Γιάννης Πάριος: «Αν δεν τραγουδούσα, θα έσκαγα σαν το μπαλόνι»

Κοιτώντας πίσω, είναι αμέτρητες οι στιγμές και οι αναμνήσεις που είναι συνδεδεμένες με τη φωνή του. Πώς ένας άνθρωπος, με μοναδικό «όπλο» τη φωνή και το συναίσθημά του, μπορεί να κατακτά καρδιές και μνήμες;

Γιώργος Μυζάλης

Κοιτώντας πίσω, είναι αμέτρητες οι στιγμές και οι αναμνήσεις που είναι συνδεδεμένες με τη φωνή του: Να τραγουδάμε οικογενειακώς το «Πιο καλή η μοναξιά» (μουσική: Χάρης Βαρθακούρης – στίχοι: Γιάννης Πάριος) μέσα στο μπλε autobianchi της Μαρίνας στον δρόμο για τους παππούδες. Να τραγουδάει εκείνος στον Λυκαβηττό τη «Μαρίνα» (μουσική: Μίκης Θεοδωράκης – ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης) και η Μαρίνα (μου) να μην είναι εκεί. Να επαναφέρει το 1999 στο προσκήνιο το «Φταίμε κι οι δυο» (μουσική: Γιάννης Σπανός – στίχοι: Πυθαγόρας) και να το κάνει «μόδα» στις αθηναϊκές πίστες, όπως τόσα άλλα. Να βουβαίνει τα ακροατήρια κάθε φορά (αλλά κάθε φορά) που λέει το «Ένα γράμμα» (μουσική: Αντώνης Βαρδής – στίχοι: Σαράντης Αλιβιζάτος). Να «εξουσιάζει» τη σκηνή και το ακροατήριο, όπως κανένας άλλος ομότεχνός του. Και πόσες ακόμα. Αμέτρητες. Αναρωτιέμαι: πώς ένας άνθρωπος, μικρός το δέμας, με μοναδικό «όπλο» τη φωνή και το συναίσθημά του, μπορεί να κατακτά καρδιές και μνήμες, να διαπερνά συνειδήσεις και γενιές και να μεταμορφώνεται σε πελώριο αγαθό γίγαντα που είναι έτοιμος να «ξοδευτεί» και για τον τελευταίο ακροατή; Σε ποιον χρωστάμε αυτή την πολυτέλεια; Και τι «χρωστάμε» τελικά στον ίδιο; Για το Γιάννη Πάριο γράφω με αφορμή την επικείμενη εμφάνισή του στο Κατράκειο στις 11 Σεπτεμβρίου και την συνέντευξη που μου παραχώρησε. Δεν ξέρω να απαντήσω στο ίδιο το ερώτημά μου. Ανυπομονώ, όμως, να βρεθώ στις κερκίδες του θεάτρου, να τον δω, να τον ακούσω και να τον θαυμάσω σε αυτό το ατελείωτο «ξόδεμα», σε αυτό το ταξίδι που μετράει πια σχεδόν πενήντα χρόνια.

Θυμάμαι μια παλιά τηλεοπτική σας συνέντευξη, όπου είχατε πει: «αν δεν τραγουδούσα, θα έσκαγα σαν το μπαλόνι».
Ναι. Είναι παλιά συνέντευξη αυτή.

Η ερώτησή μου είναι, λοιπόν: ισχύει ακόμα αυτό;
Ε, ναι. Από τη στιγμή που είναι φουσκωμένο ακόμα (γέλια).

Αυτή η διάθεση προεκτείνεται και στην καθημερινότητά σας; Τραγουδάτε κάθε μέρα;
Η καθημερινότητά μου είναι γύρω από το τραγούδι. Οπότε, κι όταν δεν τραγουδάω, σκέφτομαι τραγουδιστά από μέσα μου. Εννοώ ότι το τραγούδι και η μουσική γενικότερα είναι η ζωή μου.

Υπάρχει κάποιο τραγούδι που, είτε σαν δημιουργός είτε σαν ερμηνευτής, έχετε «ζηλέψει»;
‘Ένα μόνο; Πάρα πολλά! Αλίμονο! Θα ήμουνα εγωιστής σε διαφορετική περίπτωση. Εγώ, εξάλλου, δεν δηλώνω συνθέτης. Σαν τραγουδιστής, όμως, έχω ζηλέψει πάρα πολλά τραγούδια.

Τα έχετε τραγουδήσει;
Σαφώς.

Θυμάμαι μια συγκλονιστική -κατά τη γνώμη μου- ερμηνεία που είχατε κάνει στο «Παλιό μου παλτό» (μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος – στίχοι: Sunny Μπαλτζή).
Ναι. Στο Παλλάς. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό το τραγούδι του Λάκη. Σπουδαίο, πραγματικά, τραγούδι.

Τα τεχνικά χαρακτηριστικά μιας φωνής, όπως η άρθρωση και η έκταση, είναι από μόνα τους αρκετά για να θεωρηθεί κάποιος μεγάλος τραγουδιστής;
Κοίτα, πιστεύω ότι η άρθρωση και η έκταση της φωνής είναι εφόδια που πρέπει να έχεις απαραιτήτως. Αυτό, όμως, που παίζει ρόλο πραγματικά δεν είναι το να τραγουδάς δυνατά ή να ακούγεσαι καθαρά. Είναι να ερμηνεύεις αληθινά. Να έχει τη σημασία της η κάθε λέξη που τραγουδάς. Να μην ακούγονται απλά οι λέξεις που βγαίνουν τραγουδιστά, αλλά να τις «βλέπεις», να μετουσιώνονται σε πράξη. Ακόμα κι όταν λες «σ' αγαπώ», ας πούμε, να νομίζεις ότι το απευθύνεις σε σένα.

Σε μια συζήτηση που είχα παλαιότερα με τον Γιώργο Νταλάρα, τον είχα ρωτήσει για την έκταση της φωνής του. Σε εκείνη τη συζήτηση, μου είχε επισημάνει τη μεγάλη έκταση της δικής σας φωνής, ειδικά στις χαμηλές, αλλά και στις ψηλές νότες. Αλήθεια, ποια είναι η πιο χαμηλή σας νότα και ποια η πιο ψηλή;
Ξέρεις από μουσική, δηλαδή;

Ναι.
Ωραία. Κοίτα να δεις. Άνετα, η χαμηλότερή μου είναι η ντο. Κόντρα ντο. Αλλά έχω και ντο επάνω ώρες-ώρες (γέλια).

Συγκλονιστική έκταση. Ξέρετε, κατά την άποψή μου, κάποιες τέτοιες ερωτήσεις που μπορεί να μην αφορούν στο ευρύ κοινό, είναι χρήσιμο να γίνονται και να καταγράφονται.
Για αυτό σου έκανα κι εγώ την ερώτηση αν ξέρεις από μουσική. Έχει σημασία.

Τους άλλους τραγουδιστές της γενιάς σας, τον Νταλάρα που αναφέραμε νωρίτερα, τη Χαρούλα Αλεξίου, τη Δήμητρα Γαλάνη, πώς τους βλέπετε σήμερα; Θα μοιραζόσασταν ξανά τη σκηνή μαζί τους;
Αυτοί οι άνθρωποι είναι σάρκα από τη σάρκα μου. Κάποτε ήμασταν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο. Βοήθαγε ο ένας τον άλλο, πώς το λένε, αναπνέαμε μεταξύ μας. Αυτή η γενιά, πιστεύω, είναι η τελευταία γενιά σπουδαίων ερμηνευτών.

Έχω διαβάσει μια ιστορία ότι στο παρελθόν πηγαίνατε μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα στο άλσος Χαϊδαρίου και καθόσασταν με τις ώρες και μελετούσατε τα «γυρίσματα» του Καζαντζίδη, προκειμένου να τα μάθετε.
Όχι στο άλσος Χαϊδαρίου. Στο δάσος της Καισαριανής γινόταν αυτό. Και δεν παλεύαμε μόνο τα «γυρίσματα» του Καζαντζίδη, αλλά κι εκείνα όλων των μεγάλων τραγουδιστών της εποχής.

Τέτοιες αναζητήσεις εντοπίζετε στους σύγχρονους τραγουδιστές.
Δεν νομίζω, δυστυχώς. Λυπάμαι που το λέω. Ενώ υπάρχουν καλοί τραγουδιστές, είναι περισσότερο του φαίνεσθαι. Εμείς δεν ήμασταν μόνο του φαίνεσθαι. Εντάξει, φροντίζαμε να είμαστε καθαροί και καλοντυμένοι, αλλά περισσότερο μας ενδιέφερε το πώς ακουγόμασταν. Αυτό είναι το τελευταίο που σκέφτονται οι σημερινοί τραγουδιστές. Τους απασχολεί μόνο το φαίνεσθαι.

Μήπως το κίνητρο στις μέρες μας έχει μεταφερθεί από την τέχνη στο βιοπορισμό;
Κοίτα να δεις, όλες οι τέχνες είναι βιοποριστικές. Και όποιος πει το ανάποδο είναι ψεύτης. Ακόμα και μετά θάνατον ένας Πικάσο στοιχίζει περισσότερα. Θέλω να πω ότι δεν γίνεται διαφορετικά: όλα εμπορεύονται στη ζωή μας. Ακόμα και ο θάνατός μας. Λοιπόν, τι ψάχνουμε; Μπορεί εγώ να σκέφτομαι ρομαντικά, αλλά κάποιος άλλος πουλάει τα πορτοκάλια από την πορτοκαλιά μου.

Σε μια συνέντευξη που έκανα πρόσφατα με την Τάνια Τσανακλίδου, μου είπε ότι συνήθως τραγουδούσε από έρωτα και ότι πλέον δεν έχει κανένα ερωτικό κίνητρο, δεν έχει σε ποιον να απευθύνει ένα ερωτικό τραγούδι. Εσείς, που είστε ο κατεξοχήν τραγουδιστής του έρωτα, συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
Εν μέρει. Κοίτα εγώ ήμουν από τους ανθρώπου που, ακόμα και όταν δεν ήμουν ερωτευμένος, την ώρα που τραγουδούσα ήμουν πολύ ερωτευμένος με αυτό που φανταζόμουν. Αυτό το άπιαστο, που ποτέ δεν συναντάμε στη ζωή. Ένα ερωτικό τραγούδι δεν είναι μόνο τέχνη. Είναι και συναίσθημα. Μια φορά αν ερωτευθείς είσαι για πάντα ερωτευμένος γιατί πλέον ξέρεις τι είναι ο έρωτας.

Το 1976 τραγουδήσατε ένα πολύ όμορφο και ξεχωριστό τραγούδι, το «Ηλιοβασίλεμα», δεν ξέρω αν το θυμόσαστε αυτή τη στιγμή.
Βέβαια! Του Γιάννη Σπανού και του Πυθαγόρα.

Ναι. Το τραγούδι αυτό έχει έναν δυνατό στίχο που λέει: «…κι ένα γραμμόφωνο από μακριά, του Καζαντζίδη το παράπονο γροθιά». Πόσο δύσκολο είναι για έναν ερμηνευτή να τραγουδάει έναν στίχο που αναφέρεται σε έναν άλλο ερμηνευτή και μάλιστα ζώντα;
Γιατί να είναι δύσκολο; Πρώτα από όλα, ήτανε αγαπημένοι μου όλοι αυτοί που αναφέρεις. Στον Στέλιο έχω δώσει και τραγούδι δικό μου, τα «Δάχτυλα», το «Δικό σου αμάρτημα». Γιατί να είναι δύσκολο; Είναι, άλλωστε, καλύτερο να τιμάς κάποιον όσο είναι ακόμα στη ζωή, παρά μετά θάνατον.

Αυτό που λέτε, που είναι πολύ σωστό, μου θυμίζει έναν στίχο του Άλκη Αλκαίου που λέει: «τώρα χαμένος στων ονείρων μου τον χάρτη, όλο ρωτάω πώς τα ‘φερε έτσι η ζωή, αυτοί που φύγανε να με καλούν σε πάρτι κι αυτοί που ζούνε να μου λείπουν πιο πολύ».
Τι ωραίο ποίημα αυτό. Γιατί δεν ήταν στιχουργός ο Αλκαίος, ήταν ποιητής. Έχει γράψει πάρα πολλά ωραία τραγούδια. Κάτι ήξερε. Κάτι τον πονούσε. Κι επειδή ο Αλκαίος ήταν άνθρωπος που είχε πονέσει, κάτι θα ήξερε όταν το έγραφε. Τα λόγια αυτά είναι κρυμμένα κάτω από την ψυχή, όχι μέσα στην ψυχή.

Ποια είναι η γνώμη σας για την κριτική στην τέχνη; Σας έχει τύχει ποτέ, σε μια βραδιά που εσείς δεν νιώσατε ότι πήγε καλά, να διαβάσετε αποθεωτικές κριτικές ή το αντίθετο;
Οι κριτικές είναι προσωπικές απόψεις. Δεν τις γράφω εγώ. Εσύ τις γράφεις. Εξαρτάται, λοιπόν, από τη διάθεση που θα έχεις κι εσύ. Δεν έχουν σχέση με τη δική μου διάθεση μόνο. Εγώ γνωρίζω πότε δεν τραγούδησα καλά ή τραγούδησα μέτρια ή πότε έβγαλα την ψυχή μου. Και για σένα μπορεί να είναι μέτρια. Το μόνο που δεν έχω κάνει στην πορεία μου είναι η αγγαρεία. Το να είσαι κρυωμένος, να έχεις πυρετό, να είσαι άρρωστος ένα βράδυ, είναι ανθρώπινο. Θα μου πεις: άμα είσαι άρρωστος, κύριε, κάτσε σπίτι σου.

Αυτό που αναφέρετε τώρα αποτελεί και την τελευταία μου ερώτηση.
Δηλαδή;

Πολύ συχνά καλείται ο ερμηνευτής, ο καλλιτέχνης, να υπηρετήσει το επάγγελμά του, ενώ, είτε οι εξωτερικές είτε οι προσωπικές συνθήκες τον αποτρέπουν.
Ένας καλλιτέχνης δεν είναι μόνος του. Ο καλλιτέχνης είναι σαν το γρι-γρι (σ.σ. είδος διχτυών που χρησιμοποιούν στο ψάρεμα οι προπορευόμενες βάρκες προκειμένου να αλιεύσουν κυρίως αφρόψαρα). Έχει πολλές βάρκες πίσω του. Έχει πολύ κόσμο να ζήσει. Δεν είναι εργοστάσιο που θα δουλέψει ακόμα και αν λείψει το αφεντικό. Δυστυχώς, αν δεν δουλέψω εγώ, είτε γιατί δεν έχω κέφι να δουλέψω είτε γιατί είμαι άρρωστος, δεν θα έχει φαγητό στο τραπέζι του ο μουσικός. Οπότε, καμιά φορά αναγκάζεσαι… Θυμάμαι ότι έχω βγει να τραγουδήσω με 39 πυρετό και φόραγα το κουστούμι πάνω από τις πιτζάμες γιατί κρύωνα. Ζήτησα μάλιστα, δήθεν από άποψη, μια καρέκλα για να τραγουδήσω. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος από τον πυρετό. Έτσι, έγινα παπί στον ιδρώτα, αλλά έγινα και καλά ύστερα.

Ήταν και θεραπευτικό, δηλαδή (γέλια).
Ναι. Για λίγο. Έπειτα ο πυρετός επέστρεψε. Κοίτα, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σε όλες τις δουλειές. Κι εσύ, όταν κάθεσαι να γράψεις, δεν έχεις πάντοτε το ίδιο κέφι. Έτσι δεν είναι;

Ισχύει αυτό.
Φτάνει, μόνο, να μην το κάνεις δουλειά αυτό. Να μην το κάνεις υποχρέωση, να μην το κάνεις αγγαρεία. Για αυτό ακριβώς και εξακολουθούν να υπάρχουν αυτοί οι τραγουδιστές που προανέφερες, η γενιά η δική μας. Γιατί δεν έκανε ποτέ αγγαρεία. Βγάζουμε τα εσώψυχά μας.

Κι είμαστε εμείς οι τυχεροί που τα προσλαμβάνουμε.
Ευτυχώς (γέλια). Είναι όμορφο αυτό που αφήνουμε. Και έχει σημασία.