να πηγαίνουν στήθος-στήθος μέχρι που τους έκοψε τη φόρα ο κούκλος ιταλός χεβιμεταλάς. Μα χέβι μέταλ ιταλικό; Ναι γιατί όχι; Μια παράδοση σε αυτό το είδος του φιούζιον την έχουν οι γείτονες, γουέστερν σπαγγέτι δεν είχατε δει ποτέ;
Βέβαια, είμαι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο (λόγω ασχετοσύνης περί τα μουσικά και δη τα γιουροβιζιονικά) που θα μπορούσε να κάνει κριτική αλλά επειδή η Γιουροβίζιον είναι για όλους, οπότε γιατί όχι και για μένα, θα το πω και θα αναρωτηθώ: Γιατί γίνεται; Πείτε μου σας παρακαλώ, τι προάγει; Μήπως τη μετριότητα του κόπι πέιστ; Ολα αυτά τα τραγουδάκια πάντα κάτι σου θυμίζουν, αλλά φέτος ειδικά αυτό το κάτι έβγαζε μάτι με το τραγούδι της Κύπρου. Ακόμη κι εγώ η άσχετη κατάλαβα, ότι είχαν καταπιεί τη Lady Gaga αμάσητη, αλλά τέλος πάντων, κατάφερε η κοπέλα να φτάσει στη 16η θέση με τη βοήθεια του Σατανά, δεν υπάρχει αμφιβολία.
Σε κάθε περίπτωση, η Γιουροβίζιον είναι ο θρίαμβος του μούλτι κούλτι και της τουρλού πολυπολιτισμικότητας. Αυτός είναι ο ρόλος της και σε αυτό τα πάει όλο και καλύτερα. Φέτος η δική μας εκπρόσωπος ήταν η ελληνίδα ανιψιά του Στάνκογλου από την Ουτρέχτη (με καλή φωνή, ομορφιά και ωραία σκηνική παρουσία και κυρίως πολύ νέα, οπότε έχει καιρό μπροστά της να μας πάει πιο ψηλά ή να πάει η ίδια πιο ψηλά εκπροσωπώντας άλλη χώρα), ο Ελβετός αλβανικής καταγωγής, η Αλβανίδα γεννημένη στη Ελλάδα και η Ισραηλινή στην Αιθιοπία, ο Σουηδός από το Κονγκό (μ’ αρεσε το σκηνικό), ο Ολλανδός από το Σουρινάμ (καρτούν κι αυτός αλλά το καλύτερο), η κομψή Γαλλίδα (που αγάπησε Μπρελ και Πιαφ) με τόσες πολλές διαφορετικές ρίζες που μόνο την ιρανική πρόλαβα να συγκρατήσω, και πάει λέγοντας. Δηλαδή, όχι και άσχημα σε αυτό το πεδίο, τουναντίον.
Με τούτα και με εκείνα, λοιπόν, πάει τέλειωσε και αυτό, συνολικά ο θεσμός τα πήγε πολύ καλύτερα από άλλες χρονιές και ήταν πιο ευπρεπής (λένε οι φίλοι μου που τον παρακολουθούν πιο συστηματικά) κι εμείς χαρήκαμε πολύ γιατί στρωθήκαμε παρεϊκά μπροστά στην οθόνη μας, για μια εκδήλωση που ο κορονοϊός έβαλε σίγουρα το χεράκι του για να γίνει. Ηταν προφανές ότι για χάρη του όλοι μαζί οι συντελεστές έβαλαν τα δυνατά τους να την κάνουν καλύτερη, τύπου «Για τη Γιουροβίζιον ρε γ@μ@τ@». Εχω μάλιστα την εντύπωση ότι η πανδημία επηρέασε καθοριστικά τις αποφάσεις του κοινού: «Θέλουμε πίσω την παλιά καλή ζωή μας» φώναζε ξεκάθαρα το ρομαντικό «Voilà». «Σκάσαμε τόσο καιρό κλεισμένοι μέσα» (λέμε τώρα) ούρλιαξαν συμβολικά ο νεαρός Ιταλός και η παρέα του με το «Zitti E Buoni»και σίγουρα στη στροφή άγγιξαν ένα πολύ ευαίσθητο νεύρο των τηλεθεατών. Νεότερων τε και ωριμότερων.
Και του χρόνου, λοιπόν. Πάμε γι’ άλλα. Στη Ρώμη αυτή τη φορά, ή μήπως στο Μιλάνο; Θα δείξει.