Πρέπει να ήταν μια από τις πιο αποτυχημένες συνεντεύξεις που έχω πάρει στη ζωή μου. Ο Γιάννης Μπεχράκης είχε τιμηθεί με ένα (ακόμα) μεγάλο δημοσιογραφικό ή φωτογραφικό βραβείο και είχε δεχθεί να παρουσιαστεί στο τηλεοπτικό πρόγραμμα στο οποίο εργαζόμουν.
Αδιάβαστη δεν ήμουν. Τη δουλειά του την ήξερα, μα και ό,τι δεν ήξερα, στρώθηκα και το μελέτησα. Και να ήθελα δεν γινόταν να λουφάρω. Οι συνεργάτες μου επί μέρες μου υπενθύμιζαν ευγενικά αλλά επίμονα ότι δεν φιλοξενούμε κάθε μέρα έναν ρεπόρτερ σαν τον Μπεχράκη και ότι ο Μπεχράκης δεν συνηθίζει να περνάει τον καιρό του σε τηλε-συνεντεύξεις.
Ηρθε ο άνθρωπος, κάθισε στη θέση του συνεντευξιαζόμενου. Ευγενής, σοβαρός, φειδωλός σε λόγια. Λίγο αδέξιος με τον φακό, πράγμα παράξενο -ή καθόλου παράξενο- αν σκεφτεί κανείς ότι ως νοήμων, υπερευαίσθητος φακός λειτουργεί και ο ίδιος.
Ξεκινήσαμε με τα πρόσφατα, τη βράβευσή του, τις μεγάλες διακρίσεις του, τις τελευταίες αποστολές του. Είχα την εντύπωση ότι δεν του ήταν ευχάριστο να τις συζητάει. Σκέφτηκα τότε να περάσουμε σε μια αναδρομή, σε κάποιες κορυφαίες στιγμές της επαγγελματικής του ζωής, μέσα από δικά του κλικ-σταθμούς.
Και τότε, η γιγαντο-οθόνη πάνω μας, μαθημένη να μηρυκάζει την ελαφρότητα της πρωινής ζώνης, άρχισε να ξερνάει ωμή την αλήθεια του κόσμου. Θεομηνίες, πόλεμοι, προσφυγιά, πείνα, θάνατος. Κάπου ανάμεσα, στα συντρίμμια και τα παιδικά σάβανα, ένα απόκοσμα πανέμορφο ηλιοβασίλεμα, ένας αθλητής στην υπέρτατη στιγμή της επίδοσής του, ένα σφιχταγκαλιασμένο ζευγάρι ερωτευμένων.
Δεν θα σκεφτόταν να υπερηφανευτεί για τη μία ή την άλλη παγκόσμια διάκριση, γιατί δύσκολα χαίρεσαι ή χαμογελάς όταν η βραβευμένη σου φωτογραφία είναι αυτή μιας οικογένειας με όλα της τα μέλη να κείτονται νεκρά
Δεν είχα και πολλά να κάνω εκτός από το να συνειδητοποιήσω μια και καλή τη σημασία της λέξης «άμπαλη». Πέταξα την πετσέτα, που λένε. Ο άνθρωπος που μοιραζόταν μαζί μας δέκα λεπτά από τον χρόνο του δεν θα προσπαθούσε να εξηγήσει τίποτα γλαφυρά σε τηλεοπτική γλώσσα. Οι φωτογραφίες του τα είχαν πει όλα, από το πρώτο τους κλικ, πριν καν δημοσιευτούν. Δεν θα σκεφτόταν να υπερηφανευτεί για τη μία ή την άλλη παγκόσμια διάκριση, γιατί δύσκολα χαίρεσαι ή χαμογελάς όταν η βραβευμένη σου φωτογραφία είναι αυτή μιας οικογένειας με όλα της τα μέλη να κείτονται νεκρά. Ή όταν γυρίζεις από μια αποστολή -όπως συνέβη, λίγο αργότερα- έχοντας αφήσει πίσω σκοτωμένους συναδέλφους, συνοδούς, φίλους. Πώς αντέχει κανείς να ζει, έχοντας τα μάτια του γεμάτα τέτοιες εικόνες; Πώς αντέχεται τέτοια φρίκη;
«Η ζωή είναι ωραία», μου είχε πει, «επειδή είναι τόσο εύθραυστη. Καλό είναι να μην την παίρνουμε σαν δεδομένο».
Από τότε, κάθε φορά που δημοσιεύεται, συζητιέται ή αποσπά ένα μεγάλο βραβείο κάποια από τις φωτογραφίες του, βλέπω ξανά την ίδια προσφυγιά, τον ίδιο πόλεμο, τον ίδιο σπαραγμό. Κάθε φορά σε άλλες χώρες, τελευταία και στη δική μας. Κάθε φορά να φρίξω, να κλείσω τα μάτια, να μη βλέπω. Πώς αντέχεται αυτό; Αυτός ο κόσμος, αυτή η φρίκη, πώς αντέχεται;
«Η ζωή είναι ωραία», μου είχε πει.
Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως εκείνη η συνέντευξη δεν ήταν εντελώς αποτυχημένη.